Ὁμιλία 20/6/2023
Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, γόνος τῆς Θεσσαλονίκης, γεννήθηκε τὸ 1332 ἤ 1323 καὶ ἀπεβίωσε τὸ 1392. Ἡ μετριοπάθεια καὶ ἡ μειλιχιότης του συντέλεσαν, ὥστε κατὰ τοὺς χρόνους του νὰ ἐπισκιασθῆ ἀπὸ ἄλλους θεολόγους, ἐνῶ ἐκτιμᾶται γενικῶς ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς στερεότερους παράγοντας τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδοξοτέρους μυστικοὺς τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν αὐτὴ τὴν ἐποχὴ «μητρόπολις τῆς φιλοσοφίας» καὶ διακρινόταν γιὰ τὶς ἀξιόλογες σχολές της, τοῦτο ὅμως δὲν ἀπέτρεψε τὸν ἅγιο Νικόλαο ἀπὸ τὸ νὰ ἀναχωρήση, ἔφηβος ἀκόμη, στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ συνέχιση τῶν σπουδῶν του.
Κατὰ τὴ ἔναρξη τοῦ ἐμφυλίου πολέμου μεταξὺ Καντακουζηνοῦ καὶ Ἰωάννου Παλαιολόγου (1341), λόγῳ νεαρᾶς ἡλικίας, ὁ ἅγιος Νικόλαος δὲν ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος.
Μετὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Καντακουζηνοῦ, τὸ 1347, ὁ ἅγιος Νικόλαος προσκλήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ τὸ Δημήτριο Κυδώνη, καὶ ἔκτοτε ἀρχίζει τὸ πολιτικό του στάδιο. Ὁ αὐτοκράτωρ ἐξετίμησε τόσο πολὺ τὶς ἱκανότητες τοῦ νέου, ὥστε τὸν κατέστησε, μαζὶ μὲ τὸν Κυδώνη, κύριο σύμβουλό του.
Ἡ ψυχρότης στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν αὐτοκρατόρων, τῶν δύο Ἰωάννων, Καντακουζηνοῦ καὶ Παλαιολόγου, συνεχιζόταν πάντοτε.
Ἡ Σύνοδος τοῦ 1351, ὅπου ἐθριάμβευσε ὁριστικῶς ἡ ἡσυχαστικὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, προεκάλεσε νέα διάσταση. Ἔκτοτε ὁ Κυδώνης ἔκλινε πρὸς τὸν Παλαιολόγο καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος πρὸς τὸν Καντακουζινό. Οἱ λόγοι αὐτῆς τῆς διαφοροποιήσεως ἦσαν δογματικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοπολιτικοί.
Στὸ δογματικὸ θέμα ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ἀποδέχθηκε τὸν ἡσυχασμό, ἀλλὰ μὲ τὴ μετριοπάθεια ποὺ τὸν ἐχαρακτήριζε πάντοτε, ἐνῶ ὁ Κυδώνης ἐκδηλώθηκε κατὰ τοῦ ἡσυχασμοῦ.
Ἔπειτα στὸ θέμα τῶν σχέσεων μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ὁ ἅγιος Νικόλαος τάχθηκε ὑπὲρ τῆς προσεγγίσεως μέν, ἀλλὰ χωρὶς ὑποχωρήσεις, δογματικὲς ἢ ἐκκλησιολογικές, ἐνῶ ὁ Κυδώνης ὑπεδείκνυε τὴν χωρὶς ὄρους ἕνωση μὲ τὴν Ῥώμη. Ὁ Καντακουζηνὸς ἦταν πεπεισμένος ὅτι τὸ θέμα τῶν σχέσεων αὐτοῦ τοῦ εἶδους ἀνήκει στὴν ἁρμοδιότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό, ἐπρότεινε σύγκλιση Οἰκουμενικῆς Συνόδου μὲ συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων, Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, σὲ ἕναν ἐνδιάμεσο τόπο, μὲ βάση τὶς συμβουλὲς τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα, ἀλλὰ καὶ τοῦ Νείλου Καβάσιλα, θείου τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, ποὺ ὡς λαϊκὸς ἔφερε καὶ αὐτὸς τὸ ὄνομα Νικόλαος.
