Ὁμιλία 8/11/2022

Θὰ ξεκινήσουμε μὲ ἀναφορὰ στοὺς ἑορταζόμενους σήμερα Ἁγίους Ἀρχαγγέλους. Οἱ ἅγιοι ἄγγελοι εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, πνεύματα ἀόρατα, ὅπως ὁμολογοῦμε στὸ «Σύμβολο τῆς Πίστεως»: «Πιστεύω εἰς Ἕναν… ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς πάντων ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων». Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἀφθονοῦν τὰ χωρία ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τοὺς ἀγγέλους. Ἀναφέρονται πάνω ἀπὸ διακόσιες φορὲς. Στὴ Θεία Λειτουργία ἀναφερόμαστε πολὺ συχνὰ καὶ μάλιστα σὲ πολὺ ἱερὲς στιγμές. Ἐπίσης ἔχουμε εἰδικὲς προσευχές, ὕμνους καὶ κανόνες ποὺ ἀπευθύνονται στοὺς ἀγγέλους γενικὰ καὶ εἰδικώτερα στὸ φύλακα ἄγγελο.

Παρ’ ὅλα αὐτὰ εἶναι πολὺ λυπηρὸ νὰ διαπιστώνεται πόσο λίγο τοὺς γνωρίζουν οἱ πιστοὶ ἢ πόσο πολὺ τοὺς ἀγνοοῦν. Ἀκόμα δὲ χειρότερα, πὸσο δύσπιστοι στέκονται ἀπέναντι στὴ μεγάλη πραγματικότητα τῶν ἁγίων ἀγγέλων. Ἔτσι, κρατώντας μιὰ τέτοια στάση, χάνουν τὴν ἀνακούφιση, τὴν ἀνάπαυση καὶ τὴ χαρὰ καὶ κάτι ἀκόμα πιὸ βασικό: χάνουν τὴν πολύτιμη συμμετοχὴ στὴν Ἀγγελικὴ Λειτουργία ὅπου ἀενάως ὑμνεῖται ὁ Κύριος: «Πᾶσα κτίσις λογικὴ καὶ νοερά, Σοι λατρεύει… Σὲ αἰνοῦσιν Ἄγγελοι, Ἀρχάγγελοι… τὰ πολυόματα Χερουβείμ, τὰ Σεραφείμ, τὸν ἐπινίκιον ὕμνον ἄδοντα, βοῶντα, κεκραγότα καὶ λέγοντα, Ἅγιος, Ἅγιος κύριος Σαβαώθ…».
Οἱ ἅγιοι ἄγγελοι καὶ οἱ δαίμονες ἔχουν κοινὴ προέλευση. Πλάστηκαν μὲ ἄπειρη ὀμορφιὰ καὶ προικίστηκαν μὲ τελείως ἐλεύθερη θέληση. Ἡ χρήση αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔφερε τὸ χωρισμὸ τῶν δαιμόνων ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Καὶ ἐμεῖς ἐπειδὴ εἴμαστε ἐλεύθερα πρόσωπα καὶ ἡ τελικὴ ἀπόφαση εἶναι πάντα δική μας ὑπόθεση, οὔτε τὸ καλὸ οὔτε τὸ κακὸ μπορεῖ νὰ μᾶς ἀναγκάσει νὰ ἐνεργήσουμε ἀντίθετα ἀπὸ τὴ θέλησή μας, κινδυνεύουμε νὰ καταντήσουμε χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸν, νὰ χάσουμε τὴν δυνατότητα νὰ καταστοῦμε θεοὶ κατὰ χάριν, ἀδελφοὶ καὶ συγκληροόμοι Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι ἀνάγκη γιὰ ὅλους μας ν’ ἀποκτήσουμε μιὰ εὐρύτερη γνώση γιὰ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ κατανοήσουμε βαθύτερα ὅτι ἡ πίστη στοὺς ἁγίους ἀγγέλους, ἂν ἑδραιωθεῖ σὲ σταθερὴ βάση, θὰ θερίσουμε πλούσιους καρποὺς χάριτος καὶ εὐλογίας.

Ἂς κατανοήσουμε ὅτι οἱ Ἄγγελοι εἶναι οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν προστασία μας καὶ οἱ Ἅγιοι εἶναι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, ποὺ πρεσβεύουν καὶ ἀναμένουν καὶ ἐμεῖς νὰ γίνουμε φίλοι τοῦ Θεοῦ καὶ φίλοι τῶν Ἁγίων.
Οἱ ἑορτὲς τῶν Ἁγίων αὐτὸ φανερώνουν, τὴν πρόσκλησιν τῶν Ἁγίων πρὸς ἐμᾶς καὶ ἀναμένουν τὴν ἀνταπόκρισίν μας. Πολλὲς φορὲς ὅμως ἐμεῖς ἀντὶ νὰ ἑορτάζουμε τὴν Παναγίαν μας καὶ τοὺς ἁγίους, ἑορτάζουμε τοὺς ἑαυτούς μας μὲ τὸ νὰ πανηγυρίζουμε ἐγωϊστικὰ χωρὶς νὰ προσπαθοῦμε νὰ τοὺς μιμηθοῦμε· διότι τιμὴ Ἁγίου σημαίνει μίμησις Ἁγίου.

