Ὁμιλία 14/2/2023

Χθές, χάριτι Θεοῦ, ζήσαμε μιὰ πανηγυρικὴ ἀγρυπνία, μὲ τὴν ἀφορμὴ τῆς ἑορτῆς τῶν ἁγίων Ἀκύλα καὶ Πρισκίλλης. Ἕνα ἀληθινὰ ἐρωτευμένο ζευγάρι καὶ ἀφιερώσαμε στὴν μνήμη τους καὶ τὸ φυλλάδιο τῆς Δανειστικῆς Βιβλιοθήκης τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου, μὲ κύρια ἀναφορὰ στὴν ἐνσυνείδητη ζωντανὴ-ὀντολογικὴ ἐμπειρία μετὰ τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ.
Ἄν μελετήσουμε ὅποια συναξάρια, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὅλοι οἱ Ἅγιοι, Μάρτυρες, Ὅσιοι, Ἱεράρχες, διακατέχονται ἀπὸ ζῶσαν-ἀγαπῶσαν καρδίαν, πρωτίστως πρὸς τὸν Θεόν, ἀλλὰ καὶ πρὸς ὁποιοδήποτε ἄλλο πρόσωπο, πρᾶγμα ἢ κατάστασιν, τὰ πάντα χαίρονται καὶ τὰ πάντα ἀγαποῦν, μὲ τὸ νὰ ἀναφέρονται εἰς Ἐκεῖνον μὲ τὸ «πάντοτε χαίρετε, ἐν παντὶ εὐαριστεῖτε», εἶναι ἐρωτευμένοι μὲ ὅλα, ἐφ’ ὅσον στὰ πάντα εἶναι τὸ θέλημά Του.
Σήμερα ἑορτάζουμε τὸν ἅγιο Αὐξέντιο (ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ 408-450μ.Χ.), μεγάλος Ἅγιος, ἡ ζωή του ὅλη μιὰ συνεχὴς τελεία προσφορὰ ἀγάπης κὰι χαρᾶς, βίωνε αὐτὸ ποὺ ὁ ἅγιος Συμεὼν περιγράφει στὸν ὕμνο του:

Σὺ ἐπίστασαι, ὅτι σὲ μόνον ἔχω καὶ
Ζωὴν καὶ λόγον καὶ γνῶσιν καὶ σοφίαν,
Σωτῆρα Θεὸν καὶ προστάτην ἐν βίῳ
Καὶ ἀναπνοὴν τῆς ταπεινῆς ψυχῆς μου,
Σὺ εἶ ἐλπίς μου, σὺ εἶ ἀντίληψίς μου,
Σὺ ἡ σκέπη μου, σὺ ἡ καταφυγή μου,
Σὺ τὸ καύχημα, ὁ πλοῦτος μου, ἡ δόξα.

Βλέπουμε ἐδῶ πόσο ἡ χριστολογικὴ εὐσέβεια τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ἔχει ἐφαρμογὴ στὸ βίωμα ὅλων τῶν Ἁγίων καὶ στοὺς ἁγίους μας Ἀκύλα καὶ Πρίσκιλλα, ἁπλῆ καὶ μοναδικὴ στὴν πηγή της, εἶναι πλούσια στὸ θεολογικὸ της περιεχόμενο, στὶς ἐκφάνσεις της καὶ στὶς συναισθηματικές της κλιμακώσεις. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι προέρχεται ἀπὸ ἐμπειρία μετὰ τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Χριστὸς μας, ἀντικείμενο τῶν ἐμπειριῶν τῶν Ἁγίων, εἶναι ὁ Ὤν, ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου, ὁ ὁμοούσιος τῷ Πατρί, ὁ Ὑπεραγαπώμενος. Ὁ Ἐνανθρωπήσας Θεὸς Λόγος, ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου, ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, παραμένει ὁ ἴδιος καὶ στὴν κένωσή Του, στὴ σάρκωσή Του, στὰ πάθη Του, στὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του.
Στοὺς Ἁγίους αὐτὰ, δὲν ἀποτελοῦν ἀφηρημένες διατυπώσεις, ἀλλὰ πραγματικότητες πίστεως καὶ ἐμπειρίας. Καὶ ὅταν μιλοῦν γιὰ μίμηση Χριστοῦ, γιὰ μετοχὴ στὰ πάθη Του, στὸ σταυρό Του ποὺ πρέπει νὰ συμμετέχουμε, καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀποτελοῦν ἕνα πολὺ σημαντικὸ κομμάτι τῆς Χριστοκεντρικῆς πνευματικότητάς τους, δὲν μᾶς μιλοῦν γιὰ ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο καὶ μᾶς παρακινοῦν νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε, ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεό, «τὸν Ἀνυπερήφανο καὶ Φιλάνθρωπο», ποὺ ἔγινε πραγματικὰ ἄνθρωπος γιὰ νὰ σώσει ἐμᾶς. Ἡ ἐμπειρία τους εἶναι μέσα σὲ γαλήνη, μέσα σὲ ἄρρητο φῶς, ποὺ ἀντικατοπτρίζει τὴν ἄπειρη δόξα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θὰ λάμψει τὴν ἐσχάτη ἡμέρα.

