Ενοριακές συνάξεις-Ομιλίες

Ἡ ἡμέρα τὸ ἐπιβάλλει ἡ ἐνασχόλησις σήμερα νὰ εἶναι περὶ τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς.

Ὑπαπαντή: Ἑλληνικὴ λέξις σημαίνουσα ὑποδοχή. Ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς καὶ λειτουργικῆς ἀπόψεως τὰ γεγονότα ἔχουν ὡς ἑξῆς: Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι μία τῶν ἀρχαιοτέρων Δεσποτικῶν ἑορτῶν τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας (ἤρχισεν νὰ ἐορτάζηται ἐν ἔτει 545, τὴν 2αν τοῦ Φεβρουαρίου), εἰς ἀνάμνησιν τῆς προσαγωγῆς τοῦ Θείου Βρέφους εἰς τὸν ναὸν ὑπό τῆς Παναχράντου Μητρός Του, κατὰ τὴν 40ὴν ἡμέραν ἀπό τῆς Γεννήσεώς Του καὶ τῆς ὑπαπαντῆς (ὑποδοχῆς) Αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ εὐλαβοῦς καὶ Δικαίου Συμεών, κατὰ τὴν διάταξιν τοῦ σκιώδους καὶ παλαιοῦ Νόμου, ἤτοι κατὰ τὸν Νόμον τοῦ Μωυσέως, ὅτι «πᾶν ἄρσεν πρωτότοκον διανοῖξαν μήτραν ἔσται ἀφιερωμένον τῷ Θεῷ, καὶ τὴν νενομισμένην θυσίαν-προσφορὰν προσενέγκῃ: ζεῦγος τρυγόνων ἤ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν». (Τὸ ποιὸς ὁ λόγος ἡ προσφορὰ νὰ εἶναι τρυγόνια ἢ περιστέρια ἄς τὸ ἀφήσουμε γιὰ ἄλλοτε).

Εἰς τὴν Ὑπαπαντήν, λόγους συνέγραψαν πολλοὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, πλέον τῶν 15. Ἐμεῖς σήμερα μὲ τὴν χάριν τοῦ Θείου Βρέφους καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Ἁγίας Μητρός Του καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, τοῦ διακόνου Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου, τοῦ Μακαρίου Σκορδίλη ἤ Κωφοῦ, θὰ προσπαθήσουμε νὰ προσεγγίσουμε κάπως μερικὰ ἀπὸ τὰ πολλαπλὰ μηνύματα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς.

Ὅταν οὗτος ὁ δίκαιος Συμεὼν ἐδέχϑη τὸν Χριστὸν εἰς τὰς ἀγκάλας του, εἶπε «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφϑαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐϑνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ». Τὰ λόγια τοῦ δικαίου Συμεὼν τοῦ Θεοδόχου δίνουν πολλὰ μηνύματα. Δηλαδή, τώρα μὲ ἐλευϑέρωσες, Δέσποτα, ἀπὸ τὴν σύγχυσιν τοῦ κόσμου καὶ ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς αὐτοῦ, ἂς ἀποϑάνω λοιπὸν μὲ εἰρήνην νὰ ἐλευϑερωϑῶ ἀπὸ τὸ γῆρας, καὶ ἀπὸ τὸν πεπλανημένον τοῦτον κόσμον, «Ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».

Εἶναι ἕνα μήνυμα ἀναγκαῖον γιὰ τὶς ἡμέρες μας, ἡ σημασία τοῦ σωματικοῦ θανάτου καὶ τοῦ ὅντως θανάτου τοῦ πνευματικοῦ.
Ἀντὶ ὁ πνευματικὸς θάνατος νὰ εἶναι ὁ φόβος καὶ τρόμος μας (φόβος καὶ τρόμος περὶ τοῦ ἀληθινοῦ θανάτου-τοῦ θανάτου τῶν ὀψωνίων τῆς ἁμαρτίας γιὰ μᾶς, φόβος καὶ τρόμος ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας εἶναι τοῦ σωματικοῦ θανάτου, τοῦ σωματικοῦ θανάτου τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας), ποὺ ἀντὶ γιὰ φόβο νὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ ‘μεῖς «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου Δέσποτα ἐν εἰρήνη».

Καλὴ κι εὐλογημένη χρονιὰ σὲ ὅλον τὸν κόσμο.

