Ὁ βίος καὶ ἡ διδασκαλία του Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, ποὺ τὰ γνωρίζομεν ἀπὸ τὸν βιογράφο του Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, χαρακτηρίζονται ἀπό ἀγωνιστικότητα, ταπείνωση καὶ πόθον - δίψα γιὰ τὸν Θεὸν καὶ ἀγάπη καὶ ἔγνοια γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς λαοὺς, ἐξ οὗ καὶ χαρακτηρίζεται «Παγκόσμιος Ἅγιος».
Σὲ ἕνα κείμενο προσευχῆς του Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, ποὺ ὁμοιάζει μὲ τήν προσευχὴ τοῦ Κυρίου στήν Γεσθημανὴ ἤ μὲ παγκόσμιο διάγγελμα, διαβάζουμε:
Ὤ, Ἐλεῆμον Κύριε, φώτισόν με καὶ φώτισον τοὺς λαούς Σου, ἵνα Σὲ γνωρίσουν, ἵνα γνωρίσουν τὸ μεγαλεῖον τῆς ἀγάπης Σου.
Ἀπόστρεψον ἡμᾶς ἀπὸ τῆς ἔχθρας καὶ τοῦ μίσους, καὶ δὸς ἡμῖν μετάνοιαν, ἵνα οἱ πάντες γνωρίσουν τὴν ἀγάπην Σου.
Εἰς τὴν ταπεινὴν ψυχὴν ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια Αὐτοῦ, καί ἐὰν ἐγνώριζεν ὁ κόσμος τὴν δύναμιν τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ: «μάθετε ἀπ’ Ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ», τότε ὅλος ὁ κόσμος, ὅλη ἡ οἰκουμένη, θὰ ἐγκατέλειπον πάσας τὰς ἐγωϊστικάς ἐπειδιώξεις καὶ θὰ ἐμάνθανον πρωτίστως αὐτὴν τὴν ἐπουράνιον ἐπιστήμην....
Ἡ ὑπόθεσις τῆς σημερινῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, ἔδειξε τὴν Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, τὸν Πατέρα, μαρτυροῦντα «οὗτος ἐστίν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, αὐτοῦ ἀκούετε», τὴν τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ λαμπρότητα καὶ τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, τὸ «Θαβώριον φῶς».
Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φανερώνεται καὶ ὡς ἀνέκφραστο φῶς, τὸ ἄκτιστο φῶς., ὡς εἰς τὴ θεία Μεταμόρφωσι τοῦ Σωτῆρος στὸ ὄρος Θαβώρ. «Καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένοντο στίλβοντα, λευκὰ λίαν ὡς χιών» (Μάρκ. θ',3).
Ἂς ἀφήσωμεν «πᾶν ψεῦδος καὶ τὴν προσκόλλησιν μας εἰς πᾶν ὑλικόν» καί ἂς καθαρίσωμεν τόν νοῦν μας καί τήν καρδίαν ἀπό κάθε ἁμαρτία καί ἂς ἀνέλθωμεν πρός Θαβώριον ὄρος ὡς ὁ ὅσιος Σεραφείμ καί ὁ μαθητής του Μοτοβίλωφ, γιά νά μάθωμεν ποιός εἶναι πραγματικά ὁ σκοπός τῆς ζωῆς.
Ὁ Μοτοβίλωφ, πνευματικό παιδί τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ εἰς τόν ὁποῖον «Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ» ἀναπαυόταν φανερὰ, ἀξιώθηκε νὰ συζητήσῃ μαζί του «περί τοῦ Θαβωρίου φωτός», ἤτοι περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ Μεγάλη Σαρακοστή εἶναι ἡ περίοδος ποὺ ἔχει, ὄχι μόνον πρόσθετες καὶ ἐμπλουτισμένες ἀκολουθίες καὶ τυπικές διατάξεις, ἀλλά καὶ «κάτι τί ἄλλο», μὲ τὸ ὁποῖο ὁ λειτουργικός πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας βρίσκει τὸ πλῆρες νόημά του. Αὐτό τὸ «κάτι ἄλλο» εἶναι σάν μία «ἀτμόσφαιρα», μία κατάσταση τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος, ἡ ὁποία μὲ τὴ λατρεία, μὲ τὴ νηστεία, μὲ τίς μετάνοιες, τίς ἱδιαίτερες προσωπικές προσευχές καὶ τήν νήψη, δημιουργεῖ αὐτήν τήν ἱδιαίτερη «ἀτμόσφαιρα» ποὺ διαπερνᾶ, ὄχι στιγμιαῖα ἀλλὰ διαχρονικὰ, ὁλόκληρη τὴ ζωὴ μας.