Τὴν περίοδον ποὺ ἐπικράτησε ὁ Ἰωάννης Παλαιολόγος, στὴ μὲν ἐξωτερικὴ ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ ἐπικρἀτησε ἡ φιλενωτικὴ γραμμή –ὁ αὐτοκράτωρ Ἰωάννης ὁ Ε΄ καὶ ὁ σύμβουλός του Δημήτριος Κυδώνης προσχώρησαν στὸν Ρωμαιοκαθολικισμό, στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ὑπῆρξε ρῆγμα, οὔτε κἂν κατορθώθηκε νὰ ἀπορριφθῆ ὁ ἡσυχασμός πέραν ὁλίγων διανοουμένων δὲν ἔπεισαν καμμία μερίδα τοῦ λαοῦ.
Μετὰ τὸ 1354 ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας δὲν φαίνεται νὰ ἀσχολήθηκε μὲ τὰ πολιτικά, ἀσχολήθηκε ὅμως μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ στὸ πλευρὸ τοῦ πατριάρχου Φιλοθέου (1353-1355, 1364-1376).
Δὲν εἶναι γνωστὸ ἂν ὁ ἅγιος Νικόλαος εἶχε λάβει ἱερατικὴ χειροτονία, ἂν καὶ οἱ γνώσεις του καὶ ὁ τρόπος ἐκφράσεως στὰ δύο κύρια συγγράμματά του προϋποθέτουν κληρικὴ ἰδιότητα. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ θεωρηθῆ βέβαιο εἶναι ὅτι ἦταν μοναχὸς.
Ἀπέθανε ἤρεμα καὶ διακριτικά, ὅπως ἔζησε σ’ ὅλη του τὴ ζωή, γύρω στὸ 1392. Ἡ ἐκτίμησις τῆς Ἐκκλησίας γενικώτερα, ὑπῆρξε πάντοτε βαθεία, ὅπως δείχνει ἡ εὐρεία διάδοσις τῶν συγγραμμάτων του. Ἡ ἀναγραφὴ, ὅμως, στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔγινε ἐντελῶς πρόσφατα, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1983, κατόπιν ἐνεργειῶν καὶ εἰσηγήσεως τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονος Β΄ καὶ ἡ μνήμη του ὁρίστηκε νὰ τελεῖται τὴν 20ην Ἰουνίου.
Συγγράματα
Τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα εἶναι ἀπὸ τὰ καλύτερα προϊόντα τῆς θρησκευτικῆς γραμματείας καὶ διακρίνονται γιὰ τὴ χάρι, τὴ ζωντάνια, τὴν πειθώ, τὴ δύναμη, πρὸ πάντων δὲ γιὰ τὴ γνησιότητα τοῦ ὀρθοδόξου θρησκευτικοῦ φρονήματος.
Ἡ λειτουργικὴ ζωὴ εἶναι τὸ κύριο θέμα γύρω ἀπὸ τὸ ὁποίο πλέκεται ὅλη σχεδὸν ἡ συγγραφικὴ παραγωγὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα.
Τὸ πρῶτο ἀπὸ αὐτὰ φέρει τὸν τίτλο Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀκολουθώντας τὴν πορεία τῆς λειτουργίας τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, μὲ ὁλίγες ἀναφορὲς καὶ στὴν λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, θεωρεῖται ἀπὸ τὰ σημαντικώτερα.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος γνωρίζει ὅλη τὴν προγενέστερη ἑρμηνευτικὴ παράδοση, τὴν χρησιμοποιεῖ δίδοντας προσοχὴ κυρίως στὸν ἅγιο Διονύσιο, ἀλλὰ ἐνεργεῖ αὐτοτελῶς καὶ ἐργάζεται πρωτοτύπως.
Ἡ Θεία Λειτουργία γι’ αὐτὸν, ὅπως γιὰ ὅλη τὴν ὀρθοδοξία, εἶναι ἡ προσφορὰ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὁ δὲ Χριστὸς εἶναι συχρόνως θύτης, θύμα, προσδεχόμενος. Ἀπὸ αὐτὸ ξεκινᾶ γιὰ νὰ τονίσει ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ βασικὴ ὁδὸς γιὰ τὴν πνευματικὴ μετάπλαση τῶν πιστῶν καὶ μεταποίηση τοῦ κόσμου.
