Πνευματικά Κείμενα

Ὁ Χριστὸς μας, γιὰ νὰ συνετίσει τὴν Μάρθα καὶ διὰ τῆς Μάρθας καὶ ὅλους μας, γιὰ νὰ ὑπάρχει μέτρο στὴν μέριμνα τῶν βιοτικῶν, τῆς εἶπε: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς ἐστι χρεία. Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴ μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς» (Λουκ. ι΄ 41).

Αὐτὴ ἡ παραγγελία τοῦ Χριστοῦ μας ἰσχύει γιὰ ὅλους μας, ὥστε ἡ μέριμνα τῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν, νὰ εἶναι «ἐν μέτρῳ», ὅσον χρειάζεται γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησή μας. Τὸ δὲ «ἑνὸς ἐστι χρεία» κατὰ τὴν χριστιανικὴν διδασκαλίαν, εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀξία, εἶναι ἡ μέριμνα πῶς νὰ ἀρέσουμε τοῦ Θεοῦ, ἡ μέριμνα γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας.

Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν μέριμνα τῶν ἀναγκαίων, ποὺ εἶναι ἀναπόφευκτη, διότι εἶναι συγχρόνως τόσον πνευματικὸς, ὅσον καὶ ὑλικὸς. Τὸ σῶμα ἔχει ἀνάγκην τῆς τροφῆς, τοῦ ἐνδύματος κ.λπ. Ὅμως καὶ ἡ ψυχή μας ἡ ἀθάνατη ἔχει ἀνάγκην τῆς σωτηρίας, τοῦ «ἑνὸς ἐστι χρεία». Ἡ πρώτιστη, εἰ δυνατὸν καὶ ἡ ἀπόλυτη, ἡ ἀποκλειστικὴ μέριμνά μας πρέπει νὰ εἶναι πῶς νὰ καθαρίσουμε τὴν ψυχή μας, πῶς νὰ τὴν οἰκειώσουμε μετὰ τοῦ Θεοῦ, πῶς νὰ τὴν προσαρμόσουμε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διότι γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ὅτι ἐδῶ στὴν παροῦσα ζωή, εἴμεθα ξένοι, εἴμεθα παρεπίδημοι· ἁπλῶς φιλοξενούμεθα ἐπάνω στὴ γῆ, καὶ ὁ καθένας μας θὰ χαιρετίσει αὐτὴν τὴν φιλοξενία καὶ θὰ ἀπέλθει εἰς τὰ ἴδια. Καὶ τὰ ἴδια εἶναι ἡ ψυχὴ νὰ ἐπιστρέψει «ὅθεν ἐξῆλθεν». «Καὶ ἐνεφύσησεν -λέγει ἡ Γραφὴ- καὶ ἔγινεν ὁ Ἀδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γεν. β΄ 7). Ἡ ζῶσα ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχὴ εἶναι τὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ ἐμφυσήματός Του, διὰ τῆς ἐνεργείας Του καὶ θὰ ἐπιστρέψει ἐκεῖ, «ὅθεν ἐξῆλθεν».

Ὅταν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου οἰκειωθεῖ μετὰ τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἐναρέτου ζωῆς, τότε εὐφραίνεται, νοιώθει σιγουριά καὶ αἰσθάνεται τὸν Θεὸ μέσα της. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, στὶς περισσότερες περιπτώσεις, πλανᾶται, τοῦ παρουσιάζει ὁ διάβολος μία ὀθόνη μὲ διάφορα ἔργα κι αὐτὸς προσηλώνεται ἐκεῖ, βλέπει μπροστά του τὴν ταινία, καὶ ἀπὸ κάτω τοῦ φεύγει τὸ ἔδαφος, ὁ χρόνος καὶ μὲ ὅ,τι καὶ ἂν ἔχει μπλέξει, ξαφνικὰ καταρρέει σὰν χαρτόσπιτο.

Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς πρέπει νὰ μεριμνήσουμε γιὰ τὴν ψυχή μας, γιὰ τὸ «ἑνὸς ἐστι χρεία». Νὰ μεριμνᾶμε συνέχεια πῶς θὰ καθαρίσουμε τὴν καρδιά μας, τὸν νοῦ μας καὶ θὰ ἀπαλλάξουμε τὴν συνείδησή μας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τὰ ἀόρατα τῆς Ἁμαρτίας, ὥστε, Χάριτι Θεοῦ, νὰ πετύχουμε τὸ «ἑνὸς ἐστι χρεία».
Πρέπει νὰ τὰ φιλοσοφήσουμε πάρα πολὺ σοβαρὰ καὶ νὰ σκεφθοῦμε: «Εἶμαι ἀθάνατη ψυχή, ἔχω συνείδηση, ἔχω Θεό, πάω στὴν κρίση, ἀκολουθεῖ ἀπόφαση αἰώνια ἴσως μέσα σὲ κάποιες στιγμὲς χρόνου. Τί θέλει ὁ Θεὸς ἀπὸ μένα; Νὰ διορθώσω τὸν ἑαυτό μου, νὰ μετανοήσω, νὰ σταματήσω τὴν ἀποστασία μου, νὰ ἐξομολογηθῶ, νὰ κλάψω γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, νὰ χαράξω νέο δρόμο, σωστό δρόμο, φωτεινό, θετικὸ δρόμο, νὰ μὴ κοιτάξω οὔτε δεξιά, οὔτε ἀριστερά, κατ’ εὐθεῖαν πρὸς τὸν Οὐρανό· καὶ τότε καὶ ἂν ἔλθει ὁ θάνατος, δὲν θὰ μὲ ταράξει. Λέγει ἡ Γραφή: «Ἡτοιμάσθην καὶ οὐκ ἐταράχθην». Ὅταν κανείς εἶναι Ἕτοιμος, δὲν ταράσσεται. Ταράσσεται ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἀνέτοιμος.

Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ παρακαλοῦμε τὸν φύλακα ἄγγελο τῆς ψυχῆς μας, νὰ μᾶς βοηθεῖ καὶ νὰ μᾶς φυλάει. Ὅταν ἐμεῖς προσευχώμεθα κι αὐτὸς προσεύχεται μαζί μας. Ὅταν ἐμεῖς ἁμαρτάνουμε, αὐτὸς κάθεται καὶ κλαίει. Ὑπάρχει ἕνα πολὺ ὡραῖο ἱστορικὸ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες.
Ἕνας ἅγιος ἀσκητὴς κατέβηκε νὰ πάει στὴν πόλη, νὰ δεῖ τὸν Ἐπίσκοπο γιὰ κάποια ὑπόθεση τῆς σκήτεως. Ἐκεῖ εἶδε ἕνα νεαρό, ἔξω ἀπὸ ἕνα σπίτι νὰ κλαίει καὶ νὰ ὀδύρεται. Μὲ τὸ διορατικό του, καὶ ἀφοῦ ἀνοίχθηκαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ποὺ κλαίει δὲν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἄγγελος Θεοῦ. Ὁ ἄγγελος ἔκλαιγε ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος πούλησε τὴν ἀθάνατη ψυχή του στὸν διάβολο γιὰ «ἕνα πιάτο φακὴ» κατὰ τὴν Γραφή.
Πρέπει ὅλοι μας νὰ τὰ σκεφθοῦμε σοβαρὰ καὶ νὰ μὴ μᾶς ξεγελᾶ ὁ διάβολος καὶ ἡ ἁμαρτία. Πρέπει νὰ μεριμνήσουμε γιὰ τὴν ἀθάνατη ψυχή μας, νὰ εἴμεθα προσεκτικοί, γιὰ νὰ ἀνακαλύπτουμε τὴν πρώτη καὶ ἀναγκαιότερη ἀρετὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος πῆγε στὸ ὄρος τῆς Νιτρίας στὴν Αἴγυπτο, καὶ ἐρώτησε τὸν πιὸ πνευματικὸ καὶ προοδευμένο γέροντα καὶ τοῦ λέει:
«Ποιά εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρετὴ ποὺ βρῆκες καὶ ποιά εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀξίζει πάνω ἀπ’ ὅλες τὶς ἀρετές;».
Ἀπάντησε ἐκεῖνος: «Βρῆκα τὴν αὐτομεμψία, δηλαδὴ τὸ νὰ κατηγορῶ τὸν ἑαυτό μου καὶ νὰ ρίχνω τὸ βάρος ἐπάνω μου, ὅτι ἐγὼ φταίω “Τὸ μέμφεσθαι ἑαυτόν”».

