Περὶ αὐτοκυβερνήσεως καὶ περὶ τοῦ μὴ κατακρίνειν τὸν πλησίον
Ὁ σοφὸς Σολομὼν λέγει εἰς ταῖς Παροιμίαις, οἷς μὴ ὑπάρχει κυβέρνησις, πίπτουσιν ὥσπερ φύλλα. Μᾶς νουθετεῖ νὰ μὴ θαρροῦμεν εἰς τοῦ λόγου μας, νὰ μὴν ἐμπιστευόμεθα τοὺς ἑαυτοὺς μας, οὔτε νὰ λογιάζωμεν τοὺς ἑαυτοὺς μας, διὰ γνωστικοὺς καὶ φρονίμους· νὰ μὴ πιστεύωμεν, ὅτι ἠμποροῦμεν νὰ κυβερνήσωμεν τοὺς ἑαυτούς μας, ἀλλὰ χρειαζόμεθα βοήθειαν, χρειαζόμεθα, ὕστερα ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁδηγόν, ὅπου νὰ μᾶς ὁδηγῇ καὶ νὰ μᾶς κυβερνᾷ. Δὲν εἶναι ἄλλο ἀθλιώτερον καὶ εὐκολώτερον εἰς ξεπεσμόν καὶ ἐγκρεμνόν, ὡσὰν ἐκείνους ὅπου νὰ μὴν ἔχουν πνευματικόν, ὅπου νὰ τοὺς ὁδηγῇ εἰς τὴν στράταν τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος, ὅπου δὲν κυβερνᾶται ἀπὸ πνευματικόν, ἐξ ἀρχῆς μὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει θέρμην εἰς νηστείαν καὶ ἀγρυπνίαν, εἰς ἡσυχίαν, εἰς ὑπακοὴν καὶ ἄλλα τινὰ ἀγαθά, δηλαδὴ νὰ ἔχει ἕναν ἐνθουσιασμὸν ἐγωϊστικόν καὶ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ὅμως ἔπειτα, συμβαίνει νὰ σβέσῃ ἡ θέρμη ἐκείνη μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχῃ τινὰ ὅπου νὰ τὸν κυβερνᾷ, ὅπου νὰ συνδαυλᾷ καὶ νὰ ἀνάπτῃ τὴν θέρμην ἐκείνην, ξηραίνεται ἔτσι, χωρὶς νὰ τὸ γροικᾷ-νὰ τὸ καταλαβαίνει καὶ πίπτει.
Διὰ ἐκείνους δέ, ὅπου ἐξομολογοῦνται τοὺς λογισμοὺς καὶ τὰ καμώματά τους, χωρὶς παραλήψεις καὶ ὑπεκφυγές, εἰς τὸν πνευματικὸν καὶ κάμνουν τὰ πάντα μετὰ ἀπὸ συμβουλή πνευματικοῦ, εἰς αὐτοὺς ὑπάρχει ἀσφαλὴς σωτηρία. Ὅταν ὅμως λέγῃ μερικὰ καὶ μερικὰ νὰ σιωπᾷ, δὲν ὑπάρχει ἀσφαλὴς σωτηρία, διότι εὐρίσκει ὁ διάβολος εἰς αὐτὸν ἕνα θέλημα ἢ ἕνα δικαίωμα, ποὺ δὲν ἔχει ἐξομολογηθῆ καὶ μὲ αὐτὸ τὸν νικᾷ καὶ τὸν κρημνίζει.
Σπουδάζετε λοιπὸν νὰ ἐρωτᾶτε καὶ μὴ θαρρεῖτε εἰς τὴν γνῶσιν σας, διότι ἀλλιῶς ἡ πτώση εἶναι βεβαία καὶ ραγδαία καὶ τότε λύπη καὶ στενοχωρία μεγάλη, ὥστε ἀγγίζει τὰ ὅρια τῆς ἀπελπισίας. Καὶ ὁ τοιοῦτος πειρασμὸς τῆς ἀπελπισίας, ὅπου ἔρχεται ἀπὸ φθόνον τῶν δαιμόνων, εἶναι κατὰ πολλὰ βαρὺς εἰς τὸν ἄνθρωπον, εἶναι σκοτεινός καὶ ἀπαρηγόρητος καὶ δὲν ἔχει ἀπὸ κανένα μέρος οὐδὲ μίαν ἀνάπαυσιν, ἀλλὰ πανταχόθεν στενοχωρίας καὶ πνιγμούς, ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη.