Ἀναφερθήκαμε στὶς δύο προηγούμενες συναντήσεις στὰ περὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου Συμεὼν καὶ στὴν διδασκαλία του καὶ διαπιστώσαμε στὴ πρώτη συνάντηση τὴν αὐτομεμψία του, «Λύπη μὲ κατέχει, ὅτι ὁδηγεῖν ὑμᾶς τοὺς τιμιωτάτους ἐγὼ ὁ ταπεινὸς προκριθείς, οὓς ἔχειν αὐτὸς ὁδηγοὺς μᾶλλον ὤφειλον. Ἀλλὰ δέομαι καὶ παρακαλῶ πάντας ὑμᾶς, μὴ εἰς τὸν διακεχυμένον μου βίον ὁρᾶν, ἀλλ’ εἰς τὰ τοῦ Κυρίου προστάγματα καὶ εἰς τὰς τῶν πατέρων ἡμῶν διδασκαλίας», ὥστε νὰ αὐτοχαρακτηρίζεται «ὡς πτωχὸς φιλάδελφος» καὶ στὴν δεύτερη συνάντηση τὴν ἐπιμονή του γιὰ τὴν ἀκραιφνὴ εὐαγγελικὴ ζωὴ, ποὺ τὸν καθιστᾶ «ζηλωτὴν μανικώτατον». «Ἀλλὰ περὶ ἐκείνων λέγω, τοὺς λέγοντας μὴ εἶναι τινὰ ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρόνοις καὶ ἐν μέσῳ ἡμῶν τὸν δυνάμενον φυλάξαι τὰς εὐαγγελικὰς ἐντολὰς καὶ κατὰ τοὺς ἁγίους γενέσθαι πατέρας· οὐ μερικὴν τινὰ αἵρεσιν κέκτηνται, ἀλλὰ πάσας, καὶ ὁ τοῦτο λέγων ἀνατρέπει πάσας τὰς θείας Γραφάς. Ταῦτα τοιγαροῦν κτῆσαι καὶ γενήσεταί σοι πηγὴ δακρύων ἡ νυνὶ πετρώδης ὑπάρχουσα ψυχή. Εἰ δὲ σὺ μὴ θέλεις θλιβῆναι καὶ στενοχωρηθῆναι, μὴ λέγε κὰν τὸ πρᾶγμα εἶναι ἀδύνατον».

Σήμερα θὰ παρακολουθήσουμε τὴν συνέχεια τῆς ζωῆς του, ἤτοι τὴν παραίτηση ἀπὸ τὴν ἡγουμενία, τὴν ἐξορία του καὶ τέλος τὴν δικαίωσιν του καὶ τὴν ἐπωνυμίαν «Νέος Θεολόγος».

Μᾶς μένει, λοιπόν, ν’ ἀναφερθοῦμε στὴν τελευταία περίοδο τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου Συμεών, ποὺ ἀναφέρεται στὴν παραίτησή του ἀπὸ τὰ καθήκοντα τοῦ ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, στὴν ἀντίθεσιν τῆς θεολογίας, μὲ ἐκείνη τοῦ Στεφάνου μητροπολίτου Νικομηδείας, στὴν δυσκολίαν κατανοήσεως τῆς διδασκαλίας ἀπὸ τὴν Ἱεραρχία, μὲ συνέπεια τὴν ἐξορίαν του καὶ τέλος στὴν δικαίωσιν του, ὅπου ἀναδεικνύεται τὸ μεγαλειῶδες τῆς διδασκαλίας του, καὶ καθιερώνεται ἡ προσωπονυμία «Νέος Θεολόγος».

Ἡ διαφορὰ τοῦ ἁγίου Συμεὼν μὲ τὸν Στέφανο συνίστατο στὸ ὅτι ἡ πνευματικὴ διδασκαλία τοῦ Στεφάνου, ἀλλὰ καὶ γενικώτερα τῆς ἐποχῆς, ἤτο ἡ τυπικὴ τήρησης τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων, ἐνῶ ὁ ἅγιος Συμεὼν ἐπέμενε στὴν ἀμεσσότερη σχέση μὲ τὸν Χριστό, μὲ ζωντανὴ ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωὴ τοῦ βαπτισμένου καὶ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου.
Ἂς παρακολουθήσωμεν τὰ γεγονότα μὲ τὴν σειρά:

Τὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο τῆς ἀδελφότητας εἶχε φτάσει, μὲ τὴ καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Συμεὼν σὲ οὐσιαστικὴ σύμπνοια, ποὺ τὸ μοναστικὸ ποίμνιο ἔγινε «ὡς ἄλλην ἐκκλησίαν ἀγγέλων ἀσωμάτων, ἐν τύποις καὶ πράγμασι εἰπεῖν ψάλλουσαν συνετῶς καὶ λειτουργοῦσαν θερμῶς τῷ Θεῷ».
Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ἡ μόνη αἰτία ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὠθήσει τὸν Συμεὼν ν’ ἀποτραβηχτεῖ ἀπὸ τὴ διακυβέρνηση τοῦ μοναστηριοῦ θὰ ἦταν ὁ φλογερός του πόθος καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν πνευματικὴ ἡσυχία.
Γράφει ὁ βιογράφος του «Κρίσει οὖν τοῦ πατριάρχου Σεργίου ὑπεξίσταται μὲν ἐκουσίως τῆς ἡγουμενίας αὐτός, ἡγουμένου δὲ ἀντ’ αὐτοῦ τὸν μαθητὴν Ἀρσενίον (1001-1019) προχειρίζεται… ποιμένειν δυνάμενον τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ».
Ὁ ἅγιος Συμεὼν ἐκφωνεῖ ἕναν ὡραῖο παραινετικὸ λόγο στὸν καινούργιο ἡγούμενο καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπου τοὺς διδάσκει τὰ καθήκοντα τῆς μοναστικῆς ζωῆς καὶ τὴν ὑπακοὴ στὸν ἡγούμενο.
Ὁ ἴδιος ἐξακολουθεῖ νὰ μένει στὸ μοναστήρι καὶ νὰ ὑποτάσσεται ταπεινὰ στὸν καινούργιο ἡγούμενο.
Παρ’ ὅλη ὅμως αὐτὴ τὴν αἰσιόδοξη μαρτυρία τοῦ βιογράφου του ἀναφορικὰ μὲ τὴν πνευματικὴ κατάσταση στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, τὰ γεγονότα ποὺ ἀκολούθησαν δείχνουν πὼς ἡ προσωπικότητά του καὶ ἡ πνευματική του διδασκαλία ἐξακολουθοῦσαν νὰ συναντοῦν μιὰν ἐπίμονη ἀντίδραση ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ περιβάλλοντα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως ἡ ἀμφισβήτηση ἦρθε ἀπ’ ἔξω, ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία καὶ πιὸ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸν πρώην μητροπολίτη Νικομηδείας, τὸ σύγκελλο Στέφανο.
Γράφει ὁ Νικήτας: «Στέφανος τις, πρόεδρος ἐν τῇ Μητροπόλει Νικομηδέων, ἀνὴρ λόγῳ καὶ γνώσει τῶν πολλῶν διαφέρων καὶ δυνατὸς παρὰ Πατριάρχη καὶ βασιλεῖ, ἀλλὰ καὶ εὐροίᾳ λόγου καὶ γλήττης εὐστροφίᾳ καὶ μεγάλην ἐφέρετο παρὰ πᾶσι τὴν φήμην τῆς γνώσεως καὶ ἐπὶ σοφίᾳ καὶ ἀρετῇ διαβόητος καὶ πειθοῖ μαλάξαι ἱκανὸς γνώμην σκληρὰν καὶ ἀτίθασον».
Ὅσο γιὰ τὴ θεολογία του, αὐτὴ ἦταν πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ἁγίου Συμεὼν καὶ αὐτὸ ἦταν πιθανότατα ἡ κύρια αἰτία τῆς σύγκρουσής τους. Μιὰ σύγκρουση ἀνάμεσα σὲ μιὰ θεολογία σχολαστική, τῶν βιβλίων, ἀποκομμένη ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ζωή, συντηρητική, ποὺ ὅμως εἶχε ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς ὀρθόδοξης θεολογίας, καὶ σὲ μιὰ θεολογία ποὺ εἶναι ἔκφραση τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπογραμμίζει τὸ ἀκατάληπτο καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ· τῆς θεολογίας ποὺ ἀποκαλύπτεται μέσα στὴ μυστηκὴ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων καὶ ποὺ ἀρνεῖται στὰ πρόσωπα, ποὺ δὲν φέρουν μέσα τους τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ δικαίωμα νὰ μιλᾶνε μὲ ἀπὸλυτο τρόπο γιὰ τὸν Θεό.

Ὁ ἅγιος Συμεὼν παρασυρμένος ἀπὸ τὴν ἔμπνευσή του ἐκφράζεται, ἐμμέσως ἀλλὰ σαφῶς, ἐναντίον ὅλων ἐκείνων ποὺ τολμοῦν νὰ θεολογοῦν, χωρὶς νὰ ἔχουν μέσα τους τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
«…ἐπορευθὲν τὸ Πανάγιον Πνεῦμα,
ἐκ τοῦ Πατρὸς ἀφράστως,
ἀπεστάλη δι’ Υἱοῦ τοῖς ἀνθρώποις·
οὐ τοῖς ἀπίστοις οὐδὲ τοῖς φιλοσόφοις,
οὐ τοῖς ρὴτορσιν οὐδὲ τοῖς φιλοδόξοις,
οὐ τοῖς μαθοῦσι συγγραφὰς τῶν Ἑλλήνων,
οὐ τοῖς λαλοῦσι τορνευτῶς καὶ πλουσίως,
οὐ τοῖς λαχοῦσι μεγάλων ὀνομάτων,
οὐ τοῖς τυχοῦσι φιλεῖσθαι παρ’ ἐνδόξων…
ἀλλὰ τοῖς πτωχοῖς πνεύματι καὶ τῷ βίῳ,
τοῖς τὴν καρδίαν καθαροῖς καὶ τὸ σῶμα,
τοῖς λόγον ἁπλοῦν καὶ ἁπλούστερον βίον
καὶ ἁπλουστέραν κεκτημένοις τὴν γνώμην…»

Μόνο μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὄχι μὲ τὴν ἐπιστήμη ἀποκτοῦμε τὴν πνευματικὴ γνώση περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ γενικώτερα περὶ τῶν πνευματικῶν πραγμάτων.

