Σεπτέμβριος 2024

Ὁ Τίμιος Σταυρὸς εἶναι τὸ ἁγιότερο Σημεῖο καὶ Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας. Ὅλα τὰ ἅγια Μυστήρια τελειώνονται μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν σφραγίδα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ: τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα, ἡ Θεία Εὐχαριστία. Ὅλες οἱ ἱερατικὲς εὐλογίες εἶναι σταυρικές. Οἱ Ἱεροὶ Ναοί, τὰ ἱερὰ σκεύη καὶ ἄμφια ἁγιάζονται μὲ τὸν Τίμιο Σταυρό. Δὲν νοεῖται λειτουργικὴ πράξη ἢ σύναξη τῶν πιστῶν χωρὶς τὴν σφραγίδα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

Ὁ Σταυρὸς εἶναι καὶ ὁ πιστότερος σύντροφος κάθε Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ γεννηθοῦμε μέχρι τὸν θάνατό μας. Καὶ ὁ τάφος τοῦ χριστιανοῦ μὲ τὸν Σταυρὸ εὐλογεῖται. Σταυροκοπούμεθα συχνά, φέρομε τὸν Σταυρὸ στὸ στῆθος μας, στὰ σπίτια μας, στὰ αὐτοκίνητά μας, στοὺς τόπους ἐργασίας μας, και ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία: «Σταυρός, ὁ φύλαξ πάσης της οἰκουμένης. Σταυρός, ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας. Σταυρός, βασιλέων τὸ κραταίωμα. Σταυρός, πιστῶν τὸ στήριγμα, Σταυρός, ἀγγέλων ἡ δόξα καὶ τῶν δαιμόνων τὸ τραῦμα».

Στὸν Σταυρὸ ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς ἔλυσε τὴν τραγωδία τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ποὺ προκάλεσε ἡ ἀνυπακοὴ τῶν πρωτοπλάστων καὶ «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ Σταυροῦ» (Φιλιπ. στ΄ 8) ἐπαναπροσανατόλισε τὴν ἐλευθερία μας στὸν Δημιουργό της, τὸν Τριαδικὸ Θεό. Στὸν Σταυρὸ νίκησε τὸν θάνατό μας –«θανάτῳ θάνατον πατήσας»- μὲ τὸ νὰ κάνει δικό Του τὸν δικό μας θάνατο, καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του μᾶς χάρισε τὴν ζωὴ.
Στὸν Σταυρὸ προσέφερε θυσία καθολικὴ γιὰ ὅλη τὴν κτίση, γι’ αὐτὸ καὶ ἔπαθε ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἐκτὸς τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομώντος, ὅπως θεολογεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

Αὔγουστος 2024

Εἶναι ἡ μοναδικὴ φορὰ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία ποὺ γιορτάζεται ὁ θάνατος. Καὶ αὐτό, βέβαια, συμβαίνει μέσα στὸ χριστιανικὸ χῶρο καὶ τόπο, γιατὶ ὁ θάνατος θεωρεῖται ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ σκέψη ὡς μεταφορὰ στὴ ζωή, στὴν πραγματικὴ ζωή, στὴν ἀληθινή, στὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ Παραδείσου, στὴν ἀθάνατη ζωή. Καὶ πολὺ σωστὰ ἡ Ἐκκλησία μας, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Θεοτόκου, τῆς Κοιμήσεώς της, τὸν δεκαπενταύγουστο, ψάλει πανηγυρικά:

«…Τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα πρὸς ζωὴν μετέστησεν…» (ἀπὸ τὸν ὕμνο τῆς ἑορτῆς).

Ἡ μητέρα τῆς ζωῆς πῆγε στὴ ζωή. Ὁ τάφος, ποὺ δέχθηκε τὸ ἄχραντο σῶμα τῆς Παναγίας, ἔγινε σκάλα, ποὺ ἀνέβασε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο χριστιανικὸ γένος στὸν οὐρανό. «Κλῖμαξ πρὸς οὐρανὸν ὁ τάφος γίνεται». Καὶ μὲ αὐτὸ μόνο τὸ ἄγγελμα τὸ ἀνθρώπινο γένος, ὁ σημερινὸς κουρασμένος καὶ ταλαιπωρημένος ἄνθρωπος, βρίσκει τὸ δυνατότερο καὶ ἰσχυρότερο μήνυμα τῆς ἱστορίας.

Ἰούλιος 2024

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, κατὰ κόσμον Νικόλαος, «ὁ πολὺς ἐν σοφία, ὁ μέγας ἐν ἀρεταῖς καὶ ὁ περιφανὴς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας», γεννήθηκε στὴ Νάξο τὸ 1749 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Πρῶτος του δάσκαλος ἦταν ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ. Ὁ μικρὸς Νικόλαος παρακολουθοῦσε τὶς ἀκολουθίες, μάθαινε τοὺς ἱεροὺς ὕμνους καὶ μετεῖχε στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.


Ὁ Θεὸς τὸν εἶχε προικίσει μὲ ἰδιαίτερη χάρη, μοναδικὴ ἀφομοιωτικὴ ἱκανότητα καὶ ἐξαιρετικὴ μνήμη. Οἱ γονεῖς του, ὁ δάσκαλος του καὶ ὁ τότε Ἐπίσκοπος τῆς Νάξου Ἄνθιμος διέκριναν τὴν μοναδικὰ προικισμένη φύση του καὶ φρόντισαν στὰ 16 του χρόνια νὰ συνεχίσει εὐρύτερες σπουδὲς στὴν Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης, πνευματικὸ ἵδρυμα πανεπιστημιακοῦ ἐπιπέδου μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα, μὲ ξακουστοὺς διδασκάλους. Πλέον τῶν γενικώτερων γνώσεών του, ἔγινε βαθὺς γνώστης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, ποὺ τὸν βοήθησε νὰ κάνει προσιτοὺς τοὺς θησαυροὺς τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας παραδόσεως.

Μετὰ 4 χρόνια σπουδῶν ἐπιστρέφοντας στὴν πατρίδα του Νάξο κοντὰ στοὺς γονεῖς του καὶ τὸν προστάτη του Μητροπολίτη, γνώρισε τρεῖς ἁγιορεῖτες μοναχούς, τὸν Γρηγόριο, τὸν Νήφωνα καὶ τὸν Ἀρσένιο ποὺ, ἐξ αἰτίας τοῦ Κολυβαδικοῦ ζητήματος, ἀναγκάστηκαν νὰ φύγουν καὶ κατέφυγαν στὴ Νάξο καὶ διὰ μέσου αὐτῶν συνεδέθη καὶ μὲ τὸν ἐπίσκοπο Κορίνθου Μακάριο Νοταρᾶ καὶ τὸν γέροντα Σίλβεστρον, ἄπαντες κολυβάδες.
Τὸ κίνημα τῶν κολυβάδων ἦτο ἀντίδραση ἐνάντια στὶς ἐπιδράσεις τῆς Δυτικῆς Θεολογίας στὸν ὀρθόδοξο κόσμο, καὶ ἐνάντια στὸ πνεῦμα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς ἐκκοσμικεύσεως, καὶ συγχρόνως προσπάθεια βίωσης καὶ φανέρωσης τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.