Ὅμως ἐὰν ἐν ταπεινώσει στραφεῖ στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, μέσω τοῦ πνευματικοῦ γρήγορα ἔρχεται ἡ χάρις τοῦ θεοῦ εἰς τὴν ψυχήν, διότι, ἂν δὲν ἤρχετο ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τὸ γρηγορώτερον, δὲν ἤθελε δυνηθῇ τινὰς νὰ βαστάζῃ.
Ἀδελφοί, ἑὰν ἐνθυμούμεθα τοὺς λόγους τῶν Ἁγίων Γερόντων καὶ ἐὰν τοὺς ἐμελετούσαμεν πάντοτε, δὲν ἠθέλαμεν νὰ μᾶς φαίνωνται πὼς εἶναι ἀσήμαντα καὶ ἀμεληταῖα, τὰ σφάλματά μας καὶ οἱ ὅποιοι λογισμοὶ μας καὶ δὲν ἠθέλαμεν πίπτει εἰς τὰ μεγάλα καὶ βαθύτερα σφάλματα.
Σήμερα θὰ προσπαθήσουμε μέσα ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Δωροθέου, νὰ παρακαλουθήσωμεν πόσο μεγάλο καὶ ἐπικίνδυνον εἶναι τὸ πάθος τοῦ κατακρίνειν, εἰς τὸ ὁποῖον ὑποκύπτωμεν ὅλοι μας σχεδὸν καθημερινά.
Μεγάλον ἁμάρτημα εἶναι τὸ νὰ κατακρίνῃ κάποιος τὸν γείτονά του, τὸν ὁποιον πλησίον, διότι ὁ Θεὸς μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται τὴν κατάκρισιν; Καὶ ὅμως ἔρχεται κάποιος εἰς τὸ τοιοῦτο μεγάλον κακόν, μὲ τὸ νὰ δεχθῇ κάποια μικρὰν ὑποψίαν κατὰ τοῦ γειτόνου ἢ ἂν μὲ τὸ νὰ ἀκούει τί λαλεῖ κάποιος ἀδελφός; ἢ ἐκεῖνος ὁ ξένος ἢ νὰ παρεξηγήσει μιὰ κάποια κίνησίν του; Εἶναι ἀρκετὸν ὁ νοῦς νὰ ἀφήνῃ ταῖς ἰδικαῖς του ἁμαρτίαις καὶ νὰ ἐξετάζῃ τῶν ἀλλονῶν.
Καὶ ἀπὸ τοῦτο ἄρχεται νὰ γίνεται ἡ καταλαλιὰ καὶ ἡ κατάκρισις καὶ ἡ καταφρόνησις. Ἀπὸ τὸ νὰ μὴν ἐγνοιάζεται διὰ τὰ ἐδικά του κακὰ, μηδὲ νὰ κλαίῃ, καθὼς εἶπαν οἱ Πατέρες, τὸν ἑαυτόν του, ἤγουν τὸν δικόν του νεκρόν καὶ ἀπὸ τοῦτο, τὴν καταλαλιὰ καὶ τὴν κατάκρισιν, δὲν δύναται νὰ διορθώσῃ τοῦ λόγου του καθόλου εἰς τίποτες.
Δὲν παροργίζει τόσον τὸν Θεὸν ἄλλο τίποτε, οὔτε ξεγυμνώνει ἄλλο τί, τόσον τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν φέρνει εἰς ἐγκατάλειψιν, ὡσὰν τὸ νὰ καταλαλήσῃ, νὰ κατακρίνῃ καὶ νὰ καταφρονήσῃ.
