Ὁμιλία 3-5-2022
Ἂς μὴν εἶναι ἕνας ἁπλὸς χαιρετισμὸς, μιὰ εὐχὴ ἀπὸ συνήθεια. Εἴθε νὰ εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας, γιὰ κάθε ἄνθρωπο ἐκδήλωσις ὁμολογίας καὶ ἐπιβεβαίωσις καθολικῆς χαρᾶς καὶ εἰρήνης μιὰ κατάσταση σὰν καὶ ἐκείνη ποὺ ἔζησε καὶ περιγράφει ὁ ἀείμνηστος Γεώργιος Παπαζάχος μὲ τὸν Ἅγιο Πορφύριο μιὰ Τρίτη τῆς Διακαινησίμου καὶ τὴν ἐμπειρία του τὴν ἔστελνε σὰν εὐχὴ πασχαλινή, τὸ περιεχόμενον τῆς ὁποίας ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Ἀντὶ ἄλλης Πασχάλιας εὐχῆς θὰ σᾶς μεταφέρω τὰ χαρμόσυνα ἀναστάσιμα βιώματα τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου, ὅπως τὰ ἔζησα μιὰ Τρίτη Διακαινησίμου στὸ κελλάκι του.
Μετὰ τὴν καρδιολογικὴ ἐξέταση καὶ τὸ συνηθισμένο καρδιογράφημα, μὲ παρεκάλεσε νὰ μὴ φύγω. Κάθησα στὸ σκαμνάκι κοντὰ στὸ κρεββάτι του. Ἔλαμπε ἀπὸ χαρὰ τὸ πρόσωπό του.
Μὲ ρώτησε:
-Ξέρεις τὸ τροπάριο ποὺ λέει «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν…»;
-Ναί, γέροντα, τὸ ξέρω.
-Πές το.
Ἄρχισα γρήγορα-γρήγορα:
«Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν˙ καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον, τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν πατέρων Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον».
-Τὸ κατάλαβες;
-Ἀσφαλῶς τὸ κατάλαβα.
Νόμισα πὼς μὲ ρωτάει γιὰ τὴν ἑρμηνεία του.
Ἔκανε μία ἀπότομη κίνηση τοῦ χεριοῦ του καὶ μοῦ εἶπε:
-Τίποτε δὲν κατάλαβες, βρὲ Γιωργάκη! Ἐσὺ τὸ εἶπες σὰν βιαστικὸς ψάλτης… Ἄκου τὶ φοβερὰ πράγματα λέει αὐτὸ τὸ τροπάριο: Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Ἀνάστασή Του δὲν μᾶς πέρασε ἀπέναντι ἀπὸ ἕνα ποτάμι, ἀπὸ ἕνα ρῆγμα γῆς, ἀπὸ μιὰ διώρυγα, ἀπὸ μιὰ λίμνη ἤ ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα, μᾶς πέρασε ἀπέναντι ἀπὸ ἕνα χάος, ἀπὸ μία ἄβυσσο, ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ τὴν περάσει ὁ ἄνθρωπος μόνος.
Αἰῶνες περίμενε ὁ κόσμος αὐτὸ τὸ Πάσχα, αὐτὸ τὸ πέρασμα.
Ὁ Χριστὸς μᾶς πέρασε ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ σήμερα «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ἅδου τὴν καθαίρεσιν». Χάθηκε ὁ θάνατος. Τὸ κατάλαβες; Σήμερα γιορτάζουμε τὴν «ἀπαρχὴ» τῆς «ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου», τῆς ζωῆς κοντά Του.
Μίλαγε μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ βεβαιότητα. Συγκινήθηκε.
Σιώπησε γιὰ λίγο καὶ συνέχισε πιὸ δυνατά:
-Τώρα δὲν ὑπάρχει χάος, θάνατος, νέκρωση, Ἅδης. Τώρα ὅλα εἶναι χαρά, χάρις στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀναστήθηκε μαζί Του ἡ ἀνθρώπινη φύση. Τώρα μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ ἀναστηθοῦμε, νὰ ζήσουμε αἰώνια κοντά Του… Τὶ εὐτυχία ἡ Ἀνάσταση!
«Καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον». Ἔχεις δεῖ τὰ κατσικάκια τώρα τὴν ἄνοιξη νὰ χοροπηδοῦν πάνω στὸ γρασίδι; Νὰ τρῶνε λίγο ἀπὸ τὴ μάνα τους καὶ νὰ χοροπηδοῦν ξανά; Αὐτὸ εἶναι τὸ σκίρτημα, τὸ χοροπήδημα. Ἒτσι ἔπρεπε κι ἐμεῖς νὰ χοροπηδοῦμε ἀπὸ χαρὰ ἀνείπωτη γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας καὶ τὴ δική μας.
Διέκοψε καὶ πάλι τὸν λόγο του. Ἀνέπνεα μιὰ εὐφρόσυνη ἀτμόσφαιρα.
-Μπορῶ νὰ σοῦ δώσω μιὰ συμβουλή; συνέχισε.
Σὲ κάθε θλίψη σου, σὲ κάθε ἀποτυχία σου, σὲ κάθε πόνο σου, νὰ συγκεντρώνεσαι μισὸ λεπτὸ στὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ λὲς ἀργὰ-ἀργὰ αὐτὸ τὸ τροπάριο. Θὰ βλέπεις ὅτι τὸ μεγαλύτερο πρᾶγμα στὴ ζωή σου - καὶ στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου ὅλου - ἔγινε. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ σωτηρία μας. Καὶ θὰ συνειδητοποιεῖς ὅτι ἡ ἀναποδιὰ ποὺ σοῦ συμβαίνει εἶναι πολὺ μικρὴ γιὰ νὰ χαλάσει τὴ διάθεσή σου.
Μοῦ ʹσφιξε τὸ χέρι, λέγοντας:
-Σοῦ εὔχομαι νὰ «σκιρτᾶς» ἀπὸ χαρά, κοιτάζοντας πίσω σου τὸ χάος ἀπὸ τὸ ὁποῖο μᾶς πέρασε ὁ Ἀναστὰς Κύριος, «ὁ μόνος εὐλογητὸς τῶν Πατέρων».
Ψάλλε τώρα καὶ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη»...
(Γεώργιος Παπαζάχος, Καθηγητής Ἰατρικῆς Σχολῆς)
Εἴθε ἡ εὐχὴ τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου νὰ πραγματώνεται στὸν καθένα μας σὲ κάθε δυσκολία μας καὶ κάθε πόνο μας...
Χριστὸς Ἀνέστη-Ἀληθῶς Ἀνέστη! λοιπόν, ὄχι σὰν ἁπλὸ χαιρετισμὸ, ὄχι σὰν εὐχὴ ἁπλή, ἀλλὰ συγκλονισμὸς ὁμολογίας καὶ καθολικῆς χαρᾶς καὶ εἰρήνης.
Σὲ αὐτὲς τὶς τέσσερις μόνο λέξεις -Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!- συγκεφαλαιώνονται καὶ τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια καὶ ὅλη ἡ διδασκαλία καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκφράζεται ὅλο τὸ νόημα ὅλων τῶν κόσμων τοῦ Θεοῦ, τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων. Καὶ ὅταν τὰ αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅλες οἱ σκέψεις του συγκεντρωθοῦν στὴ βροντὴ τοῦ πασχαλινοῦ αὐτοῦ χαιρετισμοῦ: «Χριστὸς Ἀνέστη!», τότε ἡ χαρὰ τῆς ἀθανασίας σείει ὅλα τὰ ὄντα, καὶ αὐτὰ μέσα σὲ ἀγαλλίαση ἀπαντοῦν «Ἀληθῶς Ἀνέστη!», καὶ ἔτσι τὸ πασχαλινὸ θαῦμα ἐπιβεβαιώνεται.
Ὅταν γιὰ τὸν ὀρθόδοξο πιστό, ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξει ὁ Ἀναστημένος Κύριος, εἶναι τὰ πάντα, μέσα στὰ πάντα, γιὰ ὅλους τοὺς κόσμους: Ὅ,τι τὀ Ὡραῖο, τὸ Καλό, τὸ Ἀληθινό, τὸ Προσφιλές, τὸ Χαρμόσυνο, τὸ Θεῖο, τὸ Σοφό, τὸ Αἰώνιο, τότε ὁ Χριστὸς εἶναι ὅλη ἡ Ἀγάπη μας, ὅλη ἡ Ἀλήθειά μας, ὅλη ἡ Χαρά μας, ὅλο τὸ Ἀγαθό μας, ὅλη ἡ Ζωή μας, ἡ Αἰώνια Ζωὴ σ’ ὅλες τὶς θεῖες αἰωνιότητες καὶ ἀπεραντοσύνες.