Εὑρισκόμεθα στὸ ἑορταστικὸ κλῖμα τῶν Χριστουγέννων καὶ ὅλου τοῦ Δωδεκαημέρου, τοῦ νέου ἔτους καὶ τῶν Θεοφανείων, καὶ δὲν ἔχουμε ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τοὺς φόβους μας ποὺ ὁ καθένας μας ἀντιμετωπίζει γιὰ τὶς γενικὲς καὶ τὶς προσωπικές δυσκολίες. Παρὰ ταῦτα, καὶ ἐνῶ δὲν ἔχουμε ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τοὺς φόβους, κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μὴν ἔνοιωσε ὁλόκληρο τὸ βάθος τῆς εὐλογίας τῶν Χριστουγέννων καὶ νὰ μὴν βίωσε τὸ «ἔνθα ὁ ἦχος τῶν ἑορταζόντων καὶ ἡ ἀπέραντη ἡδονὴ τῶν καθορώντων τοῦ Σοῦ προσώπου τὸ κάλλος τὸ ἄρρητον», καὶ νὰ μὴν ποτνιάστηκε ἐκ τῆς παλιγενεσίας ὡς ἠξιώθη ὁ Χριστοτερπής λαός, ὅμως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ζήσαμε κάτι ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, εἴτε ὡς χαρὰ εὐχαριστοῦντες, εἴτε ὡς δάκρυ πόνου παραπονούμενοι.
Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι προτοῦ παρέλθει ἡ ἐπιρροὴ ἀπὸ τὰ ἑορταστικὰ γεγονότα, νὰ μετατραποῦν οἱ ὅποιες ἐπιρροὲς καὶ τὰ ὅποια γεγονότα σὲ διαχρονικὰ βιώματα καὶ διαχρονικὲς ἀποφάσεις.

Τὰ Χριστούγεννα, μὲ μία λέξη, μὲ μία φράση, εἶναι ἡ νέα ἀνθρωπότητα. Ἡ γέννηση τοῦ νέου τύπου ἀνθρώπου. Ἔχουμε νέα δημιουργία. Νέα πλάση, μὲ γνώρισμα τὴν ἀπόλυτη ταπείνωση. «Καινούργιος κόσμος μέσα στ᾿ ἄχυρα γεννιέται», λέει ὁ ποιητής τῶν καιρῶν μας. Ἐπειδὴ ὁ πρῶτος Ἀδάμ μὲ ὑπερηφάνεια καὶ ἀποστασία συμπαρέσυρε ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων στὴν ἀποστασία, στὴν χωρὶς Θεὸ ζωή, στὴν ἀπώλεια, ἔρχεται τώρα διὰ τοῦ Νέου Ἀδὰμ, τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ θεραπεία τοῦ κόσμου. Ἡ ἀναγέννηση τοῦ κόσμου. Ἡ ἀνάπλαση τοῦ κόσμου.

Τὰ Χριστούγεννα, ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Λόγου, τὸ ὅτι ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, εἶναι ἡ προϋπόθεσις γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Εἶναι ἡ ἀνόρθωσις καὶ ἀνακαίνισις τῆς ἀποτυπωμένης βασιλικῆς εἰκόνας τῆς θείας μεγαλειότητος στὸν ἄνθρωπο (τὸ «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν»), ἡ ὁποία ἦταν ἀμαυρωμένη καὶ θαμμένη, καὶ ἡ εὕρεσίς της γίνεται αἰτία χαρᾶς καὶ τῶν ἀγγελικῶν Δυνάμεων (ὁσάκις ἐν μετανοία πραγματώνεται ἡ εὔρεσις, ἡ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Χριστό).

Μὲ ἀφθάστου ὕψους ποιητικὲς καὶ πνευματικὲς ἐκφράσεις ἡ Ἐκκλησία ὑμνεῖ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεός, χωρὶς νὰ παύσῃ νὰ εἶναι ὅ,τι εἶναι, εἰσέρχεται ὁλόκληρος στὴ χρονικὴ καὶ τοπικὴ σχετικότητα, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν πτῶση τῶν πρωτόπλαστων. Διότι πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, ἡ ὁρατὴ κτίσις καὶ ἡ κορωνίς της, ὁ ἄνθρωπος, δὲν ἦταν ὑποταγμένη στὴ ματαιότητα καὶ τὴ φθορά, στὸν περιορισμὸ τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου, ἀλλὰ ὑπαγόταν στοὺς νόμους τῆς Θείας κυριαρχίας καὶ ἀνέπνεε στὸν ἀέρα τῆς Θείας μακαριότητος.

Ἡ ἀπολύτρωσις τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μέσα στὴν οἰκονομία τῆς Θείας ἐνανθρωπήσεως ἄρχισε ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Μητέρα Του, ἀπὸ τὴν ὁποίαν «ἐδανείσθη σάρκα ὁ πλουτῶν τὰ σύμπαντα».