Παράξενο καὶ παράδοξο μυστήριο. Μὴ ζητᾶς νὰ μάθεις πῶς ἔγινε αὐτό. Γιατί ἐκεῖ ὅπου ἐκδηλώνεται ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ, νικῶνται οἱ φυσικοὶ νόμοι. Θέλησε, λοιπόν, ὁ Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο, γιατί τὰ πάντα ὑπακούουν στὸ Θεό. Σήμερα γεννιέται ὁ Αἰώνιος καὶ γίνεται ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἦταν. Ἐνῶ δηλαδή ἦταν Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύσει νὰ εἶναι Θεός. Δὲν ἔχασε δηλαδὴ τὶς θεϊκές του ἱκανότητες γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος, οὔτε πάλι ἄλλαξε καὶ ἀπὸ ἄνθρωπος ἔγινε Θεός. Ἀλλά, ἐνῶ ἦταν Θεὸς Λόγος, χωρὶς νὰ πάθει τίποτε, προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, καὶ ἡ Θεία Φύση παρέμεινε ἀμετάβλητη.

Τὰ Χριστούγεννα θὰ πρέπει νὰ τὰ δοῦμε σὲ ἄμεση συνάφεια μὲ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν πτώση του. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε μὲ ἄπειρη ἀγάπη ἀπὸ
τὸν Θεὸ κατ’ εἰκόνα Του. Ὁ Θεὸς βάζει στὸν ἄνθρωπο ἕνα ἀγώνισμα ἐγκρατείας καὶ ὑπακοῆς. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτυγχάνει. Καὶ χάνει τὴν παραδείσια χαρά. Μὲ τὴν πτώση ὁ ἄνθρωπος ἀπογυμνώνεται, δηλαδὴ χάνει τὴ θεϊκὴ στολή, τὴ θεϊκὴ προστασία, τὴ θεϊκὴ κάλυψη. Μὰ ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπᾶ, τὸν ἀγαπᾶ μὲ μανία, τὸν καταδιώκει.
Ἀπεργάζεται νέο σχέδιο σωτηρίας. Ὁ Ἀδὰμ δὲν μπόρεσε νὰ γίνει Θεός. Ἀλλά, ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ γίνει ἄνθρωπος. Καὶ γίνεται. Μπαίνει μέσα στὸν χρόνο καὶ στὸν
χῶρο μὲ σάρκα, μὲ ἀνθρώπινη ὑπόσταση, ζεῖ ὅπως ἐμεῖς, χωρὶς μόνον τὶς ἁμαρτίες, καὶ μᾶς καλεῖ νὰ Τὸν ἀναγνωρίσουμε, νὰ Τὸν δεχτοῦμε, νὰ Τὸν
ἀγαπήσουμε, νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε, νὰ γίνουμε ἕνα μαζί Του γιὰ νὰ θεωθοῦμε. Ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μετάβασις ἐκ τοῦ οὐρανοῦ στὴ γῆ.

«Συγκατάβασις γὰρ θεϊκή, οὐ μετάβασις δὲ τοπικὴ γέγονε».
Ὁ Χριστὸς χωρὶς νὰ ἀπεκδυθεῖ τὴ θεότητά Του, τὴν κρύβει μέσα στὴν ἀνθρώπινη σάρκα τὴν ὁποία ἀναλαμβάνει. Αὐτὸ στὴ θεολογικὴ γλώσσα λέγεται
«κένωσις». Ἡ κένωση τοῦ Θεοῦ Λόγου γίνεται ἀπὸ τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του καὶ τὸ σεβασμὸ πρὸς τὸ πλάσμα Του. Ἂν ἐρχόταν στὴ γῆ μὲ φανερὴ τὴ θεότητά Του,
κανένας ἄνθρωπος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σταθεῖ μπροστά Του, πολὺ περισσότερο νὰ ἀντισταθεῖ. Θὰ καταργοῦνταν τὸ αὐτεξούσιό τοῦ ἀνθρώπου, διότι μπροστὰ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔσβηνε, θὰ κατέρρεε, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιλέξει ἐλεύθερα, δὲν θὰ κινοῦνταν αὐτοπροαίρετα πρὸς τὸν Θεόν.

Γιὰ τὴ Γέννησή Του καταστρώνει σχέδιο ἀνατρεπτικό. Διαλέγει τὸν πιὸ ἄσημο λαό, τὸν Ἰουδαϊκό, ποὺ τὸν προετοιμάζει ὅμως ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες μὲ τοὺς
Πατριάρχες, τοὺς Προφῆτες, τὴ θαυμαστὴ Ἔξοδο ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν Αἰγυπτίων, τὴ Βαβυλώνεια αἰχμαλωσία κτλ. Γιὰ γενέτειρα διαλέγει τὴν πιὸ ἄσημη πόλη, τὴ
Βηβλεέμ. Ἀπὸ τοὺς πιὸ φτωχοὺς γίνεται ὁ φτωχότερος κι ἀπὸ τοὺς τελευταίους αὐτῆς τῆς γῆς ὁ τελευταῖος, γιὰ νὰ ἀναλάβει, γιὰ νὰ σηκώσει πάνω του ὅλη τὴν
ἀθλιότητα καὶ τὴ φτώχεια, ἀλλὰ καὶ τὴν ἁμαρτία τῆς ἀνθρωπότητας. Ἡ τελεία κενώση καὶ μάλιστα λάθρα. Ὁ οὐρανὸς ἔκανε πανηγύρι, ἀλλὰ ἐλάχιστοι ἄνθρωποι,
λίγοι ἀγραυλοῦντες ποιμένες, πληροφορήθηκαν τὸ γεγονός.