Οἱ Ἅγιοι περιγράφουν αὐτὲς τὶς ἐναλλαγὲς χρησιμοποιῶντας τὴν τολμηρὴ εἰκόνα ποὺ ὁ Χριστὸς ἐπιβραδύνει τὸ βηματισμό Του, γιὰ νὰ ἐπιτρέψει στὸν πιστὸ νὰ Τὸν φτάσει. (Στὸ ἴδιο κείμενο ὑπάρχει καὶ ἄλλο παράδειγμα, ὁ πιστὸς ὡς κυνηγητικὸ σκυλὶ κυνηγάει νὰ πιάση τὸ λαγὸ Χριστό). Οἱ ἀπότομες αὐτὲς ἀλλαγὲς ἔχουν ἔντονες ἀντανακλάσεις στὴν ψυχὴ τοῦ πιστοῦ: πόνο, θλίψη, ὅταν ὁ Χριστὸς ἀπομακρύνεται, ἢ χαρὰ ἄφατη καὶ γλυκύτητα ἀσύκριτη, ὅταν εἶναι καντά Του. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ ποὺ σβήνει κάθε δίψα ἤ ἀκόμη τὴν κάνει πιὸ μεγάλη, γιατὶ τὴν πληρότητα τῆς θεωρίας, δὲν μπορεῖ νὰ τὴν φτάσει κανεὶς σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Γιὰ νὰ δοῦμε ὅμως στὴν αἰωνιότητα τὸν Χριστὸ Βασιλέα, τὸν καλὸ Ποιμένα, πρέπει ν’ ἀρχίσουμε νὰ Τὸν βλέπουμε ἀπὸ ἐδῶ κάτω ἤ τουλάχιστον νὰ ἐπιθυμοῦμε σφόδρα νὰ φτάσουμε ἀπὸ δῶ στὴ θέα Αὐτοῦ ποὺ εἶναι ἡ ἀσύκριτη ὡραιότητα.

Αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὸν Χριστὸ καὶ ποὺ τηροῦν τὶς ἐντολὲς Του ἀγαπῶνται ἀπὸ Αὐτὸν καὶ θὰ τοὺς φανερωθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τὴν ἐπαγγελία τοῦ Εὐαγγελίου: «Ἐὰν τις ἀγαπᾶ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσῃ αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσωμεν» (Ἰωάν. ιδ΄ 23).

Ἂς μείνουμεν πρωτίστως καὶ γιὰ λίγο εἰς τὸν Ἅγιον Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο, ἀναφέροντας ἐντελῶς περιληπτικὰ μέρος τοῦ βιώματος καὶ τῆς διδασκαλίας γιὰ τὴν ἐνσυνείδητη μυστικὴ ἐμπειρία-Θεῖος ἔρωτας.
Μεγάλη καὶ συναρπαστικὴ ἦταν γιὰ τὸν Συμεὼν ἡ ἀνακάλυψη τοῦ γεγονότος πὼς ὁ Θεὸς φανερώνεται στοὺς ἀνθρώπους μ’ ἕναν ἐνσυνείδητο τρόπο καὶ αὐτὸ δὲν συνέβαινε μόνο στὸ παρελθόν, ἀλλὰ συμβαίνει καὶ στὶς μέρες μας.
Τὸ νὰ αἰσθανθεῖ κανεὶς τὴ χάρη καὶ νὰ φωτισθεῖ ἀπὸ αὐτὴν «ἐν γνώσει καὶ θεωρίᾳ», ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν ἕνα οὐσιαστικὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ χριστιανοῦ σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ νὰ λέει, πὼς αὐτὸς ποὺ δὲν δέχτηκε αὐτὴ τὴν ἐνσυνείδητη ἐμπειρία δὲν μπορεῖ νὰ φέρει τὸ ὄνομα τοῦ χριστιανοῦ.
Οἱ δὲ γὲ τοῦ τοιούτου καλοῦ ἐν γνώσει καὶ θεωρίᾳ μήπω γενόμενοι, μηδὲ ζητήσαντες αὐτὸ ἐν ἐπιμονῇ πολλῇ καὶ θρήνοις καὶ δάκρυσιν, πῶς εἰπὲ χριστιανοὶ κληθῶσιν;
Ὁ ἅγιος Συμεὼν μιλάει ἀκόμα γιὰ τὴν κατοχὴ τοῦ Χριστοῦ ἑὐαισθήτως» κατὰ τὴν Θεία Κοινωνία. Γινόμαστε ναοὶ τοῦ Θεοῦ «ἐν αἰσθήσει καὶ γνώσει».
Ὁ ἅγιος Συμεὼν διερωτᾶται πὼς νὰ μὴν αἰσθάνεται κανεὶς αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἐνδύεται, δηλ. τὸν Χριστὸ στὸ Βάπτισμα, ἂν δὲν εἶναι νεκρός (Εὐτυχῶς ποὺ ἔχει καθιερωθεῖ ὁ νηπιοβαπτισμὸς καὶ...)
"Ὁ γυμνὸς τῷ σώματι ἐνδυσάμενος ἐπαισθάνεται καὶ τὸ ἱμάτιον ὁποῖον ὁρᾷ, ὁ δὲ γυμνὸς τῇ ψυχῇ Θεὸν ἐνδυσάμενος οὐ γνώσεται;
Νεκροὶ γὰρ ἐνδυόμενοι οὐκ αἰσθάνονται, νεκροὶ καὶ γυμνοὶ ἐπ’ ἀληθείᾳ ὄντως εἰσὶν, οἱ μὴ συνιόντες εὐαισθήτως: «Τὸ ὅσοι εὶς Χριστὸν ἐβαπτίσθημεν, Χριστὸν ἐνεδύσασθε".

Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὑποστηρίζοντας τόσο κατηγορηματικὰ τὸν ἐνσυνείδητο χαρακτῆρα τῆς χάρης καὶ ἀντιπαραθέτοντας τὴ γνώση τῆς ἐμπειρίας σ’ ἐκείνη ποὺ προσφέρουν τὰ βιβλία, εἶναι ὅμως ἐπιφυλακτικὸς ὑπογραμμίζοντας ὅτι ἡ πληρότητα τῆς γνώσεως ἀνήκει στὸν μέλλοντα αἰῶνα.
Παραδέχεται πὼς μπορεῖ κανεὶς νὰ ὑπηρετήσει τὸν Θεὸν ἀκόμα κι ἂν δὲν ἔχει τὴν ἐνσυνείδητη ἔνδυση τοῦ Χριστοῦ σ’ αὐτὴ τὴ ζωή καὶ μὲ ἄλλο δρόμο, διὰ τῆς ὑπακοῆς. Προσθέτει πὼς κι ἂν ἀκόμη ὁ Χριστὸς δὲν ἔγινε τὸ πᾶν γιὰ μᾶς σ’ αὐτὴν τὴν ζωὴν, τέως εὑρίσκῃ ἐν ἐξόδῳ σου τὸν Χριστὸν ἐκζητῶν … οὐχὶ τὸ σὸν θέλημα ἐκπληροῖς – Θεοῦ δὲ θέλημα τὸ θέλημα τῶν Ἐκείνου δούλων ἐστίν.

Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὑπερασπίζεται ἐδῶ τὴν κοινοβιακὴ ὁδὸ τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἀπαρνήσεως τοῦ ἰδίου θελήματος ποὺ, ἂν καὶ κατώτερη ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς θεωρίας, μᾶς ἐπιτρέπει ἐντούτοις νὰ ὑπηρετοῦμε τὸν Θεό. Μολαταύτα ἐπιμένει, ὅτι ὁσάκις δὲν ἀναζητοῦμε οὔτε μέσα ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως, τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ὑπακοῆς νὰ δοῦμε τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, εἴμεθα ἀσυγχώρητοι.

Ἡ πίστη γενικώτερα καὶ ἰδιαίτερα στὴν Ἁγία Τριάδα ἀντίθετη στὸν ἀνθρώπινο λόγο, ὅμως ἐμπνευσμένη καὶ ἐπιβεβαιωμένη, ἀγκαλιάζει ὅλη τὴν προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Συμεὼν καὶ προσδιορίζει ἐλεύθερα ὅλο τὸ εἶναι του. Πηγὴ της εἶναι ἡ Γραφή.
Οὐδὲν οὕτως ἕτερον τῶν ἄλλων ἁπάντων ὠφελιμώτερον ψυχῇ, νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐν τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ μελετᾶν.
Ἂν καὶ ἡ ἀνάγνωση μόνη τῆς Γραφῆς εἶναι ἀνεπαρκής, γιὰ νὰ γνωρίσει κανεὶς τὴν Ἁγία Τριάδα, παραταῦτα πρέπει νὰ μένει πιστὸς στὰ βιβλικὰ διδάγματα.
Οὐδεὶς γὰρ τὰ περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος νοῆσαι καλῶς καὶ εἰπεῖν δύναται ἀπὸ μόνη της τῶν Γραφῶν ἀναγνώσεως, πίστει δὲ μόνῃταῦτα δεχόμενος, ἐμμένει μὲν τοῖς γεγραμμένοις καὶ πλέον οὐδὲν περιεργάζεται.
Ἕνα ἄλλο κριτήριο ἀξιοπιστίας περὶ αὐτῶν ποὺ μιλᾶμε τώρα γιὰ τὰ ἅγια συναισθήματα, εἶναι ἡ συμφωνία τους μὲ τοὺς παλαιοὺς Πατέρες.
Ἀφοσιωμένος καθὼς ἦταν στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Συμεὼν αἰσθανόταν πολὺ καλὰ πὼς εἶχε κάτι νὰ πεῖ, καθαρὰ δικό του, ὄχι γιὰ νὰ ἀνακοινώσει καινούργιες ἀλήθειες, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑποδείξει ἕνα καινούργιο δρόμο ζωῆς, ποὺ δὲν ἦταν στὴν πραγματικότητα καινούργιος, παρὰ μιὰ ἐπιστροφὴ στὴν ἀποστολικὴ ζωή, πρᾶγμα ποὺ προκαλοῦσε προφανῶς τὴν δυσκολία κατανοήσεως καὶ ἐξ αὐτοῦ τὴν ἐχθρότητα τῶν συγχρόνων του.
Ἀλλὰ ἂς ἔλθωμεν καὶ σὲ ἐντελῶς συγχρόνους Ἁγίους γιὰ τὸ ἴδιο γεγονὸς.