Τὸ νὰ καταλαλήσῃ, εἶναι τὸ νὰ εἰπῇ διὰ κάποιον, ὅτι ὁ δεῖνα ἐψεμάτισεν ἢ ὅτι ὠργίσθη ἢ ὅτι ἐπόρνευσεν ἢ ἄλλο τίποτε τοιοῦτο, διότι οὗτος κατελάλησεν αὐτόν, ἤγουν ἐναντία αὐτοῦ ἐλάλησεν, ἐφανέρωσε μὲ πάθος τὸ ἁμάρτημα αὐτοῦ.
Τὸ δὲ νὰ κατακρίνῃ, εἶναι τὸ νὰ εἰπῇ διὰ κάποιον, ὅτι ὁ δεῖνα εἶναι ψεύστης, ὁπόταν ἐκατάκρινεν ὅλην τὴν διάθεσιν τῆς ψυχῆς του καὶ ἀποφάσισε διὰ ὅλην του τὴν ζωήν, λέγωντας ὅτι τέτοιος εἶναι καὶ τὸν καταδικάζει. Καὶ εἶναι βαρὺ πρᾶγμα, διότι ἄλλο εἶναι νὰ εἰπῇ ὠργίσθη καὶ ἄλλο ὅτι εἶναι ὀργίλος, καὶ νὰ ἀποφασίσῃ, καθὼς εἶπα, κατὰ τῆς ζωῆς αὐτοῦ ὅλης (καὶ εἰς τὸ σύγχρονον δίκαιον ἰσχύει αὐτό). Καὶ τόσον βαρύτερη εἶναι ἡ κατάκρισις, ἀπὸ πᾶσαν ἁμαρτίαν, ὥστε ὅπου λέγει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· ὑποκριτά, εὔγαλε πρῶτον τὴν δοκόν, ἀπὸ τὰ ὀμμάτιά σου καὶ τότε νὰ ἰδῇς νὰ ἐκβάλῃς τὸ κάρφος, ἀπὸ τὸ ὀμμάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου. Τόσον κακὸν εἶναιἡ κατάκρισις, ὅτι ὑπερβαίνει πᾶσαν ἁμαρτίαν.
Ὁ Φαρισαῖος, ὅπου ἐπροσηύχετο καὶ ἔλεγε τὰς ἀρετάς του εὐχαριστῶντας τὸν Θεόν, δὲν ἔλεγε ψεύματα, ἀλλὰ τὴν ἀλήθειαν ἔλεγε· καὶ δὲν ἐκατακρίθη διὰ τοῦτο. Ἀλλὰ κατεκρίθη ὅταν ἐγύρισε πρὸς τὸν Τελώνην καὶ εἶπεν, «οὐδὲ ὡσὰν τοῦτον τὸν τελώνην», τότε ἐβαρήνθη ὁ Θεός, διότι κατέκρινε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ τὴν ζωὴν αὐτοῦ. Καὶ διὰ τοῦτο κατέβη ὁ Τελώνης «δεδικαιωμένος περισσότερον ἀπ’ ἐκεῖνον»· διότι δὲν εἶναι ἄλλο βαρύτερον, οὔτε εἶναι ἄλλο χειρότερον, καθὼς τὸ εἴπαμε πολλάκις, ὡσὰν τὴν κατάκρισιν, ἢ τὸ νὰ καταφρονῇ τινάς, καὶ νὰ ἀτιμάζῃ τὸν γείτονά του.
Ἀκούντες τί συνέβη τῷ μεγάλῳ Γέροντι ἐκείνῳ, ὁ ὁποῖος, ἔστωντας νὰ ἀκούσῃ διὰ κάποιον ἀδελφόν, πῶς ἔπεσεν εἰς πορνείαν, καὶ νὰ εἰπῇ, «ὢ κακὸν ὅπου ἔκαμε!». Πῶς ἐπῆρεν ὁ ἅγιος Ἄγγελος τὴν ψυχὴν τοῦ ἀδελφοῦ ἐκείνου, ὅπου ἔκαμε τὴν ἁμαρτίαν, καὶ τὴν ἐπῆγε πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει· «ἰδοῦ ὅπου ἐκοιμήθη ἐκεῖνος ὅπου ἔκρινας, ποῦ προστάττεις λοιπὸν νὰ βάλλω τὴν ψυχήν του, εἰς τὴν Βασιλείαν ἢ εἰς τὴν κόλασιν;». Εἶναι ἀπὸ τὸ βάρος τοῦτο ἄλλο φοβερώτερον; Εἰς τόσον ὅτι ὁ ἅγιος ἐκεῖνος Γέροντας ἐξεπλάγη, καὶ ἔμεινεν εἰς ὅλον τὸν λοιπὸν χρόνον τῆς ζωῆς αὐτοῦ μετὰ δακρύων καὶ στεναγμῶν καὶ μὲ μυρίους πόνους, δεόμενος τοῦ Θεοῦ περὶ τῆς ἁμαρτίας ἐκείνης καὶ δὲν ἐδέχετο πλέον καθόλου νὰ παρηγορηθῇ ἡ ψυχὴ τοῦ Γέροντος ἀπὸ τὸ κλαύσιμον ἐκεῖνο, ἕως οὖ ἀπέθανε.