Στὸ ἔργο «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» προσφέρει μία ἀνατομία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὴν ὁποία τοποθετεῖ στὰ πλαίσια τῆς Ἐναθρωπήσεως καὶ δηλώνει ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπὸ δύο παράγοντες, τὸ θεῖο καὶ τὸν ἀνθρώπινο. Ἡ προσφορὰ τοῦ θείου παράγοντος, πραγματοποιούμενη διὰ τῶν μυστηρίων. Ἡ προσφορὰ τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς νοήσεως καὶ διὰ τῆς βουλήσεως, τῆς συγκαταθέσεως.
Διδασκαλία
Ἡ σκέψις τοῦ ἁγίου Νικολάου στρέφεται συνεχῶς γύρω ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Σωτηρίας καὶ τῆς ἑνώσεως μὲ τὸ Θεό. Ἐγνώριζε ἄριστα ὅλη τὴν πνευματικὴ παράδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐνῶ δὲν ἐξαρτιόταν πλήρως ἀπὸ καμμία γραμμὴ σκέψεως. Τὴ γραμμὴ τὴ καθορίζει μόνος του καὶ ἡ ὁποία εἶναι ἀπολύτως ὀρθόδοξος κὰι ἐξόχως ἐλκυστική.
Σκοπὸς τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος κατὰ τὴν ἄποψη τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα εἶναι ἡ ἕνωσις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Αὐτὴ ὑπῆρξε ἀπὸ τὴν ὤρα τῆς πλάσεώς του ἡ προοπτικὴ καὶ σ’ αὐτὸ ἀπέβλεπε ἡ συγκρότησίς του. (Ἐπλάσθη κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ καθ’ ὁμοίωσιν. Ἀλλὰ μὲ τὴν παρακοὴ -κακὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας του- ἀμαυρώθηκε τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ κατεστράφη τὸ καθ’ ὁμοίωσιν καὶ συμπαρέσυρε καὶ τὴν κτίσιν σὲ φθορά).
Ἡ μετάπλασις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἐπραγματοποιήθηκε διὰ μέσου ὅλων τῶν φάσεων τῆς Ἐνανθρωπήσεως καὶ τοῦ Πάθους εἰς τὸ ὁποῖον δίδεται ἰδιαιτέρα ἔμφασις. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο προέκυψε, ἀπὸ τὴν ἀνανεωτικὴ αὐτὴ πορεία, εἶναι ἡ νέα ζωή, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή. Γιὰ τὴν ἐξασφάλισή της, ἀπαιτεῖται διπλὴ προσφορά, τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ νέα ζωὴ προσφέρεται διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ Μυστήρια, στὰ ὁποῖα ἐπαναλαμβάνεται, συμβολικῶς καὶ πραγματικῶς μαζί, ὅλη ἡ πορεία τῆς Ἐνανθρωπήσεως, τῆς Γεννήσεως, τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Τὰ Μυστήρια ἐνοικίζουν ἐμᾶς στὸ Χριστό, καὶ τὸ Χριστὸ σ’ ἐμᾶς. «Τῷ Χριστῷ μὲν ἡμᾶς, ἡμῖν δὲν τὸν Χριστὸν ἐνοικίζει» (Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, 4, 50). Ἡ ἁγιάζουσα ὅμως χάρις εἶναι κάτι ποὺ ἐνσταλάζεται προσωπικὰ στὸν κάθε ἄνθρωπο, μὲ τὴ συνεργία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου.
Ἡ ἀποστασία ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ἀνυπαρξία, ἡ συνύπαρξις μὲ τὸν πονηρὸ σημαίνει πνευματικὸ θάνατο. Ἐνῶ ἀληθινὴ ζωὴ σημαίνει συνύπαρξις, συν-ενοίκησι μὲ τὸν Θεόν, ποὺ εἶνια Ἀγάπη καὶ Ζωὴ. Ἡ ἀγάπη, ἡ δύναμις ποὺ σ’ ὅλες τὶς περιπτώσεις συνάπτει τὶς διαφοροποιημένες ὑποστάσεις, δένει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό, ὥστε νὰ ζῆ μόνο γι’ Αὐτόν, νὰ ἀγαπᾶ μόνο Αὐτόν, νὰ χαίρεται μόνο μὲ Αὐτόν, ἔτσι ἀποκτᾶται ἡ ἐν Χριστῷ ζωή (Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, 7, 43).