Ὁ Μέγας Ἀντώνιος λέγει: «Ἂν ὁ ἄνθρωπος ρίξει τὸ βάρος ἐπάνω του, βρίσκει ἀνάπαυση. Τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ τὸ ρίξει στὸν ἄλλον, θὰ βρεῖ ταραχὴ μέσα του».
Δοκιμάστε το σὲ μία περίπτωση, σ’ ἕναν πειρασμό. Πέστε ὅτι ἔφταιξε ἐκεῖνος, ὁ ἄλλος.... Αἰσθάνεσθε ταραχή, ἀνακατωσούρα μέσα σας, στενοχώρια! Ἅπαξ καὶ πεῖς: «Δὲν φταίει ὁ ἄλλος, ἐγὼ φταίω. Ὢπ! σὰν νὰ προσγειώνεσαι σὲ στερεὸ ἔδαφος καὶ δὲν φοβᾶσαι μὴ πέσεις».
Πρέπει, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ἀφοῦ πιάσει τὸ θέμα νὰ ἀγωνισθεῖ ἐσωτερικά. Πρέπει νὰ κατέβει, νὰ ἐντοπίσει τὸ κακὸ στὴν καρδιά, καὶ νὰ πολεμήσει τὸ πάθος. Καὶ τότε πρέπει νὰ δεηθεῖ τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος νὰ πάρει δύναμη νὰ «στραμπουλήξει» τὸ ἐγώ, νὰ βάλει μετάνοια.

Ὅταν τὸ κάνει κανεὶς αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, ἀμέσως νοιώθει μιὰ χαρά, μιὰ ξεκούραση, μιὰ ἐλάφρυνση. Ἐμεῖς ὅμως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, θεωρῶντας ὅτι ὁ ἄλλος φταίει τὸν κατακρίνουμε καὶ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας μὴ σφάλλοντα.
Μᾶς σκοτίζει ἡ ἁμαρτία, μᾶς σκοτίζει ὁ δαίμονας, γιὰ νὰ μᾶς κρατάει ὅλους στὴν κατάκριση. «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε· ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. ζ΄ 1). Χρειάζεται πάρα πολλὴ προσοχὴ στὰ ἔργα μας καὶ νὰ ἀγωνιζώμεθα νὰ ξερριζώσουμε τὸν ἐγωϊσμό, αὐτὸ τὸ φοβερὸ θηρίο, αὐτὸ ποὺ μᾶς φουσκώνει τὸν λογισμὸ ὅτι κάτι φτιάχνουμε, ὅτι εἴμαστε καλοί, ὅτι ἔχουμε ἀρετές, ὅτι ἔχουμε δίκαιο καὶ μᾶς ρίχνει στὴν κατάκριση.
Πρέπει νὰ προσέχουμε πότε πρέπει νὰ μιλήσουμε καὶ τί πρέπει νὰ ποῦμε· «Κάλλιον πεσεῖν ἐξ ὕψους ἢ ἀπὸ γλώσσης». Καλύτερα εἶναι κανεὶς νὰ πέσει ἀπὸ ἕνα ὕψος καὶ νὰ σπάσει τὸ κεφάλι καὶ τὰ πόδια του, τὰ ὁποῖα εἶναι σωματικὰ καὶ θεραπεύσιμα, παρὰ νὰ πέσει ἀπὸ τὴν γλῶσσα, ἡ ὁποία κάνει φοβερὰ σφάλματα καὶ μὲ ἕνα λόγο μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄλλον σὲ ἀπελπισία, ἀκόμη καὶ στὴν αὐτοκτονία ἢ μπορεῖ καὶ μὲ ἕνα λόγο μας νὰ πάρει τὸν δρόμο τῆς ἁμαρτίας.

Πρέπει ἀκόμη νὰ προσέξουμε στὴν καλὴ ἐκμετάλλευση τοῦ χρόνου, νὰ τὸν χρησιμοποιοῦμε κατὰ Χριστὸν γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ὅταν τὸν χρόνο τὸν σπαταλάμε ἔτσι ἄσκοπα καὶ χωρὶς κέρδος πνευματικό, νὰ σκεπτώμεθα τὸν Θεό, νὰ λέμε τὴν εὐχὴ καὶ νὰ διώχνουμε τοὺς κακοὺς λογισμούς.
Θὰ βρεθοῦμε στὸ δικαστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ τότε εἶναι τὰ πράγματα ἀσυγχώρητα καὶ ἀδιόρθωτα πλέον. Τώρα ἔχουμε ὡς εὐλογία τοῦ Θεοῦ τὸ ὅτι ζοῦμε καὶ ἔχουμε τὸ δικαίωμα τῆς μετανοίας, ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ διορθώσουμε τὸ ποινικό μας καὶ νὰ κάνουμε φωτεινὴ τὴν ζωή μας, ὅσο ἀναπνέουμε, ἔχουμε χρόνο, ποὺ δὲν ἔχει ἔλθει ὁ θάνατος.