Διηγῆται ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ ὁ Φιλοθεΐτης - Ἀριζονίτης ὅτι ὁ γέροντάς του Ἅγιος Ἰωσὴφ Νεοσκητιώτης τοῦ ἔλεγε μὲ ἐπιμονὴ ὅτι μοναχὸς ἢ ὁ πιστὸς ποὺ ἀγρυπνεῖ καὶ προσεύχεται μετὰ νήψεως ὁμοιάζει ὡς ἄγγελος Θεοῦ ποὺ ὑμνολογεῖ ἀκατάπαυστα, ἀενάως τὸν Τρισάγιον Θεόν.
Μᾶς βεβαίωνε ὅτι ἡ νύκτα εἶναι πιὸ ἀποδοτικὴ διὰ τὸ ἥσυχον τῆς φύσεως, ἀλλὰ καὶ οἱ ὧρες ποὺ ξεκουράζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν μέριμνα τῆς ἡμέρας, τὸν κόπο τῆς ἡμέρας καὶ ὁ νοῦς ἀπὸ τὴν ἀδολεσχία, ἀγρυπνῶντας ξεκούραστος καὶ νηφάλιος ἡ προσευχὴ ἔχει μεγαλύτερη ἀπόδοσιν.
Μᾶς παρακολουθοῦσε συνεχῶς ὁ Γέροντάς μας, ἐὰν ἀδιαλείπτως προσευχώμεθα. Δὲν μᾶς ἔλεγε πολλὲς θεωρίες, ἐννοῶ μεγάλες διδασκαλίες πολύωρες.
Μᾶς ἔλεγε συχνά: Μὴν ντρέπεστε, παιδιά μου, νὰ λέτε τὴν εὐχή προφορικά, ἐπειδὴ φαίνεται ὅτι ὁ τρόπος τῆς προφορικῆς εὐχῆς εἶναι γιὰ ἀρχαρίους. Ντροπὴ εἶναι ὅταν ὁ νοῦς μας περιφέρεται ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ ὅταν τὸ στὸμα μας δὲν σταματᾶ καθόλου νὰ ὁμιλεῖ. Αὐτὸ εἶναι ντροπὴ καὶ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ καὶ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Σὲ κάποιον ἀδελφόν, μετὰ ἀπὸ πολλὴ προφορικὴ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ μας, τόσον ἀνοίχθηκαν τὰ μάτια, τόσον τῆς ψυχῆς ὅσον καὶ τὰ σάρκινα τοῦ σώματος, ὥστε νὰ βλέπουν πολύ διαφορετικά!
Νὰ βλέπουν τὰ πάντα διαφορετικά, τὰ δέντρα καὶ ὅλα τὰ φυτά ἀνθισμένα, μὲ τὸ ἄνθος καὶ τὴν εὐωδία τους, ὁ ἥλιος, ἡ μέρα, τὰ πάντα μιλοῦσαν γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ! Εἶχε γίνει μία ἀποκάλυψις, ἕνα ξέσπασμα, μία φανέρωσις τοῦ μυστηρίου ποὺ εἶναι τὸσο κρυμμένο ἀπὸ ἐμᾶς, ποὺ δὲν βλέπουμε μὲ τέτοια μάτια πνευματικά τὸ μυστήριον τοῦ «πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον».
Τὰ πάντα, τόσο τὸ ζωικό, ὅσο καὶ τὸ φυτικό βασίλειο ὁμιλοῦν γιὰ τὴν δόξα, γιὰ τὴν μεγαλοπρέπεια, γιὰ τὴν μεγαλωσύνη, γιὰ τὴν ὀμορφιὰ, τὸ κάλλος τοῦ Θεοῦ, ποὺ θαυμάζουν οἱ εὐαίσθητες ψυχὲς τῶν καλλιτεχνῶν καὶ ποὺ ἡ ἐπιστήμη ἀποκαλύπτει, μόνον ποὺ πολλάκις, ἀντὶ νὰ δοξάζει τὸν Θεὸν, τὸ οἰκειοποιεῖται ὡς ἐπίτευμά της!!!
Ἐθαύμαζε, ἐξίστατο, δὲν μποροῦσε νὰ μιλήσει. Τὰ μάτια του ἔτρεχαν δάκρυα, ὄχι δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες, ἀλλά δάκρυα γιὰ τὴν ὀμορφιά τοῦ Θεοῦ. Ἡ καρδιά του δὲν μποροῦσε νὰ ἀντέξει αὐτὴ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ κάλλους τοῦ Θεοῦ!