Μὲ λίγα λόγια ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ σύγκρουση πνευματική, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ξεπερνοῦσε τὰ ὅρια τῆς ὀρθοδοξίας, δὲν ἔφθανε τὰ ὅρια τῆς αἵρεσης.
Ὁ ἅγιος Συμεών ἦταν ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε ἐκταση στὴ σύγκρουση καὶ, πέρα ἀπὸ προσωπικὰ ζητήματα, ἔφερε στὴν ἐπιφάνεια τὴν πραγματική της φύση: μιὰ σύγκρουση ἀνάμεσα στοὺς δύο τρόπους τῆς θεολογίας καὶ τῆς κατανοήσεως τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἕνας διαρκὴς λοιπὸν πόλεμος ἄρχισε ἀνάμεσα στὸ Μητροπολίτη Στέφανο καὶ στὸν ἅγιο Συμεὼν. Κράτησε περίπου ἕξι χρόνια καὶ τέλειωσε στὶς 3 Ἰανουαρίου 1009 μὲ τὴν ἐξορία τοῦ ἁγίου Συμεὼν ἀπὸ τὸ μοναστήρι του.

Ἂς δοῦμε τὰ γεγονότα πιὸ διεξοδικά. Ἐπειδὴ ὁ σύγκελος Στέφανος δὲν μποροῦσε νὰ κατηγορήσει τὸν ἅγιο Συμεὼν οὔτε στὸ δογματικὸ πεδίο, οὔτε στὸ ἠθικό, ὁ Σύγκελλος Στέφανος προφασίστηκε, γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὶς ἐχθρικές του παρεμβάσεις, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀπὸ δική του πρωτοβουλία τιμοῦσε στὸ μοναστήρι του μὲ ἰδιαίτερη ἐπισημότητα τὴ μνήμη τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Εὐλαβοῦς (ποὺ εἶχε πεθάνει γύρω στὰ 986-987), ποὺ ὅμως ἀκόμα δὲν ἦταν ἐπίσημα ἀναγνωρισμένος ἅγιος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Τὸ ζήτημα στὴν οὐσία του δὲν ἦταν τόσο φοβερό, ὅπως θὰ μποροῦσε νὰ φανεῖ ἀρχικά, ἀφοῦ ἡ ἐπίσημη «ἁγιοποίηση» δὲν ἦταν πολὺ γνωστὴ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει ὄχι ὑποχρεωτική. Ἡ ἐπίσημη ἀναγνώριση ἦταν συνήθως τὸ φυσικὸ ἐπακόλουθο μιᾶς λαϊκῆς εὐλάβειας, ποὺ προϋπῆρχε. Ὅπως καὶ νὰ ἔχει τὸ πράγμα, ὁ πατριάρχης Σέργιος ὁ Β΄, ἐπειδὴ εἶχε ἀκούσει νὰ μιλοῦν γι’ αὐτὲς τὶς γιορταστικὲς ἐκδηλώσεις, μεταπεμψάμενος τὸν ἅγιον (τὸν Συμεὼν) πυνθάνεται περὶ τῶν ἀκουσθέντων αὐτῷ.

Μετὰ ὅμως ἀπὸ τὶς πληροφορίες ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ ἅγιος Συμεὼν γύρω ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὰ συγγράμματα τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, ὁ Πατριάρχης ἐνέκρινε τὴν τιμὴ τῆς μνήμης του στὸ μοναστήρι: «Μεγάλως ἐγκωμιάσας (ὁ Πατριάρχης) ἀπέλυσεν (τὸν ἅγιο Συμεών), ὑπομιμνήσκειν αὐτῷ προτρεψάμενος κατὰ τὸν καιρὸν τῆς τοῦ πατρὸς μνήμης, ὡσὰν καὶ αὐτὸς κηροὺς καὶ μὐρα παρέχῃ καὶ ἀφοσιῶται τὴν τιμὴν τῷ ἁγίῳ. Ἐγένετο ταῦτα ἐπὶ χρόνοις ἑκκαίδεκα (16)». Μολαταῦτα ὁ Στέφανος στράφηκε ἐνάντια στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Εὐλαβοῦς ἀμφισβητώντας τὴν ἁγιότητά του καὶ συκοφαντώντας τον σὰν ἄνθρωπο ἁμαρτωλό. Σ’ αὐτές του τὶς δραστηριότητες ὁ Στέφανος βρῆκε ὑποστηρικτὲς στὴν πατριαρχικὴ αὐλὴ καὶ ἀκόμα ἀνάμεσα σὲ μερικοὺς μαναχοὺς τοῦ Ἁγίου Μάμαντος.