Καὶ γενικῶς νὰ γνωρίζουμε ὅτι δὲν ἔχουμε τίποτε στὴν ἐξουσία μας· οὔτε τὸν ἑαυτό μας, οὔτε τὴν γυναίκα μας, οὔτε τὰ παιδιά μας, οὔτε τὸν πλοῦτο, οὔτε τὴν ὑγεία, τίποτα. Ὅλα εἶναι ἐπισφαλῆ, ὅλα κρέμονται σὲ μιὰ κλωστή, διότι ὁπωσδήποτε θὰ τὰ χάσουμε ὅλα μετὰ τὸν θάνατο.
Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ μόνον βέβαιον, ὁ Μόνος, ὁ Ὁποῖος ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο πέραν τοῦ θανάτου. Μᾶς ἐπισκέπτεται συνέχεια· πότε μὲ τὴν ἀσθένεια, πότε μὲ τὴν θλίψη, πότε μὲ διάφορες δοκιμασίες, χτυπᾶ τὴν πόρτα ἑκάστου ἀνθρώπου καὶ λέγει: «Ἄνοιξέ μου τὴν πόρτα νὰ μπῶ μέσα, καὶ θὰ σὲ κάνω εὐτυχῆ, θὰ σὲ κάνω συγκληρονόμο μου». Ἐμεῖς ἀμπαρώνουμε καλὰ-καλὰ τὴν πόρτα καὶ δὲν καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς χτυπάει σωτήρια. Ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ Τοῦ ἀνοίξει καὶ νὰ ἐπιστρέψει διὰ τῆς μετανοίας στὸν Θεό.

Ὁ Θεὸς δὲν θέλει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἀνταμοιβὴ καὶ ἀντίκρυσμα, γιὰ ὅ,τι τοῦ ἔχει χαρίσει ἡ Ἀγάπη Του. Ἑκατομμύρια νὰ εἶναι τὰ ἁμαρτήματα τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι μηδέν. Δὲν ὑπάρχει ἁμάρτημα ποὺ νὰ νικᾶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἐπιστρέψει τὸ παιδὶ διὰ τῆς μετανοίας στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα, ὅλα ἔληξαν μπροστὰ στὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Οὐρανός, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι ἀνοικτή. Ἀφ’ ἧς στιγμῆς ὁ Χριστός μας ἐξέπνευσε ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν, μὲ τὴν ἐκπνοή Του ὁ Παράδεισος ἄνοιξε διάπλατα. Μέχρι τὴν στιγμὴ ἐκείνη, ἡ πύλη τοῦ Οὐρανοῦ, ἡ πύλη τοῦ Παραδείσου, ἡ πύλη τῆς Ἄνω Ἱερουσαλὴμ ἦταν κλειστή. ὁ Χριστός μας ἁπλώνοντας τὰ ἄχραντα χέρια Του, ἀνοίγοντας τὴν ἀγκαλιά Του ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρὸν ἀγκάλιασε ὅλο τὸ ἀνθρώπινον γένος, γιὰ νὰ τοῦ χαρίσει τὴν αἰώνια ζωή.
Αἰώνια ζωή εἶναι ζωὴ κοντά στὸν Θεό. Εἶναι ἀμύθητος πλοῦτος καὶ εὐτυχία, ποὺ δὲν συλλαμβάνεται μὲ τὸν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου. Ἄνθρωποι ποὺ πῆγαν στὸν Οὐρανὸ καὶ γύρισαν, μᾶς εἶπαν πολλά. Ἡ ἰσχυροτέρα ὅμως μαρτυρία εἶναι ἀπὸ τὸν ἁγιώτατον ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ εἶδε ὅτι ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεὸς τόσα ἀγαθά, ὅσα δὲν μπορεῖ νὰ τὰ συλλάβει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου· «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α΄ Κορ. β΄ 9). Μιὰ τέτοια ζωὴ περιμένει τὸν ἄνθρωπο, ποὺ οὔτε ὁ νοῦς συνέλαβε οὔτε ἡ καρδιά του ἔχει αἰσθανθεῖ τὴν εὐτυχία της. Ἑπομένως ἀξίζει ὁ κόπος. Εἶναι ἄξια τὰ παθήματα τοῦ «νῦν καιροῦ» ἐμπρὸς εἰς τὴν μέλλουσαν δόξαν, ἡ ὁποία θὰ ἀποκαλυφθεῖ στὰ παιδιά τοῦ Θεοῦ. Καὶ κάθε ἄνθρωπος ποὺ θὰ σωθεῖ, θὰ εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ καὶ κληρονόμος τῆς Βασιλείας Του.

