Φεβρουάριος 2023
Ὁ ἅγιος Ἀκύλας, ἑβραῖος, ὁρμώμενος τὴν καταγωγήν ἐκ Πόντου, νεαρὸς ἔτι, ἐγκαταστάθηκε στὴν Ρώμη, ὅπου καὶ πιθανῶς γνώρισε τὴν Πρίσκιλλα, μὲ τὴν ὁποία καὶ νυμφεύτηκε.
Περὶ τὸ 50μ.Χ. στὴν Κόρινθο συναντήθηκαν μὲ τὸν ἀπόστολο Παύλο, μὲ ἀφορμὴ τὸ ἴδιο ἐπάγγελμα καὶ ἀνέπτυξαν στενὴ φιλικὴ σχέση. Ὁ ἅγιος Ἀκύλας καὶ ἡ ἁγία Πρίσκιλλα θὰ μυηθοῦν στὸν Χριστιανισμὸ καὶ θὰ βαπτισθοῦν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἀπόστολο Παύλο.
Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ ἀπόστολος Παύλος (γιὰ τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν ἀφοσίωσή τους) γιὰ νὰ τοὺς ἐπαινέσει, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἀναδείξει παράδειγμα πρὸς μίμηση: «᾿Ασπάσασθε Πρίσκιλλαν καὶ ᾿Ακύλαν καὶ τὴν κατ᾿ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίαν, τοὺς συνεργούς μου ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, οἵτινες ὑπὲρ τῆς ψυχῆς μου τὸν ἑαυτῶν τράχηλον ὑπέθηκαν, οἷς οὐκ ἐγὼ μόνος εὐχαριστῶ, ἀλλὰ καὶ πᾶσαι αἱ ἐκκλησίαι τῶν ἐθνῶν» (Πρὸς Ρωμαίους ιστ΄ 3-4).
Ἀναδείχθηκαν ἐξέχοντα μέλη τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ μνήμη τους μνημονεύεται στὸ ὀρθόδοξο ἑορτολόγιο (13 Φεβρουρίου), ὄχι μόνο γιὰ τὸ ἀποστολικό τους ἔργο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν συζυγική τους σχέση καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, ὥστε νὰ θεωροῦνται τὸ ἰδανικὸ χριστιανικὸ ζευγάρι.
Γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Δὲν ὑπάρχει τίποτε, τίποτε πολυτιμότερο ἀπὸ τὸ ν’ ἀγαπιέται πολὺ ὁ ἄντρας ἀπὸ τὴν γυναίκα του καὶ ἡ γυναίκα ἀπὸ τὸν ἄντρα της. Καὶ δὲν εἶναι ἡ περιουσία, ποὺ φέρνει τὴν εὐτυχία στοὺς συζύγους, ἀλλὰ ἡ μεταξύ τους ἀγάπη».
Ὁ ἅγιος Ἀκύλας καὶ ἡ ἁγία Πρίσκιλλα ἦταν δύο ἄνθρωποι ποὺ ἦταν ἐρωτευμένοι μεταξύ τους, ὅμως συγχρόνως εἶχαν καὶ ἕναν κοινὸ ἔρωτα, τὸν θεῖον ἔρωτα γιὰ τὸν Ἐνανθρωπήσαντα Χριστό, τὸν Παράδεισο, κοινὸ χαρακτηριστικὸ ὅλων τῶν Ἁγίων, ποὺ τὸ φανερώνουν μὲ τὰ βιώματά τους καὶ τὸ περιφράφουν μὲ τὴ διδασκαλία τους.
Οἱ ἅγιοι μας Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα βιώνουν καὶ αὐτοί, αὐτὸ ποὺ ὁ ἅγιος Συμεὼν περιγράφει στὸν ὕμνο του:
Σὺ ἐπίστασαι, ὅτι σὲ μόνον ἔχω καὶ
Ζωὴν καὶ λόγον καὶ γνῶσιν καὶ σοφίαν,
Σωτῆρα Θεὸν καὶ προστάτην ἐν βίῳ
Καὶ ἀναπνοὴν τῆς ταπεινῆς ψυχῆς μου,
Σὺ εἶ ἐλπίς μου, σὺ εἶ ἀντίληψίς μου,
Σὺ ἡ σκέπη μου, σὺ ἡ καταφυγή μου,
Σὺ τὸ καύχημα, ὁ πλοῦτος μου, ἡ δόξα.
Βλέπουμε ἐδῶ πόσο ἡ χριστολογικὴ εὐσέβεια τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ἔχει ἐφαρμογὴ στὸ βίωμα ὅλων τῶν Ἁγίων καὶ στοὺς ἁγίους μας Ἀκύλα καὶ Πρίσκιλλα, ἁπλῆ καὶ μοναδικὴ στὴν πηγή της, εἶναι πλούσια στὸ θεολογικὸ της περιεχόμενο, στὶς ἐκφάνσεις της καὶ στὶς συναισθηματικές της κλιμακώσεις. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι προέρχεται ἀπὸ ἐμπειρία μετὰ τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστὸς μας, ἀντικείμενο τῶν ἐμπειριῶν τῶν Ἁγίων, εἶναι Ἕνας, ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου, ὁ ὁμοούσιος τῷ Πατρί.