Eντούτοις, ὁ πατριάρχης καὶ οἱ τῆς ἁγίας συνόδου ἀρχιερεῖς «τὰς ἀκοὰς ἔβυον ἐπὶ δυσὶν ἐνιαυτοῖς, τῇ βασκάνῳ φωνῇ τόπον μὴ διδόντες εἰσόδου. Τοίνυν καὶ ὡς εἶχεν οὕτω ταῦτα, μάχη τις ἧν μέσον ἀληθείας καὶ ψεύδους» καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ βγάλουν ἀσφαλὲς συμπέρασμα.
Τελικὰ ὅμως νικᾷ τὸ κακόν.
Ὁ σύγκελλος Στέφανος βρῆκε τὴν πρόφαση ποὺ χρειαζόταν σὲ ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ τῆς πνευματικότητας τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Εὐλαβοῦς.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν λοιπὸν καλεῖται καὶ πάλι στὴ Σύνοδο, ὅπου ὁ Πατριάρχης, συμφωνώντας πάντα μὲ τὶς ἐνέργειές του, τοῦ ζητάει νὰ πάψει νὰ τιμᾶ τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Εὐλαβοῦς τόσο πανηγυρικὰ καὶ νὰ περιοριστεῖ νὰ τὴ γιορτάζει μόνο μὲ τοὺς μοναχούς του, ἀκριβῶς γιὰ νὰ καθησυχάσει τὸν σύγκελλο ποὺ συνέχεια τὸν ἐνοχλοῦσε μὲ τὶς διάφορες κατηγορίες κατὰ τοῦ πνευματικοῦ πατέρα τοῦ ἁγίου Συμεών.

Σ’ ἕνα μακρύ του λόγο ὁ ἅγιος Συμεὼν ὑπερασπίζεται τὴ μνήμη τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα καὶ μὲ βάση τὴ Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες ἀναφέρεται στὴν ὑποχρέωση ποὺ ἔχει κανεὶς νὰ τιμάει τοὺς ἁγίους καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν γέννησαν πνευματικά. Ἀρνεῖται λοιπὸν νὰ ὑπακούσει, γιατὶ πιστεύει ὅτι κάθε μείωση στὴν ἐκδήλωση τιμῆς τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα θὰ ἰσοδυναμοῦσε μὲ ἄρνησή του.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁδηγεῖται πάλι στὸ Πατριαρχεῖο, ὅπου ἀπολογεῖται μνημονεύοντας τὸ λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμαστηνοῦ περὶ τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων εἰκόνων καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ ὁ ἅγιος Συμεὼν κατάλαβε πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει γραπτὰ τὴν ὑπεράσπισή του.
Ἡ ἀπολογία τοῦ ἁγίου Συμεὼν, «μέσον τῆς ἁγίας συνόδου ἐφ’ ἱκανὰς τὰς ὥρας ἀνεγινώσκετο… Οὐκ ἔχοντες ἐκεῖνοι (οἱ ἐπίσκοποι) ὅπως παραλογισμοῖς τὴν τοῦ λόγου πυκνότητα παραλύσωσιν, ἀνέστησάν τε τῶν θρόνων ἀφασίᾳ πεδηθέντες τὰς γλώττας καὶ ἐρήμην τῷ δικαίῳ καταψηφίζονται καὶ ἐξορίαν καταδικάζουσι».
Ἡ ἀπόφαση τοῦ Πατριάρχη καὶ τῆς Συνόδου ἐκτελέστηκε γρήγορα.
«Στὶς 3 Ἰανουαρίου 1009, ὅπου τὴν Προποντίδα διαπεράσαντες τὸν μακάριον ἐπὶ τι πολίχνιον, ἄσκευον πάντῃ χειμῶνος ὥρᾳ, καὶ ἐν ἐρήμῳ τόπῳ, ἔστησαν μονώτατον αὐτὸν καταλείψαντες καὶ μηδὲ τῆς ἐφημέρου τροφῆς οἱ ἀσυμπαθεῖς ἀξιώσαντες».

Ἐδῶ γίνεται φανερὸς τὸ μεγαλεῖον τοῦ ἁγίου Συμεὼν. Ἐκεῖ τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκανε ὁ ἅγιος Συμεών ἐπὶ τοῦ τραχυτάτου βουνοῦ ἦταν νὰ εὐχαριστήσει μὲ χαρὰ τὸν Θεὸ γιὰ ὅ,τι ὑπέφερε, διότι ζοῦσε μὲ τὸν Σωτήρα του Χριστὸν καὶ συμμετεῖχε στὰ πάθη Του.
«Κατελθὼν τοίνυν εἰς τὴν τοῦ βουνοῦ ὑπώρειαν καὶ εὐκτήριον ἐκεῖσε τῆς ἁγίας ἐπονομαζόμενον Μαρίνης ἐρείπιον εὑρών, εἰσῆλθεν ἐν αὐτῷ καὶ τὰς τῆς ἐνάτης ὥρας εὐχὰς ἀπέδωσε τῷ Θεῷ. Εἶτα μικρᾶς μετασχὼν ἀναπαύσεως δεξιοῦται γράμμασι τὸν φίλον σύγκελον οἶα δὴ Χριστοῦ μαθητὴς.
Τῶν δεσποτῶν μου
τῶν ἐμῶν εὐεργετῶν,
τῶν ἐμῶν ὅντως φίλων,
Οἶς ἀντὶ κακῶν δὸς ἀγαθά, Χριστέ μου,
Τὰ αἰώνια, τὰ καὶ πλούσια καὶ θεῖα».