Ὁ διάβολος μᾶς τραβᾶ πίσω μὲ τὶς μέριμνες, ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄγγελος φύλακας μᾶς σπρώχνουν μπροστά. Τώρα σὲ ὅποιον θὰ κάνουμε ὑπακοή, ἐκεῖ καὶ θὰ πᾶμε. Αὐτὰ μᾶς διδάσκουν τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Ἂς μὴ μᾶς πνίξει ἡ μέριμνα τοῦ βίου. Ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε ξεκάθαρα: «ἑνὸς ἐστι χρεία». Ἂς ἀποθέσουμε τὴν μέριμνα τοῦ βίου κυρίως εἰς τὴν καλλιέργειαν τῆς ψυχῆς μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἄλλος δρόμος, ἄλλο μονοπάτι δὲν ὑπάρχει. Ὁ καθένας μας θὰ πεθάνει, κι ἑπομένως θὰ περάσει ἀπὸ τὸ ἀδέκαστο δικαστήριο.
Ἂς παρακαλοῦμε νὰ μᾶς δώσει ὁ Θεὸς χάρη, νὰ μᾶς δὠσει βοήθεια καὶ νὰ μᾶς στείλει φώτιση, δύναμη, νὰ ἀξιωθοῦμε αὐτῆς τῆς ἁγίας μερίμνης, ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει μὲ ἐπιτυχία, νὰ περάσουμε μέσα εἰς τὸν Παράδεισον τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φύγουμε τὴν κόλαση.
Ἐπιστροφὴ κατ’ εὐθεῖαν στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα! Κι ἀμέσως ὁ Θεὸς θὰ μᾶς πλύνει, θὰ μᾶς καθαρίσει, θὰ μᾶς ἐνδύσει μὲ τὴν Χάρη Του, θὰ μᾶς δώσει τὸν «μόσχον τὸν σιτευτόν», θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν Τράπεζα τῆς Ἐκκλησίας, θὰ μᾶς δώσει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του καὶ θὰ γίνουμε ἕνα μὲ τὸν Χριστὸ. Καὶ τότε ὁ διάβολος δὲν θὰ ἔχει κανένα δικαίωμα πλέον ἐπάνω μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐναντιωθεῖ στὴν ἀλήθεια αὐτὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Νὰ εὐχώμεθα στὴν προσευχή μας νὰ μᾶς δώσει ὁ Θεὸς μετάνοια κι ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν ἀποστασίαν μας, ὥστε νὰ ἐλπίζουμε σὲ τέλος ἀγαθόν, χριστιανικόν, ἀνώδυνον, χωρὶς αἰσχύνην, ἐνώπιον τοῦ Δικαίου Κριτοῦ καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει τῆς Βασιλείας Του. Ἀμήν.

(Ἀπὸ ὁμιλίες τοῦ ἀειμνήστου π. Ἐφραίμ τῆς Ἀριζόνα)
Διασκευὴ κειμένου π. Γεώργιος Καλαντζῆς

άγιος γεράσιμος

Ἀπολυτίκιον 

Τῶν Ὀρθοδόξων προστάτην καὶ ἐν σώματι ἄγγελον, καὶ θαυματουργὸν θεοφόρον νεοφανέντα ἡμῖν, ἐπαινέσωμεν πιστοὶ θεῖον Γεράσιμον· ὅτι ἀξίως παρὰ Θεοῦ ἀπείληφεν, ἰαμάτων τὴν ἀέναον χάριν· ῥώννυσι τοὺς νοσοῦντας, δαιμονῶντας ἰᾶται· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα. 

 Ο Ναός μας πανηγυρίζει στις 20 Ὀκτωβρίου