Ἡ ἀποκάλυψις τοῦ ἰδίου Μυστηρίου συνέβη κάποτε στὸν ἅγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως, ὅταν ἦταν στὸ μοναστήρι του στὴν Αἴγινα, οἱ μοναχές του τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς ἑρμηνεύσει τί θὰ πῆ «Πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον». Τοὺς ἀπάντησε: «Θὰ σᾶς τὸ πῶ, ἀλλὰ ὄχι τώρα, περιμένετε». Ἔτσι κάποια νύχτα ποὺ ἀγρυπνοῦσαν ἔξω καὶ ὁ Ἅγιος πῆγε πιὸ πέρα καὶ αὐτὸς νὰ κάνει τὴν προσευχή του, γιὰ μιὰ στιγμή, οἱ μοναχὲς κατὰ τρόπον ὑπερφυσικόν, χωρὶς νὰ μπορέσουν νὰ τὸ ἑρμηνεύσουν, ἄκουσαν, ἔνοιωσαν, αἰσθάνθηκαν ὅλη τὴν κτίση μὲ μία πνοή, μὲ ἕνα βούισμα, μὲ κάτι τὸ ὑπερφυσικό. Ἔτσι τότε αἰσθάνθηκαν, πληροφορήθηκαν-κατανόησαν ὅτι αὐτὸ εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ «πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον». Ὅλη ἡ κτίσις μὲ μία πνοὴ αἰνοῦσε τὸν Κύριο, τὸν Δημιουργό, τὸν Πλάστη.
Τὰ περιστατικὰ ποὺ περιγράφονται εἶναι ἄπειρα γιὰ τὸ ξεπέρασμα τοῦ χρόνου.
Καὶ κατὰ τὸν Δαβίδ «χίλια χρόνια ὡς μία ἡμέρα καὶ ὡς ἕνα κομμάτι τῆς νύχτας λογίζεται». Οἱ Ἄγγελοι ὑμνολογοῦν ἀκατάπαυστα καὶ δὲν γνωρίζουν τί σημαίνει χρόνος.
Διαβάζουμε καὶ στοὺς Πατέρες μας ὅτι ἀγρυπνοῦσαν ὅλη τὴν νύκτα καὶ πολλάκις ἐν συνεχείᾳ καὶ ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ δὲν καταλάβαιναν πῶς πέρασε ἡ νύχτα καὶ ἡ ἡμέρα καὶ ὄχι μόνον, ἀλλὰ χρόνια ἀκόμη. Ὁ χρόνος ἐκμηδενιζόταν καὶ τοῦτο ὠφείλετο στὸ ὅτι ὁ νοῦς τους εἶχε πάθει μετάθεση.
Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ καμάρι, εἶναι ἡ ὀμορφιὰ τοῦ χριστιανοῦ, εἶναι ἡ ἔκφρασις τοῦ ἔρωτός του πρὸς τὸν Θεόν. Ὅταν ὁ πιστὸς προσεύχεται ἔχει αὐτὴ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὸ κάλλος στὴν ψυχή του, στὸν νοῦ του. Ἡ ὀμορφιὰ τοῦ νοῦ γνωρίζεται ὅταν ὁ νοῦς μετατίθεται κατὰ τὸν καιρὸ τῆς ἀγρυπνίας καὶ τῆς προσευχῆς πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν ἄλλο κόσμο, τὸν πνευματικό.
Ὅταν ἐπιφοιτήσει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ἡ μετάθεσις αὐτὴ τοῦ νοῦ βρίσκεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ θεῖον φῶς καὶ μὲ τὸν θεῖον Παράδεισον. Τρέφεται καὶ ὀμορφαίνει καὶ λαμπρύνεται καὶ στολίζεται καὶ εὐωδιάζει καὶ γίνεται ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Ὅλα αὐτὰ τὰ κάνει ἡ προσευχή. Ἡ εὐλογημένη προσευχή εἶναι ἡ βάσις, ἡ ἀφετηρία, ὁ τόπος τῆς ἐκτοξεύσεως πρὸς τὸν ἄλλο κόσμο.
Αὐτὴ τὴν προσευχὴ ὁ διάβολος τὴν ἔχει ἐπισημάνει καὶ ἐπιδιώκει νὰ τὴν σταματήσει. Αὐτὸ εἶναι τὸ σύνθημα τῶν λεγεώνων τῶν δαιμόνων. Ὅλοι μὲ μιὰ φωνή ζητοῦν νὰ σταματήσουμε νὰ φωνάζουμε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, νὰ μὴ λαλῆται τὸ ὄνομά Του στὸν κόσμο, νὰ μὴν ἀκούγεται. (πρέπει νὰ καταργηθεῖ: π.χ. Χρόνια πολλὰ, ἀντὶ καλὰ Χριστούγεννα ἢ ἀντὶ Χριστὸς Ἀνέστη. Νὰ μὴν ἀναφερόμεθα οὔτε στὰ σχολεῖα, στὶς δημόσιες ἐκδηλώσεις γιὰ τὴν πίστη μας, ἐν ὀνομάτι τῆς τυχὸν παρουσίας ἄλλων πολιτισμῶν!)

Ὁ Χριστός μας ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ φωνάζει: «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγῶ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10, 32).
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος καὶ εὐτυχισμένος αὐτὸς ποὺ θὰ ὁμολογήσει στὴν ζωή του τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο ἁμαρτωλὸς καὶ ἂν εἶναι, ὅσο καὶ ἂν εἶναι βεβαρημένο τὸ ποινικό του, ὅταν θὰ ὁμολογεῖ τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, Αὐτὸς ὁ Χριστὸς θὰ ἐξαλείψει ἀπὸ τὸν ὁμολογοῦντα τὸ ὅποιο βάρος καὶ τὴν ὅποιαν του ἐνοχή καὶ θὰ τὸν παρουσιάσει ἐνώπιον τοῦ Πατρός Του.
Συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες καὶ λειώνουν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος φωνάζει εἰς βοήθειάν του τὸν Κύριόν του καὶ Θεόν του, καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ χαρίζει μετάνοια, τοῦ χαρίζει τὴν ἀνακαινιστικὴ καὶ ἀναγεννητικὴ μετάνοια μὲ τὰ δάκρυα καὶ μὲ τὸ πένθος. Καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν κατάσταση αὐτὴ τοῦ πένθους καὶ τῶν δακρύων, τὸν ὁδηγεῖ στὸ χαροποιὸν πένθος καὶ μετὰ στὸν κλαυθμὸ τῆς Θείας Ἀγάπης.