Ἡ ἐπιλογὴ τῆς Παρθένου Μαρίας εἶναι θὰ λέγαμε ἡ μεγάλη ἔγνοια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Πανάγιος Θεός, ὁ μὴ γνοὺς ἁμαρτίαν, δὲν μπορεῖ νὰ σκηνώσει παρὰ μόνο σὲ
πεντακάθαρο δοχεῖο, σὲ πάναγνη, σὲ Παναγία Μητέρα. Ἡ ἀπόλυτη καθαρότητά της, ἡ ἀπόλυτη ταπείνωσή της, ἡ ἀπόλυτη ἀφιέρωσή της στὸν Θεὸ, Τὸν συγκινοῦν, Τὸν προσκαλοῦν. Ἡ Παναγία μᾶς εἶχε τρεῖς μεγάλες ἀρετὲς στὸν ὑπέρτατο βαθμὸ γιὰ τὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς τὴν ἀγάπησε ὑπερβολικὰ καὶ ἀναπαύθηκε σ’ αὐτὴν τὸ Πνεῦμα Του καὶ τὴν ἐπεσκίασε. Εἶχε τὴν ἀπόλυτη ἁγνότητα. Ποτὲ δὲν ἀγάπησε κάτι ἄλλο. Δὲν μοιράστηκε ἡ καρδιά Της. Ὁλόκληρη βυθίστηκε στὸ Θεό. Ἡ μεσιτεία Της γιὰ μᾶς δὲν ἀρχίζει μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννηση, ἀλλὰ προϋπάρχει.

Δεύτερον, εἶχε τὴν ταπείνωση. Λέγει ἡ παράδοσις, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀντλοῦμε ὅλες τὶς γνώσεις μας γιὰ τὴν Παναγία, πὼς ὅταν διάβασε στοὺς Προφῆτες καὶ ἰδίως στὸν Ἠσαΐα «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἔξει καὶ τέξεται Υἱὸν καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαὸν αὐτοῦ», τόσο συγκλονίστηκε καὶ συναρπάσθηκε ἀπὸ τὴν ὑπόσχεση τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Μεσσία, ὥστε παρακαλοῦσε στὴν προσευχή Της νὰ γίνει ἡ θεραπαινὶς ἐκείνης τῆς μητέρας ποὺ θὰ ἀξιωνόταν νὰ τὸν κυοφορήσει. Ἤθελε νὰ γίνει δούλη τῆς μητέρας τοῦ Θεοῦ. Φυσικά οὔτε διανοήθηκε πὼς θὰ μποροῦσε ὁ Θεὸς νὰ σκηνώσει στὴ δική Της μήτρα. Ἡ Παρθένος εἶχε κάνει τὴν προσωπική Της κένωση. Εἶχε ἀδειάσει τὸν ἑαυτό Της ἀπὸ τὸν ἑαυτό Της καὶ ἀπὸ κάθε γήινο. Βρίσκει, λοιπὸν, ὁ Θεὸς χῶρο ἄπλετο καὶ πεντακάθαρο, ὅπου μπορεῖ νὰ σκηνώσει, ὅπου μπορεῖ νὰ ἐνανθρωπίσει.

Ἡ τρίτη ἀρετὴ τῆς Παρθένου εἶναι ἡ ὑπακοή. «Γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα Σου». Ἡ ἀναντίρρητη ὑπακοὴ σὲ μιὰ ἀγγελία, σὲ μιὰ πρόσκληση ποὺ ξεπερνᾶ κάθε λογικὴ καὶ ἐνέχει καὶ πολλοὺς κινδύνους γιὰ μιὰ ἄγαμη κόρη ποὺ καλεῖται νὰ κυοφορήσει, δὲν εἶναι ἁπλὴ ὑπόθεση. Ποιό εἶναι γιὰ μᾶς τὸ μήνυμα τῶν Χριστουγέννων; Μᾶς τὸ διαμηνύουν τὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς:

«Ξενοτρόπως Χριστὸς εἰς τὰ ἴδια ἔρχεται, ξενώσωμεν ἁμαρτιῶν ἑαυτοὺς καὶ τοῦτον εἰσδεξώμεθα ταῖς πραέων ψυχαῖς οἰκιζόμενον».
Τὴν ἀποξένωση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν πραότητα τῆς καρδιᾶς μας. Αὐτὰ ζητάει ὁ Κύριος. Θέλει νὰ βρεῖ καθαρὲς καρδιὲς καὶ εἰρηνικὲς γιὰ νὰ σκηνώσει. Ἡ
ἁμαρτία μᾶς κυνηγάει καὶ μεῖς πέφτουμε καθημερινὰ στὰ βράχια της .Ἂς προσπαθοῦμε μὲ νήψη, δηλαδὴ ἐγρήγορση, μὲ συνεχῆ ἀγώνα, μὲ μετάνοια, μὲ τὴν
ἐπίκληση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ νὰ τὴν πολεμᾶμε. Ἡ κένωση τοῦ Θεοῦ εἶναι γιὰ ὅλους μας τὸ ἀπόλυτο ὑπόδειγμα βίου. Τὴν ἐβίωσαν οἱ πρὸ Χριστοῦ δίκαιοι. Τὴν
εἴδαμε στὴν Παναγία μας καὶ στὸν Ἰωσήφ. Τὴν διακρίνουμε σὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους μας. Εἶναι γιὰ ὅλους μας ὁ ζητούμενος τρόπος ζωῆς.

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια κειμένου: Πρωτοπρ. Σάββας Γεωργιάδης
Δεκέμβριος 2023