Ὁ ἅγιος Συμεὼν δὲν ἀφήνει τὸν ἑαυτό του νὰ πέσει σὲ ἀπογοήτευση ἀπὸ τὰ γεγονότα. Ἀπὸ ἕνα παλιό του πνευματικό παιδί, δέχεται σὰν δῶρο «τὸ εὐκτήριον» τῆς Ἁγίας Μαρίνας, ποὺ ἀνῆκε σ’ αὐτόν, γιὰ νὰ ἱδρύσει ἐκεῖ μικρὸ μοναστήρι, ὅπου καὶ ἐγκαθίσταται μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς μαθητές του, ποὺ τὸν εἶχαν ἀκολουθήσει στὴν ἐξορία.
Σὲ μιὰ συνεδρίαση τῆς Συνόδου ποὺ διαβάστηκαν τὰ γράμματα, ὁ Πατριάρχης, ποὺ εἶχε κρατήσει σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ὑπόθεση μιὰ ὄχι σθεναρὴ καὶ σταθερὴ στάση, ἢ μᾶλλον ποὺ ἀναζητοῦσε πέρα ἀπ’ ὅλα τὴν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας, δέχτηκε νὰ ἀναθεωρήσει τὴ δίκη τοῦ ἁγίου Συμεών. Στὴν ἀπόφασή του αὐτὴ ἔλαβε ὑπ΄ ὄψη του καὶ τὴν κοινὴ γνώμη.

«Ὁ δὲ (Πατριάρχης), πρὸς τοὺς παραγενομένους πολλοὺς ὅντως καὶ περιφανεῖς ἀπιδὼν καὶ τὸ περίβλεπτον αὐτῶν αἰδεσθείς, κελεύει ἐπὶ συνόδου ταῦτα ἀναγνωσθῆναι… Ἀλλὰ τῶν γραφέντων τελευθείσης τῆς ἀναγνώσεως, φησὶν ὁ Πατριάρχης τοῖς ἄρχουσι καὶ μαθηταῖς τοῦ ἁγίου· ἐγὼ μὲν ἐνδοξότατοι οὐδεμίαν ἔλαβον πώποτε πονηρὰν ὑπόληψιν κατὰ τοῦ κυροῦ Συμεών, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐκεῖνος μὲν τοῦ ἰδίου ἀμεταθέτως εἶχε σκοποῦ, καὶ τιμῶν τὸν πατέρα τοῦ λαμπρῶς ἑοτράζειν οὐκ ἐπαύετο, οἱ κατήγοροι δὲ αὐτοῦ ἐταράσσοντο καὶ δι’ ὄχλου καθ’ ἑκάστην ἡμῖν ἐγίνοντο, διὰ τοῦτο τῆς μονῆς αὐτοῦ καὶ τῆς πόλεως αὐτὸν παρεκίνησα. Νῦν δε, εἰ βούλεται καὶ τοῖς ἐμοῖς εἴξει λόγοις, κύριος αὖθις καὶ τῆς ἰδίας μονῆς γενήσεται, καὶ ἀρχιερέα τοῦτον ἐν μιᾷ τῶν ὑψηλῶν μητροπόλεων συνευδοκούσης πάσης τῆς ἱερᾶς συνόδου χειροτονήσω».

Ὁ ἅγιος Συμεὼν λοιπὸν ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ βρῆκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ πλῆθος τῶν θαυμαστῶν του, ποὺ τὸν περίμεναν καὶ τὸν συνόδεψαν μέχρι τὸ Πατριαρχεῖο. Ὁ Πατριάρχης τὸν δέχθηκε μὲ τιμὴ καὶ κάνοντάς του νύξεις γιὰ τὴ διάθεσή του νὰ τὸν προωθήσει στὸ ἐπισκοπικό ἀξίωμα, τοῦ συνέστησε περισσότερη μετριοπάθεια:
«Πρὸς τὴν μάνδραν σου, ἐν ᾗ πόνους κατεβάλου πολλούς, ἐπίστρεψον, καὶ περὶ τοῦ ἑορτάζειν τὰ τῆς τοῦ πατρός σου μεταστάσεως οὐδὲ ἡμεῖς εἴργομεν· πλὴν τοῦτο παραινοῦμεν ὑφεῖναι μικρὸν τῆς φαιδρότητος καὶ τῶν πολυημέρων σου πανηγύρεων, μέχρις ἂν οἱ φθόνῳ κατὰ σοῦ κινούμενοι ἢ παύσωνται ἢ ἐκ τοῦ βίου καὶ τῆς παρούσης ζωῆς γένωνται, καὶ τηνικαῦτα ἔσῃ ποιῶν ὡς ἀρεστὸν σοί τε δοκεῖ καὶ Θεῷ. Οὕτως εἰπὼν ἀπέλυσεν αὐτοὺς ἐν εἰρήνη».
Μ’ αὐτὴ λοιπὸν τὴν πατριαρχικὴ διαιτησία, ποὺ θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ἦταν ἀρκετὰ εὐνοϊκὴ γιὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν, τελείωσε γύρω στὰ 1010-1011 ἡ σύγκρουση μὲ τὸν σύγκελλο Στέφανο. Δώσαμε τὸ περίγραμμα αὐτῆς τῆς συγκρούσεως, ποὺἀναφέρονται στὶς ἀποκλίσεις σχετικὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ τὶς προσπάθειές τοῦ ἅγίου Συμεὼν γιὰ νὰ τὴν ἀνακαινίσει.