Οἱ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι τί ἔλεγαν εἰς τοὺς Ἀποστὸλους, ὅταν τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς δίκαζαν καὶ τοὺς ἀπειλοῦσαν; «Οὐ παρηγγείλαμεν ὑμῖν μὴ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ;» (Πράξ. 5, 28). Ὁ θαρραλέος Ἀπόστολος Πέτρος τοὺς ἀπαντᾶ · «Οὐ δυνάμεθα σιωπᾶν· πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ. 5, 29). Ἐμεῖς θὰ ὁμολογοῦμε, θὰ κηρύττουμε, «ἅ εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν» (Πράξ. 4, 20).
Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ θεμελιωθεῖ ἀκράδαντα καὶ στὴν δικὴ μας ζωή. Νὰ φωνάζουμε τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, νύχτα-μέρα· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ὁμολογία καὶ ἔλεος. Πίστη καὶ μετάνοια.

Βέβαια στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμολογίας καὶ τῆς πορείας θεμελιώσεως τοῦ Ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, δὲν φαίνεται τὸ κέρδος, φαίνεται μόνον ὁ κόπος καὶ ὁ πόλεμος.
Ὁ κόπος, ὁ μόχθος, εἶναι ὁ ἕνας ἀγώνας, ὁ ἄλλος εἶναι ἡ ἀντίδρασις τῶν λεγεώνων τῶν δαιμόνων, γιὰ νὰ σταματήσουμε. Ἀλλὰ ὁ κόπος τῆς ἐπίμονης προσευχῆς θὰ παρέλθει, καὶ ἡ ἀντίδρασις τῶν δαιμόνων θὰ νικηθῆ κατὰ τὸν χρόνο καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς προφορικῆς ἐπικλήσεως τοῦ Θείου Ὀνόματος, θὰ ὑπάρξει ἡ παράκλησις τοῦ Χριστοῦ.
Στὴν συνέχεια δέ, ὅταν ἐπιτυχῶς καὶ περιεκτικῶς συνοδεύσει τὴν προσευχή ἡ ὅλη προσοχὴ τῆς ζωῆς, θὰ ἔλθει ἐν καιρῷ εὐθέτῳ καὶ ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας ἡ ὠφέλεια, τὴν ὁποίαν τώρα δὲν γνωρίζουμε, θὰ γίνει αἰσθητή. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἀνοιχθοῦν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς.

Πρέπει τὴν προσευχή, ὅπως εἴπαμε καὶ στὴν ἀρχή τοῦ λόγου, νὰ τὴν συνοδεύει ἡ ἀγρυπνία, ἡ ἐγκράτεια στὶς πέντε αἰσθήσεις, ἐγκράτεια στὸ στὸμα, ἀλλά κυρίως στὶς σκέψεις. Νὰ μὴν ἀφήνουμε τὸ νοῦ νὰ περιέρχεται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἡ γλῶσσα νὰ μὴν ὁμιλεῖ πολλά, ὁ νοῦς νὰ εἶναι ἥσυχος, γιὰ νὰ ἔχει ὁ προσευχόμενος τὴν δυνατὸτητα καὶ τὴν καθαρότητα νὰ μετατεθεῖ στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ;
Ἐγκράτεια, λοιπόν, πραγματικὴ, περιεκτικὴ καὶ γενικὴ εἶναι ἡ συνειδητὴ προσοχή, ἡ νήψις. Νὰ προσέχουμε τὸ τί λέμε, τὸ τί σκεπτὸμεθα, πῶς συναναστρεφόμεθα ἀναμεταξύ μας. Νὰ ἔχουμε τὸν ἀπαιτούμενο φόβο Θεοῦ καὶ νὰ ἐλέγχουμε, νὰ προσέχουμε τὴν συνείδησή μας, ἐὰν μᾶς ἐλέγχει ἡ συνείδησις πάνω στὰ ἔργα καὶ στοὺς λογισμούς μας;