Αἰσθανόμεθα κάτι ἄλλο ποὺ μοιάζει μὲ μία περίεργη χαρά, ποὺ ἔχει ὅμως μία σοβαρότητα, ποὺ μοιάζει καὶ μὲ λύπη καὶ ποὺ οἱ Πατέρες ἔτσι τήν ὀνομάζουν χαρμολύπη. Καὶ ὅταν κάποιος, ἔστω καὶ ἄν ἔχει περιορισμένες γνώσεις γιὰ τὴ λατρεία, μπεῖ στήν Ἐκκλησία ὅσο διαρκοῦν οἱ ἀκολουθίες, ἰδιαίτερα τῆς Μ. Ἑβδομάδος, σχεδόν ἀμέσως θὰ αἰσθανθεῖ αὐτήν τήν κάπως ἀντιφατικὴ ἔκφραση. Σιγὰ σιγὰ ἀρχίζουμε νὰ καταλαβαίνουμε, ἤ μᾶλλον νὰ αἰσθανόμαστε, ὅτι αὐτὴ ἡ θλίψη στήν πραγματικότητα εἶναι «εὐθυμία» καὶ ὅτι μία μυστηριώδης μεταμόρφωση συμβαίνει μέσα μας.
Χαρμολύπη λοιπόν εἶναι ἡ θλίψη ἀπὸ τὴ συναίσθηση γιὰ τήν ἐξορία μας, γιὰ τὸ χάσιμο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ ζωὴ μας· εἶναι ὅμως καὶ χαρὰ γιὰ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ συγκατάβασή Του, ποὺ φανερώνεται ἀπὸ τήν ξαναγεννημένη ἐπιθυμία μας καὶ γιὰ τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τήν ἐπιστροφή μας στὸ «πατρικὸ σπίτι».
Μετέχοντες τῆς λατρείας πρέπει νὰ ἀγωνιζόμεθα μ’ ὅλη μας τὴ δύναμη νὰ διατηρήσουμε τήν προσήλωση τοῦ νοῦ μας καὶ τῆς καρδιᾶς στόν Κύριο. Οἱ θόρυβοι καὶ οἱ ἀναστατώσεις τῆς ζωῆς, ποὺ συνήθως γεμίζουν τίς μέρες μας, δέν ἔχουν δικαίωμα εἰσόδου σ’ αὐτό τὸ «κλίμα», σ’ αὐτὴ τήν «ἀτμόσφαιρα», δέν ἔχουν καμία ὑπερδύναμη, δέν εἶναι ἀξεπέραστες.
Εἶναι σημαντικὸ καὶ ἐμπνέει ζῆλο ἐάν πέραν τῆς παρακολουθήσεως τῶν ἀκολουθιῶν, διαβάζουμε καὶ κάποια πνευματικὰ βιβλία μὲ αὐτοσυγκέντρωση.
Πλέον τῆς προσπάθειας νὰ μετέχουμε στήν λατρεία καὶ τήν προσευχή, ἄς μειώσουμε τήν ποσότητα τοῦ φαγητοῦ μας καὶ τὸ χρόνο τῆς ἀργοσχολίας μας, καθ’ ὅσον κάθε λογῆς θυσία εἶναι εὐάρεστος στόν Θεὸ.
Ἄς ἐπιδιώξουμε ἀκόμη νὰ γεμίσουμε τήν καρδιὰ μας μὲ αἴσθημα ταπεινώσεως καὶ συντριβῆς. Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ πιὸ εὐάρεστη στόν Θεὸ θυσία.