Μόνον τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ δικαιώσῃ ἡ κρίσις καὶ νὰ κρίνῃ, ὅπου ἠξεύρει τὴν κατάστασιν καὶ τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἀναστροφὴν καὶ τὰ χαρίσματα καὶ τὴν κράσιν καὶ τὴν ἐπιτηδειότητατά του καὶ ὅπου κρίνει εἰς καθένα ἀπὸ τοῦτα, καθὼς ἠξεύρει αὐτὸς μόνος· πάσας τὰς κρίσεις, πάρεξ αὐτὸς μόνος ὅπου ἐποίησε πάντας, καὶ ὅπου γινώσκει τὰ πάντα;
Ἀληθῶς συμβαίνει καὶ κάμνει κανένας ἀδελφὸς τίποτε σφάλμα μὲ ἁπλότητα, ὅμως ἔχει καὶ ἕνα κατόρθωμα, ὅπου ἀρέσει τοῦ Θεοῦ, εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν καὶ ἐσὺ κάθεσαι καὶ τὸν κατακρίνεις καὶ κολάζεις τὴν ψυχὴν σου; Καὶ πολλαῖς φοραῖς ὄχι μόνον ὅτι κατακρίνομεν, ἀλλὰ καὶ ἐξουθενοῦμεν· διότι ἄλλη εἶναι, καθὼς εἴπαμε, ἡ κατάκρισις καὶ ἄλλη ἡ ἐξουδένωσις. Ἡ ἐξουδένωσις εἶναι, ὅτι ὄχι μόνον κατακρίνει τινάς, ἀλλὰ καὶ συχαίνεται τὸν ἀδελφὸν καὶ τὸν μισεῖ ὡς τίποτες ἀκαθαρσίαν· καὶ τοῦτο εἶναι πολὺ χειρότερον ἀπὸ τὴν κατάκρισιν καὶ ὀλεθριώτερον.
Ἀμὴ ἐκεῖνοι, ὅπου θέλουν νὰ σωθοῦν, δὲν στοχάζονται ποτὲ τὰ σφάλματα τῶν ἀδελφῶν καὶ λέγουν σήμερον σφάλλει οὗτος καὶ αὔριον κατὰ ἀλήθειαν σφάλλω ἐγώ.
Βλέπεις θαυμαστῆς ψυχῆς φωτισμὸν; ὅτι ὄχι μόνον πὼς ἐδυνήθη νὰ φύγῃ τὴν κατάκρισιν τοῦ γειτόνου καὶ ἀδελφοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ λόγου του ἔβαλεν ὑποκάτω ἐκείνου. Ἡμεῖς δὲ οἱ ἄθλιοι ἀποφασιστικὰ κατακρίνομεν καὶ πάντοτε ἀποφασίζομεν καὶ συγχαινόμεθα εἴτι καὶ ἂν ἰδοῦμεν ἢ ἀκούσωμεν ἢ μόνον λογιάσωμεν· καὶ τὸ χειρότερον, ὅτι ὄχι μόνο ἕως τὴν ἐδικήν μας βλάβην στέκομεν, ἀμὴ ἀπαντῶμεν καὶ ἄλλον ἀδελφὸν καὶ τοῦ λέγομεν, τόδε καὶ τόδε ἔγινε καὶ βλάπτομεν καὶ ἐκεῖνον. Ἐκεῖνος ὅπου βλάπτει ψυχήν, συνεργεῖ καὶ συμβοηθεῖ τοῖς δαίμοσι καθὼς περ καὶ ὁ ὠφελῶν συνεργεῖ τοὶς ἁγίοις Ἀγγέλοις. Ταῦτα δὲ παθαίνομεν, διὰ νὰ μὴν ἔχωμεν ἀγάπην, διότι ἂν εἴχαμεν ἀγάπην, ἠθέλαμεν βλέπει τὰ σφάλματα τοῦ ἀδελφοῦ μας μὲ πόνον καὶ συμπάθειαν, καθὼς λέγει, ὅτι ἡ ἀγάπη σκεπάζει πλῆθος ἁμαρτιῶν· καὶ πάλιν, ἡ ἀγάπη δὲν λογίζεται τὸ κακὸν, πάντα στέργει καὶ τὰ λοιπά.
