Ἅγιος Γέροντας Παΐσιος:
Ἄνθρωπος ποὺ δὲν περνάει δοκιμασίες, ποὺ δὲν θέλει νὰ πονάη, νὰ ταλαιπωρῆται, ποὺ δὲν θέλει νὰ τὸν στεναχωροῦν ἢ νὰ τοῦ κάνουν μιὰ παρατήρηση, ἀλλὰ θέλει νὰ καλοπερνάη, εἶναι ἐκτὸς πραγματικότητος. «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν», λέει ὁ Ψαλμῳδός.
Βλέπεις, καὶ ἡ Παναγία μας πόνεσε καὶ οἱ Ἅγιοί μας πόνεσαν, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ πονέσουμε, μιὰ ποὺ τὸν ἴδιο δρόμο ἀκολουθοῦμε.
Μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι ἐμεῖς, ὅταν ἔχουμε λίγη ταλαιπωρία σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωή, ξοφλοῦμε λογαριασμοὺς καὶ σωζόμαστε. Ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστὸς μὲ πόνο ἦρθε στὴν γῆ. Κατέβηκε ἀπὸ τὸν Οὐρανό, σαρκώθηκε, ταλαιπωρήθηκε, σταυρώθηκε. Καὶ τώρα ὁ Χριστιανὸς τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Χριστοῦ ἔτσι τὴν καταλαβαίνει, μὲ τὸν πόνο.
Ὅταν ἐπισκέπτεται ὁ πόνος τὸν ἄνθρωπο, τότε τοῦ κάνει ἐπίσκεψη ὁ Χριστός. Ἐνῶ, ὅταν δὲν περνάη ὁ ἄνθρωπος καμμιὰ δοκιμασία, εἶναι σὰν μία ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ. Οὔτε ξοφλάει, οὔτε ἀποταμιεύει. Μιλάω βέβαια γιὰ ἕναν ὁ ὁποῖος δὲν θέλει τὴν κακοπάθεια γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Σοῦ λέει: «Ἔχω τὴν ὑγεία μου, ἔχω τὴν ὄρεξή μου, τρώω, περνάω μιὰ χαρά, ἥσυχα…», καὶ δὲν λέει ἕνα «δόξα Σοι ὁ Θεός». Τουλάχιστον, ἂν ἀναγνωρίζῃ ὅλες αὐτές τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ, κάπως τακτοποιεῖται ἡ ὑπόθεση.
Διαβάστε περισσότερα: Μὲ τὸν πόνο μᾶς ἐπισκέπτεται ὁ Χριστὸς
Ὁ Χριστὸς μας, γιὰ νὰ συνετίσει τὴν Μάρθα καὶ διὰ τῆς Μάρθας καὶ ὅλους μας, γιὰ νὰ ὑπάρχει μέτρο στὴν μέριμνα τῶν βιοτικῶν, τῆς εἶπε: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς ἐστι χρεία. Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴ μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς» (Λουκ. ι΄ 41).
Αὐτὴ ἡ παραγγελία τοῦ Χριστοῦ μας ἰσχύει γιὰ ὅλους μας, ὥστε ἡ μέριμνα τῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν, νὰ εἶναι «ἐν μέτρῳ», ὅσον χρειάζεται γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησή μας. Τὸ δὲ «ἑνὸς ἐστι χρεία» κατὰ τὴν χριστιανικὴν διδασκαλίαν, εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀξία, εἶναι ἡ μέριμνα πῶς νὰ ἀρέσουμε τοῦ Θεοῦ, ἡ μέριμνα γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας.
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν μέριμνα τῶν ἀναγκαίων, ποὺ εἶναι ἀναπόφευκτη, διότι εἶναι συγχρόνως τόσον πνευματικὸς, ὅσον καὶ ὑλικὸς. Τὸ σῶμα ἔχει ἀνάγκην τῆς τροφῆς, τοῦ ἐνδύματος κ.λπ. Ὅμως καὶ ἡ ψυχή μας ἡ ἀθάνατη ἔχει ἀνάγκην τῆς σωτηρίας, τοῦ «ἑνὸς ἐστι χρεία». Ἡ πρώτιστη, εἰ δυνατὸν καὶ ἡ ἀπόλυτη, ἡ ἀποκλειστικὴ μέριμνά μας πρέπει νὰ εἶναι πῶς νὰ καθαρίσουμε τὴν ψυχή μας, πῶς νὰ τὴν οἰκειώσουμε μετὰ τοῦ Θεοῦ, πῶς νὰ τὴν προσαρμόσουμε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διότι γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ὅτι ἐδῶ στὴν παροῦσα ζωή, εἴμεθα ξένοι, εἴμεθα παρεπίδημοι· ἁπλῶς φιλοξενούμεθα ἐπάνω στὴ γῆ, καὶ ὁ καθένας μας θὰ χαιρετίσει αὐτὴν τὴν φιλοξενία καὶ θὰ ἀπέλθει εἰς τὰ ἴδια. Καὶ τὰ ἴδια εἶναι ἡ ψυχὴ νὰ ἐπιστρέψει «ὅθεν ἐξῆλθεν». «Καὶ ἐνεφύσησεν -λέγει ἡ Γραφὴ- καὶ ἔγινεν ὁ Ἀδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γεν. β΄ 7). Ἡ ζῶσα ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχὴ εἶναι τὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ ἐμφυσήματός Του, διὰ τῆς ἐνεργείας Του καὶ θὰ ἐπιστρέψει ἐκεῖ, «ὅθεν ἐξῆλθεν».
Ἀπολυτίκιον
Τῶν Ὀρθοδόξων προστάτην καὶ ἐν σώματι ἄγγελον, καὶ θαυματουργὸν θεοφόρον νεοφανέντα ἡμῖν, ἐπαινέσωμεν πιστοὶ θεῖον Γεράσιμον· ὅτι ἀξίως παρὰ Θεοῦ ἀπείληφεν, ἰαμάτων τὴν ἀέναον χάριν· ῥώννυσι τοὺς νοσοῦντας, δαιμονῶντας ἰᾶται· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα.
Ο Ναός μας πανηγυρίζει στις 20 Ὀκτωβρίου