Ἡ πνευματικὴ ζωὴ ἐπιτυγχάνεται καὶ στὴν κοσμικὴ κοινωνία καὶ ὄχι μόνον στὸ ἡσυχαστικὸ κελλί, χωρὶς νὰ ἀπαιτεῖται ἀλλαγὴ τόπου, τροφῆς, ἐνδυμασίας, ρυθμοῦ βίου. Ἐπιτυγχάνεται μέσα στὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο ἀνύψωσε ὁ Ἐνανθρωπήσας Χριστός, διὰ τῆς ἐν αὐτῷ ἐνοικίσεως.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡνωμένος μὲ τὸ Χριστό, ψυχὴ μὲ ψυχή, σῶμα μὲ σῶμα, αἷμα μὲ αἷμα, τοῦ προσφέρει τὴν ἀνέκφραστη ἀγάπη καὶ τὴν πλήρη εἰρήνη. Ἡ εἰρήνη καὶ ἡ Ἀγάπη καθιστᾶ τοὺς πολλοὺς ἕναν (Ἑρμηνεία Θείας Λειτουργίας, 12, 8). Ἡ ἐμπειρία τῆς ἑνώσεως μὲ τὸ Χριστό, τῆς ἀδιατάρακτης ἀγάπης πρὸς τοὺς συνανθρώπους καὶ τῆς πλήρους συνδιαλλαγῆς μὲ τὸν ἑαυτό μας, εἶναι ἡ πραγματικὴ ζωή.
Τέτοια καὶ τόσο μακαρία εἶναι ἡ ζωὴ τῶν Ἁγίων, τώρα μέν, ὅπως εἶναι φυσικό, καρπώνονται μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ πίστη τὴ μακαριότητα, ὅταν δὲ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, θὰ εἶναι τόσο ἀνωτέρα, ὅσο ἡ ἐλπὶς εἶναι τελειοτέρα ἀπὸ τὴν ἀπόκτηση αὐτουσίων τῶν πραγμάτων καὶ ἡ πίστις ἀπὸ τὴν καθαρὰ θεωρία τοῦ ἀγαθοῦ.
Αὐτῆς τῆς ζωῆς προσφορὰ μὲν τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ «πνεῦμα υἱοθεσίας», ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται ἡ τελεία ἀγάπη καὶ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἐλευθέρα βούλησι καὶ δι’ αὐτῶν ρυθμίζεται ἡ μακαρία ζωή.
Αὐτὸς ἐπέτρεψε νὰ λάβουν μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τὴν τελείαν Ἀγάπην, τὴν συνοίκησιν μετ’ Αὐτοῦ καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔδωσε ἐξουσία νὰ γίνουν τέκνα Θεοῦ», τῶν τέκνων δὲ γνώρισμα εἶναι ἡ τελεία ἀγάπη, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶναι μακριὰ κάθε φόβος.
Ἰδική μας προσφορὰ εἶναι ἡ διάσωσις τῆς ἀγάπης. Δὲν ἀρκεῖ τὸ ν’ ἀγαπήσης μόνο καὶ τὸ νὰ δεχθῆς τὸ βίωμα, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ τὸ συντηρήσης καὶ νὰ προσθέτης τὰ ξύλα στὸ πῦρ, ὥστε νὰ διατηρεῖται. Γίνεται αὐτὸ τὸ πράγμα ὅταν ἔχουμε ἐμπηγμένη στὴν γνώμη μας τὴν ἀγάπη καὶ ὅταν βαδίζωμε μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ διατηροῦμε τοὺς νόμους τοῦ Ἀγαπημένου. Γένοιτο!
Ἐπιμέλεια-Διασκευὴ κειμένων π. Γεώργιος Καλαντζῆς