Ἂν εἴχαμεν λοιπὸν καὶ ἡμεῖς ἀγάπην, αὕτη ἡ ἀγάπη ἐσκέπαζεν ὅλα τὰ σφάλματα, καθὼς κάμνουν καὶ οἱ Ἅγιοι ὅπου βλέπουν ὅλα τὰ σφάλματα τῶν ἀνθρώπων. Οἱ Ἅγιοι μὲ τὴν μακροθυμίαν καὶ τὴν ἀγάπην σύρνουσι τὸν ἀδελφὸν εἰς συντριβὴν καὶ μετάνοιαν καὶ δὲν τὸν ἀποδιώχνουν, οὔτε τὸν συγχαίνονται.
Τί ἔκαμεν ὁ ἅγιος Ἀμμωνᾶς; ὅτε ἦλθον οἱ ἀδελφοὶ ἐκεῖνοι πρὸς αὐτὸν συγχυσμένοι καὶ τοῦ ἔλεγαν, ἔλα νὰ ἰδῇς, ἀββᾶ, ὅτι εἰς τὸ κελλίον τοῦ τάδε ἀδελφοῦ εἶναι γυναῖκα. Πόσην εὐσπλαχνίαν ἔδειξε; Πόσην ἀγάπην εἶχεν ἡ ἁγία ἐκείνη ψυχή; Διότι, ἔστωντας νὰ γνωρίσῃ πῶς ἔκρυψεν ὁ ἀδελφὸς τὴν γυναῖκα ὑποκάτω τοῦ πιθαρίου, ἐπῆγε καὶ ἐκάθισεν ἀπάνω εἰς ἐκεῖνο καὶ τοὺς εἶπε, ζητήσατε εἰς ὅλον τὸ κελλίον. Καὶ ὡσὰν δὲν τὴν ηὕραν, τοὺς εἶπεν, ὁ Θεὸς συγχωρήσοι σας· καὶ τοὺς ἐντρόπιασε, λέγει, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀβοήθησε καὶ μεγάλως τοὺς ὠφέλησε, διὰ νὰ μὴ πιστεύουν ἐν εὐκολίᾳ τὴν κατηγορίαν τοῦ γειτόνου τους. Ἐσωφρόνισε δὲ καὶ ἐδιόρθωσε καὶ ἐκεῖνον καὶ ἐκατανύχθη ὁ ἀδελφὸς· παρευθὺς ἐνήργησεν ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ συμπάθεια τοῦ Γέροντος εἰς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, μετανόησε καὶ ἔλαβε τὸ ἕλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἂς ἀποκτήσωμεν λοιπὸν καὶ ἡμεῖς ἀγάπην, ἂς ἀποκτήσωμεν εὐσπλαχνίαν διὰ νὰ γλυτώσωμεν ἀπὸ τῆς δεινῆς καταλαλιᾶς, καὶ ἀπὸ τοῦ κατακρίναι ἢ ἐξουδενῶσαι, συγχαίνεσθαί τινα· ἂς βοηθήσωμεν ἕνας τοῦ ἄλλου, ὡσὰν μέλη ἐδικά μας. Ποῖος εἶναι ὅπου νὰ ἔχῃ πληγὴν εἰς τὸ χέρι ἢ εἰς τὸ ποδάρι ἢ εἰς ἄλλο μέλος αὐτοῦ, συγχαίνεται τοῦ λόγου τουἢ κόπτει τὸ μέλος του; Μάλιστα δὲ τὸ καθαρίζει καὶ τὸ πλύνει, καὶ βάνει ἀλοιφήν, καὶ τὸ κατσφραγίζει, καὶ βάνει ἁγίασμα, καὶ παρακαλεῖ τοὺς Ἁγίους νὰ εὐχηθοῦν δι’ αὐτόν· καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος· «διότι ὅλοι οἱ πάντες ἕνα σῶμα εἴμεθα, καθ’ ἕνας δὲ μέλος τοῦ ἄλλου», καὶ «εἴτι πάσχει τὸ ἓν μέλος, συμπάσχουν ὅλα τὰ μέλη».