Ὁ ἅγιος Συμεὼν κάνει αὐστηρὴ κριτικὴ στοὺς διῶκτες του γιὰ τὴν ἔλλειψη πνευματικότητας:
«Κενοδοξίᾳ γὰρ καὶ ὑπερηφανείᾳ κρατούμενοι καὶ οἰόμενοι ἑαυτοὺς εἶναί τι, μηδὲν ὄντες, πατέρας καὶ διδασκάλους ἑαυτοὺς ἀποστόλους λογίζονται, μήτε τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς ἐκεῖνοι λαμβάνοντες, μήτε φῶς γνώσεως φωτισθέντες, μήτε τὸν κηρυττόμενονΘεὸν κατὰ τὴν ἀψευδῆ Αὐτοῦ ἐπαγγελίαν ἀποκαφθέντα αὐτοῖς κατιδόντες».
Ἐπιμένει ὁ ἅγιος Συμεὼν στὴν διακήρυξή του πὼς πρέπει πρῶτα νὰ δεῖ κανεὶς τὸν Θεὸ καὶ μετὰ νὰ μιλήσει γι’ Αὐτὸν.

Εἶναι δύσκολο νὰ ἐκφράσουμε μὲ περισσότερη σαφήνεια τὰ βασικὰ σημεῖα τῆς πνευματικῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγιου Συμεὼν καὶ νὰ ποῦμε πὼς αὐτὴ ἀκριβῶς ἦταν ἐκείνη ποὺ ἀποτελοῦσε τὸ κύριο ἀντικείμενο τῆς ἔριδας. Προφανῶς καὶ ἡ ἀντίδικη παράταξη εἶχε τὶς ἀπόψεις της, ποὺ τὶς θεωροῦσε παραδοσιακὲς καὶ ρεαλιστικές. Ἡ θέση τους ἦταν κυρίως βασισμένη στὸ ἐπιχείρημα, ὅτι ἡ ἐποχή τους ἦταν ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ πὼς ἦταν ἀδύνατο νὰ μιμηθοῦνε τὴν τότε ἁγιότητά τους. Ἀλλὰ στὴν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Συμεὼν παρουσιάζει ἀρκετὰ ἀντικειμενικὰ τὰ ἐπιχειρήματα τῶν ἀντιπάλων του καὶ στὴ συνέχεια τὰ ἀνατρέπει:
«Φησὶ γάρ· Ἄλλα τὰ ἐκείνων (τῶν ἀποστόλων) καὶ ἄλλα τὰ καθ’ ἡμᾶς. Ἄλλως ἐκείνους ἠγάπησεν καὶ ἠλέησεν ὁ Θεός, Πνεύματος Ἁγίου καὶ δωρεῶν ἀξιώσας αὐτοὺς μεγάλων. Ἀλλὰ γὰρ καὶ μόλις, φησί, μετανοοῦντας καὶ κακοπαθοῦντας καὶ κλαίοντας κἂν συγχωρήσει ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας καὶ σώσει ἡμᾶς, ἐπεὶ ὡς ἐκείνους ἢ τοὺς πατέρας ἡμῶν τοὺς ἁγίους γενέσθαι καὶ νῦν ἡμᾶς».

Ἑπομένως ἦταν μόνον τὸ ἰδεώδες τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς ἡ πηγὴ τῆς συγκρούσεως.
Ἐγκαταστημένος ὁριστικὰ πιὰ στὸν τόπο τῆς ἐξορίας του, ἑκούσια αὐτὴ τὴ φορά, ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀποτελειώνει τὴν ἐπισκευὴ τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Ἁγίας Μαρίνας. Μαζεύει ἐκεῖ τὸ «μικρό του ποίμνιο», ἀγοράζει μὲ τὴ βοήθεια τῶνφίλων του τὸ μετόχι τῆς μονῆς τοῦ Εὐγενίου καὶ συνεχίζει νὰ γιορτάζει μὲ ἐπισημότητα τὴ μνήμη τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα.
Ἡ φήμη του ὡς χαρισματούχου, ὡς ἀνθρώπου προικισμένου μὲ προφητικὰ χαρίσματα ποὺ ἔκανε θαύματα, ξαπλωνόταν ὅλο καὶ πιὸ πολὺ καὶ τραβοῦσε κοντά του ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων. Στὸ παρουσιαστικό του δὲν εἶχε τίποτε τὸ αὐστηρό.
«Ὁ δὲ πᾶσι χριστομιμήτως εὐπρόσιτος ὢν ἀνδράσι, γυναιξί, παιδίοις, γέρουσι, νέοις, ξένοις, γνωρίμοις ἀνθρώπῳ παντί, ἐξέρχεται πρὸς αὐτοὺς συνήθως τῇ βακτηρίᾳ ἐπιστηριζόμενος τῇ ἑαυτοῦ, γαληνῷ καὶ ἡσύχῳ ποδί».