Ὁ Ἐνανθρωπήσας Θεὸς Λόγος, ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου, ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, παραμένει ὁ ἴδιος καὶ στὴν κένωσή Του, στὴ σάρκωσή Του, στὰ πάθη Του, στὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Στοὺς Ἁγίους αὐτὰ, δὲν ἀποτελοῦν ἀφηρημένες διατυπώσεις, ἀλλὰ πραγματικότητες πίστεως καὶ ἐμπειρίας. Καὶ ὅταν μιλοῦν γιὰ μίμηση Χριστοῦ, γιὰ μετοχὴ στὰ πάθη Του, στὸ σταυρό Του ποὺ πρέπει νὰ σηκώνουμε, καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀποτελοῦν ἕνα πολὺ σημαντικὸ κομμάτι τῆς Χριστοκεντρικῆς πνευματικότητάς τους, δὲν μᾶς μιλοῦν γιὰ ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο καὶ μᾶς παρακινοῦν νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε, ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεό, «τὸν Ἀνυπερήφανο καὶ Φιλάνθρωπο», ποὺ ἔγινε πραγματικὰ ἄνθρωπος γιὰ νὰ σώσει ἐμᾶς. Ἡ ἐμπειρία τους εἶναι μέσα σὲ γαλήνη, μέσα σὲ ἄρρητο φῶς, ποὺ ἀντικατοπτρίζει τὴν ἄπειρη δόξα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θὰ λάμψει τὴν ἐσχάτη ἡμέρα.
Οἱ Ἅγιοι περιγράφουν αὐτὲς τὶς ἐναλλαγὲς χρησιμοποιῶντας τὴν τολμηρὴ εἰκόνα ποὺ ὁ Χριστὸς ἐπιβραδύνει τὸ βηματισμό Του, γιὰ νὰ ἐπιτρέψει στὸν πιστὸ νὰ Τὸν φτάσει. Οἱ ἀπότομες αὐτὲς ἀλαγὲς ἔχουν ἔντονες ἀντανακλάσεις στὴν ψυχὴ τοῦ πιστοῦ: πόνο, θλίψη, ὅταν ὁ Χριστὸς ἀπομακρύνεται, ἢ χαρὰ ἄφατη καὶ γλυκύτητα ἀσύκριτη, ὅταν εἶναι καντά Του. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ ποὺ σβήνει κάθε δίψα ἤ ἀκόμη τὴν κάνει πιὸ μεγάλη, γιατὶ τὴν πληρότητα τῆς θεωρίας, δὲν μπορεῖ νὰ τὴν φτάσει κανεὶς σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Γιὰ νὰ δοῦμε ὅμως στὴν αἰωνιότητα τὸν Χριστὸ Βασιλέα, τὸν καλὸ Ποιμένα, πρέπει ν’ ἀρχίσουμε νὰ Τὸν βλέπουμε ἀπὸ ἐδῶ κάτω ἤ τουλάχιστον νὰ ἐπιθυμοῦμε σφοδρὰ νὰ φτάσουμε ἀπὸ δῶ στὴ θέα Αὐτοῦ ποὺ εἶναι ἡ ἀσύκριτη ὡραιότητα. Αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὸν Χριστὸ καὶ ποὺ τηροῦν τὶς ἐντολὲς Του ἀγαπῶνται ἀπὸ Αὐτὸν καὶ θὰ τοὺς φανερωθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τὴν ἐπαγγελία τοῦ Εὐαγγελίου: «Ἐὰν τις ἀγαπᾶ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσῃ αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσωμεν» (Ἰωάν. ιδ΄ 23).
Εἴθε μὲ τὶς πρεσβεῖες ὅλων τῶν ζευγαριῶν Ἁγίων μας (Ἅγιοι Ἰωκείμ καὶ Ἄννα 9/9, Ἅγιοι Ζαχαρίας καὶ Ἑλισάβετ 5/9, Ἅγιοι Εὐστάθιος καὶ Θεοπίστη 20/9, Ἅγιοι Γαλακτίων καὶ Ἐπιστήμη 5/11, Ἅγιοι Ξενωφὼν καὶ Μαρία 26/1, Ἅγιοι Χρύσανθος καὶ Δαρεία 19/3, Ἅγιοι Τιμόθεος καὶ Μαύρα 3/5, Ἅγιοι Ἀνδριανὸς καὶ Ναταλία 26/8) καὶ ἐμεῖς κάτι νὰ κατανοήσωμεν.
Ἐπιμέλεια κειμένων: Πρωτοπρ. Γεώργιος Καλαντζῆς