Πρωτίστως, ὅμως, νὰ ἐλέγχουμε ἀκριβέστατα τὴν ἀρετὴ τῆς ταπεινώσεως, ἐὰν ἔχουμε ταπείνωση. Ἐδῶ εἶναι τὸ κύριο σημεῖο, ποὺ θὰ δώσουμε ὅλη μας τὴν προσοχή. Ὁ ἐγωισμός καὶ ἡ ὑπερηφάνεια ἐμποδίζουν τὸ κάθε τὶ ποὺ λέγεται καλὸ καὶ πρόοδος· ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι τὸ πράσινο φῶς. Τὸ κόκκινο εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ὁ ἐγωισμός, ἡ κενοδοξία. Μ’ αὐτὰ δὲν προχωροῦμε. Ὅταν σηκώσουμε τὸ κόκκινο καὶ δώσουμε τὸ πράσινο, τὸτε ἀρχίζει πάλι τὸ προχώρημα.
Πότε θὰ δοῦμε πὼς ἔχουμε ὑπερηφάνεια, ἐγωισμό; Φερ’ εἰπεῖν, ὅταν ἕνας ἀδελφὸς σοῦ πεῖ ἕνα λόγο, ἢ καταφρονητικὸ ἢ ἐλεγκτικὸ ἢ ὅπως ἀλλιῶς τὸν πεῖ· ὅταν ἐσὺ μέσα σου ἀνακατευτεῖς, ὅταν πικραθεῖς, ὅταν ἐπαναστατήσει τὸ «ἐγώ», ὅταν ἀντιλέξεις εἴτε ἔσωθεν εἴτε ἔξωθεν, αὐτὸ εἶναι μιὰ μαρτυρία ὅτι ὑπάρχει στὴν καρδιὰ πληγὴ ἐγωισμοῦ καὶ ὑπερηφανείας. Αὐτὸς ὁ λόγος, ὁ κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, εἶναι τὸ φάρμακο, εἶναι τὸ οἰνόπνευμα ποὺ μπῆκε στὴν πληγὴ αὐτὴ καὶ μᾶς πόνεσε. Πόνεσε εὐεργετικά βέβαια, ἂν τὸν δεχθοῦμε μὲ τὸν σωστὸ λογισμό ἀντιμετωπίσεως. Τότε καυτηριάζεται ἡ πληγή καὶ αὔριο ὁ πικρὸς αὐτὸς λόγος μᾶς πικράνει λιγότερο καὶ λιγότερο θὰ πονέσουμε, τὴν παρ’ ἄλλη ἀκόμη λιγότερο καὶ σιγὰ-σιγὰ καυτηριάζεται καὶ θεραπεύεται. Ὅταν ὅμως ὁ πόνος μᾶς κάνει νὰ ἀντιδράσουμε, νὰ ἀντιμιλήσουμε, νὰ πικραθοῦμε, νὰ πονέσουμε, νὰ ἀγανακτήσουμε, σημαίνει ὅτι δὲν δεχθήκαμε τὸ φάρμακο, δὲν μᾶς ἄρεσε, καὶ ἡ πληγὴ χειροτέρευσε. Σὲ ἄλλη περίπτωση παρόμοια ἡ πληγὴ καὶ ὁ πόνος θὰ εἶναι μεγαλύτερος. Ἔτσι ὀξύνεται μία κατάστασις καὶ ὅταν μείνει χωρὶς ἐπιμέλεια, φθάνει στὸ σημεῖο ὁ ἄνθρωπος «νὰ μὴ δέχεται μύγα στὸ σπαθί του», δηλαδὴ σὲ πληρότητα ὑπερηφανείας, δηλαδὴ σὲ δαιμονισμό.

Λοιπὸν ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι τὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας, γιὰ νὰ προχωρήσουμε στά ἐνδότερα τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσευχή μας, τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θὰ τρέχει, θὰ προφέρεται, θὰ βγαίνει πρὸς τὰ ἔξω. Ἡ ταπεινοφροσύνη θὰ «σιγοντάρει», θὰ τιμονιάρει σωστά, θὰ ὁδηγεῖ ἀπταίστως, ὥστε ἡ προσευχὴ νὰ ἀποβεῖ καρποφόρος. Τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θὰ δώσει τὴν ταπείνωση, δηλαδὴ τὶς σκέψεις ὅτι ἐγώ εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, εἶμαι ἕνας ἔνοχος, εἶμαι ἕνας ἐμπαθής, εἶμαι ἕνας πληγωμένος, εἶμαι ἕνας ληστής, εἶμαι ἕνας βρώμικος ἄνθρωπος στὴν ψυχή· εἶμαι ἕνας τυφλὸς καὶ φωνάζω τὸν Χριστό μου γιὰ νὰ δῶ, νὰ φωτισθοῦν τὰ μάτια μου, νὰ θεραπευθεῖ ἡ πληγή μου, νὰ σβήσει ἀπὸ τὸ ποινικό μου ἡ ποινή μου, νὰ γίνω καλά, γιατί εἶμαι ἄρρωστος· νὰ ξεβρωμίσω καὶ νὰ εὐωδιάσω· γι’ αὐτὸ φωνάζω, ὄχι γιατὶ εἶμαι κάτι. Καὶ ἂν ἀκόμη ἔχω κάτι, ἕνα χάρισμα, ἀπὸ ποῦ τὸ ἔχω αὐτὸ τὸ κάτι; «Τί δὲ ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες -κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο- εἰ δὲ καὶ ἔλαβες τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών!» (Α΄ Κορινθ. 4, 7). Ἐὰν κατανοήσουμε ὅτι ὅλα τὰ ἔχουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ κι αὐτὸ τὸ «εἶναι» μας, εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό καὶ ὅτι ἐμεῖς δὲν εἴμεθα τίποτα, ἀλλά εἴμεθα ἕνα μηδέν, ἀνύπαρκτο πρᾶγμα.
Ὁ Θεός ὡς Δημιουργὸς ἀπὸ ἀγάπη καὶ μόνον μᾶς ἔκανε ἀνθρώπους καὶ ἑπομένως ὅ,τι εἴμεθα, εἴμεθα ἀπὸ τοῦ Θεοῦ δημιουργημένοι. Εἴμεθα ὑπόχρεοι νὰ ὑπηρετήσουμε τὸν Κύριο. Ἑπομένως δὲν ἔχω τίποτα δικό μου. Εἶμαι ἕνα ὁλοστρόγγυλο μηδενικό. Ἐὰν ὁ Χριστὸς σ’ αὐτὸ τὸ μηδενικό βάλει μπροστά του τὸ ἕνα, παίρνουμε ἄριστα καὶ ἀπὸ μηδέν γίνεται δέκα. Ἀριστεύουμε στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Τὸ μηδενικό παίρνει ὑπόσταση. Καὶ ὅταν τὸ εὐλογήσει ὁ Θεός, παίρνει θεϊκὴ ὑπόσταση, παίρνει χάρη καὶ μέθεξη Θεοῦ.
Ἀλλὰ ὅταν ὑπερηφανευθεῖ ὁ ἄνθρωπος, θὰ συμβεῖ ἀπροσεξία, λάθος, πταῖσμα, ἁμάρτημα καὶ ἡ πτώση. Ἐάν δὲν ψηλώσει ὁ λογισμός, πτώση δὲν γίνεται. Ὅταν συμβεῖ ἁμάρτημα, σηκώνει ὁ Θεός τὴν χρηστότητά Του καὶ γίνεται «ταρακούνημα». Σαλεύονται τὰ θεμέλια τῆς ψυχῆς καὶ τὰ πάντα ἐσωτερικὰ ἐρημώνουν· νοιώθει κατάρρευση γενική. Καὶ ὅταν πάλι ταπεινωθεῖ καὶ γνωρίσει τὴν πτώση του ὁ ἄνθρωπος καὶ μετανοήσει καὶ ἀλλάξει καὶ μεταμεληθεῖ καὶ πικρῶς κλαύσει σὰν τὸν Πέτρο, ὁ Κύριος στέλνει πάλι τὸ Πνεῦμα Του καὶ τὸν ἀνακαινίζει καὶ τὸν διορθώνει. Ὅλα εἶναι στὸ χέρι τοῦ Παντοδύναμου Θεοῦ!
Νὰ προσέξουμε τὸ τιμόνι, νὰ μὴν πάθει βλάβη, νὰ μὴν ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη. Τὸ φρόνημά μας νὰ εἶναι ταπεινό, χαμηλωμένο, κάτω πεσμένο. Εἶμαι γῆ καὶ σποδός, πηλὸς καὶ τίποτε ἄλλο. Γίνομαι μέγας καὶ τρανὸς διὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἄνευ τοῦ Θεοῦ εἶμαι πηλὸς καὶ πατιέμαι ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ κτήνη. Αὐτὰ μᾶς δίδαξε ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ ὁ Ἀριζονίτης, τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε.
Ἂς βασιλεύσει τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ σ’ ἐμᾶς. Ἂς γίνει τροφή, ἂς γίνει ποτὸ, ἂς γίνει ἔνδυμα, ἂς γίνει ὀξυγόνο, ἂς γίνει ζωή, ἂς γίνει καρδιά, ἂς γίνει νοῦς, ἂς γίνει τὰ πάντα· διότι ὅταν γίνει τὰ πάντα, τὸτε θὰ κερδίσουμε Τὸν τὰ πάντα δημιουργήσαντα καὶ θὰ μποροῦμε μὲ τὸν Ἅγιον Συμεὼν νὰ ὁμολογήσουμε:

Σὺ ἐπίστασαι, ὅτι σὲ μόνον ἔχω καὶ
Ζωὴν καὶ λόγον καὶ γνῶσιν καὶ σοφίαν,
Σωτῆρα Θεὸν καὶ προστάτην ἐν βίῳ
Καὶ ἀναπνοὴν τῆς ταπεινῆς ψυχῆς μου,
Σὺ εἶ ἐλπίς μου, σὺ εἶ ἀντίληψίς μου,
Σὺ ἡ σκέπη μου, σὺ ἡ καταφυγή μου,
Σὺ τὸ καύχημα, ὁ πλοῦτος μου, ἡ δόξα.

Ἂς ἀγωνισθοῦμε μὲ ὅλη μας τὴν ψυχή. Ἐὰν ἐπικρατήσει στὴν ζωή μας ὁ Χριστὸς, τὸτε μόνα τους τὰ πράγματα θὰ πᾶνε στὴν θέση τους· καὶ οἱ σκέψεις καὶ τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια καὶ ἡ συναναστροφή μας καὶ τὰ πάντα θὰ μποῦνε στὸν σωστὸ καὶ σωτήριο ρυθμό. Ἐὰν ὅμως ὁ Χριστὸς ἀπουσιάσει, ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι στὴν ζωή μας, δὲν εἶναι στὸν δρόμο μας, δὲν μᾶς φωτίζει, ὅλα θὰ πᾶνε στραβά. Χριστός, φῶς, χωρὶς Χριστὸ σκότος, ἐνδιάμεσα δὲν ὑπάρχει τίποτα. Αὐτὴ εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Πατέρων.
Ἂς φωνάζουμε τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, νὰ γεμίζει εὐλογία ἡ ἀτμόσφαιρα, ὠφέλεια καὶ γιὰ ἐμᾶς καὶ γιὰ τοὺς γύρω, ποὺ ἀκούουν τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ ἂν ὁ Χριστὸς βασιλεύσει μέσα μας, ἔχουμε σωστὴ ἀγάπη, ἀληθινὸ ἔρωτα πρὸς ὅλους καὶ πρὸς ὅλα, εἶναι συνδετικὸς κρῖκος ποὺ ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεὸν καὶ μεταξύ τους.Γένοιτο!


Ἐπιμέλεια κειμένου: π. Γεώργιος Καλαντζῆς