Κεφαλὴ εἶσαι; κυβέρνησον· στόμα εἶσαι; λάλησον· ὀμμάτι εἶσαι; Στοχάσου νὰ βλέπῃς· αὐτὶ εἶσαι;ὑπάκουσον· χέρι εἶσαι; ἐργάζου, δούλευε· ποδάρι εἶσαι; Διακόνησον. Καθ’ ἕνας ἂς ὑπηρετήσῃ τὸν ὅποιον ἀδελφόν, κατὰ τὴν δύναμίν του, καὶ σπουδάζετε πάντοτε νὰ βοηθᾶτε ἕνας τοῦ ἄλλου, εἴτε μὲ διδαχὴν καὶ λόγον Θεοῦ, δίδοντες εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀδελφοῦ· εἴτε μὲ παρηγορίαν ἐν καιρῷ θλίψεως, ἢ νὰ βοηθᾶτε μὲ τὰ χέρια εἰς τὰ ἔργα τῆς ὑπηρεσίας. Καθ’ ἕνας, ὡς εἶπον, κατὰ τὴν δύναμίν του, ἂς σπουδάζῃ νὰ σμίξῃ μὲ τοὺς ἄλλους, διότι, ὅσον σμίγει κανεὶς με τὸν γείτονά του, τοσοῦτον σμίγει καὶ μὲ τὸν Θεόν.
Καὶ λέγω σας παράδειγμα ἐκ τῶν Πατέρων, διὰ νὰ καταλάβετε τὴν δύναμιν τοῦ λόγου. Κάμετέ μου ἕνα κύκλον εἰς τὴ γῆν, ἤγουν κανένα τίποτες χάραγμα στρογγυλὸν ἀπὸ διαβήτην εἰς τὸ κέντρον.
Κέντρον δὲ λέγεται αὐτὸ τὸ μέσον τοῦ κύκλου. Τοῦτον τὸν κύκλον λογιάσατε, πῶς νὰ εἶναι ὁ κόσμος, αὐτὸ δὲ τὸ μέσον τοῦ κύκλου ὁ Θεὸς. Καὶ ὅσον οἱ ἐπιποθοῦντες νὰ σιμώσουν εἰς τὸν Θεόν, τοσοῦτον κοντεύουν εἰς τὸν Θεόν, καὶ σιμώνουν καὶ ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον. Καὶ ὅσον σιμώνουν εἰς τὸν Θεὸν, σιμώνουν ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ὁμοίως νοήσατε καὶ τὸν χωρισμόν, ὅτι ὅσον μακραίνουν ἀπὸ τὸ Θεόν, τοσοῦτον μακραίνουν καὶ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ἐὰν ἀγαπήσωμεν τὸν Θεόν, ὅσον σιμώνομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τῆς ἀγάπης ὅπου ἔχομεν εἰς Αὐτόν, τοσοῦτον σιμώνουμεν καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ γειτόνου, τοῦ ὅποιου πλησίον· καὶ ὅσον σμίγομεν μὲ τὸν γείτονα, τοσοῦτον σμίγωμεν μὲ τὸν Θεόν.
Εἴθε γιὰ ὅλους μας.
Ἀπὸ τοὺς Λόγους τοῦ Ἀββᾶ Δωροθέου
Ἐπιμέλεια κειμένου π. Γεώργιος Καλαντζῆς