Παρὰ τὴν προχωρημένη ἡλικία του, πῆγε νὰ ξαναδεῖ τὴν πατρίδα του καὶ τὸ πατρικό του σπίτι.
Μετὰ ἀπὸ δεκατρία χρόνια ζωῆς στὴν ἐξορία ὁ ἅγιος Συμεὼν κοιμήθηκε στὶς 12 Μαρτίου 1022 σὲ ἡλικία 73 χρόνων. Ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ Νικήτας, εἶχε προβλέψει τὴν ἡμερομηνία τοῦ θανάτου του καὶ τὴ μεταφορὰ τῶν λειψάνων του, ποὺ θὰ γινόταν τριάντα χρόνια μετά.

Ὁ ἅγιος Συμεὼν σ’ αὐτὴν τὴν τελευταία περίοδο τῆς ζωῆς του ἐμφανίζεται κυρίως ὡς ἕνας ἀνακαινιστὴς τῆς εὐαγγελικῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ποὺ στὴν ἐποχή του εἶχε πέσει σὲ παρακμὴ. Βλέπουμε σ’ αὐτὸν ἕναν ἀνυποχώρητο μαχητὴ τῆς πίστεως, ἐπιθετικὸ καμιὰ φορά, ποὺ ἦταν σκληρὸς στὶς θέσεις του, ἀλλὰ ὅταν οἱ ἀντίπαλοί του τὸν ὑποχρέωναν νὰ φτάσει μέχρι ἐκεῖ. Ἡ ἄμυνά του περιοριζόταν σ’ ἐκείνους ποὺ εἶχαν προσβάλλει τὸ δρόμο ποὺ δίδασκε σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Πιστὸς πάντα στὴν Ἁγία Γραφή, τῆς ὁποίας ἦταν ἕνας δυνατὸς καὶ βαθὺς γνώστης μὲ ἑρμηνευτική ἱκανότητα κατὰ γράμμα καὶ ταυτόχρονα κατὰ Πνεῦμα. Ὁ ἅγιος Συμεὼν ἦταν ἀκόμα πιστός στὴν μνήμη τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Εὐλαβοῦς, μέχρι σημείου νὰ ἐκφράσει τὴν διαφοροποίησίν του ἐνάντια στοὺς πιὸ μεγάλους ἀξιωματούχους τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴ μνήμη τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Εὐλαβοῦς, τοῦ ὁποίου ἡ ἁγιότητα ἦταν γι’ αὐτὸν ἡ ἀπόδειξη τῆς αὐθεντικότητας τῆς δικῆς του πνευματικῆς ἐμπειρίας.
Αὐτὸ ὅμως ποὺ προκάλεσε βίαιες συγκρούσεις μ’ ἕνα μέρος τῶν μοναχῶν καὶ τῆς ἱεραρχίας καὶ ποὺ εἶχε σημαντικὸ ἀντίκτυπο στὴν κοινὴ γνώμη, εἶναι κυρίως οἱ ἐπανειλημμένες δηλώσεις του πὼς τὸ χριστιανικὸ ἰδεῶδες μιᾶς συνειδητῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Θεὸ κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς ἐδῶ τῆς ζωῆς εἶναι κατορθωτὸ στὰ χρόνια μας, ὅπως ἦταν καὶστὸν καιρὸ τῶν Ἀποστόλων.

Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ σημειώσουμε, πὼς ὁ ἅγιος Συμεὼνν δὲν κατηγορήθηκε ποτὲ γιὰ αἵρεση, ἀκόμα δὲ περισσότερο γιὰ μεσσαλιανισμὸ ἢ ἄλλη παλιὰ γνωστὴ αἵρεση. Στὸ περιβάλλον τῆς ἱεραρχίας προτιμοῦσαν νὰ βλέπουν τὴ σύγκρουση σὰν μιὰ ἁπλὴ ὑπόθεση ἐκκλησιαστικῆς πειθαρχίας.

Μὲ λίγα λόγια: ἀνακαινιστὴς τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ αὐθεντικὸς μυστηκὸς ποὺ εἶχε φτάσει στὶς κορυφὲς τῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ ἑνώσεως, ὁ ἅγιος Συμεὼν ὀνομάστηκε ἐπάξια Νέος Θεολόγος. Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς τοῦ δόθηκε ἴσως πρῶτα ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους τουμὲ μιὰ μειωτικὴ ἔννοια, ἀλλὰ ἔγινε δεκτὸς μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ ἁγίου Συμεὼν. Ὁ ὅρος «θεολόγος» χρησιμοποιεῖται ἐδῶ, ὅπως στοὺς περισσότερους Ἕλληνες Πατέρες, μὲ τὴν ἔννοια ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἔφτασε στὰ ὕψη τῆς θεωρίας. Καὶ τὸ ἐπίθετο «Νέος» ἔρχεται νὰ δηλώσει τὸν ἀνακαινιστὴ τῆς ἀποστολικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία, ὅπως ὁ ἴδιος τὸ λέει, εἶχε σὲ πολλὰ ξεχαστεῖ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν ἁγιότητά του καὶ ἐμπνέεται στὴ ζωή της ἀπὸ τὴν πνευματική του διδαχή, ποὺ εἶναι τόσο ζωντανὴ ὢς τὶς μέρες μας.

Διασκευὴ ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ»
Ἐπιμέλεια κειμένου: π. Γεωργίου Καλαντζῆ