Ναί, Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος! καὶ μάρτυρας αὐτοῦ εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος, εἶσαι ἐσύ, εἶμαι ἐγώ, εἶναι κάθε χριστιανός, ἀρχίζοντας ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους μέχρι καὶ τὴ Δευτέρα Παρουσία. Γιατὶ μόνο ἡ δύναμη τοῦ Ἀναστημένου Θεανθρώπου Χριστοῦ μπόρεσε νὰ δώσει – καὶ συνεχῶς δίνει καὶ συνεχῶς θὰ δίνει – τὴ δύναμη σὲ κάθε χριστιανὸ -ἀπὸ τὸν πρῶτο, μέχρι τὸν τελευταῖο – νὰ νικήσει ὁλόκληρο τὸ θνητὸ μέρος καὶ αὐτὸν τοῦτον τὸν θάνατον, ὁλόκληρο τὸ ἁμαρτωλὸ μέρος καὶ αὐτὴ τούτη τὴν ἁμαρτία,.ὁλόκληρο τὸ δαιμονικὸ μέρος καὶ αὐτὸν τοῦτον τὸν διάβολο.
Γιατὶ μόνο μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ὁ Κύριος, κατὰ τὸν πιὸ πειστικὸ τρόπο, ἔδειξε καὶ ἀπέδειξε ὅτι ἡ Ζωή Του εἶναι ἡ αἰώνια Ζωή, ἡ Ἀλήθεια Του εἶναι ἡ αἰώνια ἀλήθεια, ἡ Ἀγάπη Του εἶναι ἡ αἰώνια ἀγάπη.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ προτυπώθηκε στὴν Π. Διαθήκη, προλέχθηκε ἀπὸ τοὺς Προφῆτες καὶ προεξαγγέλθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ἐγκαινιάζει τὴν ἀρχὴ καινούργιας ζωῆς, τὸν μέλλοντα αἰώνα καὶ εἶναι μοναδικὸ γεγονὸς μὲ ἀσύλληπτες σωτηριολογικὲς συνέπειες γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, διότι ὡς ἀναμάρτητος «δὲν ἦταν δυνατὸν ὁ θάνατος νὰ κρατήσει αἰχμάλωτο τὸν ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς», διότι «ὁ θάνατος εἰσήλθε ὡς ἐπιτίμιο καὶ ὡς ὀψώνιο τῆς ἁμαρτίας».
Ὅπως, ὅταν γεννήθηκε, δὲν γνώρισαν οὔτε οἱ ἀσώματοι Ἄγγελοι τὸν τρόπο τῆς σαρκώσεώς Του, ἔτσι καὶ ὁ τρόπος τῆς Ἀναστάσεώς Του παραμένει ἀκατάληπτος.
Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος συνήθως πραγματοποιοῦντο ἡμέρα Κυριακή, κατὰ τὴν ὁποία καὶ ἀναστήθηκε. Ἔτσι, ἡ ἡμέρα αὐτὴ παίρνει τὸ ὄνομά Του, ἀφιερώνεται στὸν Κύριο.
Χωρὶς τὴν Ἀνάσταση, ὁ Χριστιανισμὸς θὰ εἶχε ταφὴ κατὰ τὴν Μ. Παρασκευὴ στὸν τάφο μαζὶ μὲ τὸν Χριστό.
Ἄν ὁ Χριστὸς δὲν ἀνασταινόταν ὅλα θὰ θεωροῦνταν μύθος καὶ ὑποσχέσεις ἀπραγματοποίητες, ἡ πίστη θὰ ἦταν κενή. Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ ἡ Ἀνάσταση ἔγινε ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος πάνω στὸν ὁποῖον στηρίχθηκε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ παραμένει γεγονὸς ἀναντίρρητο. Ἔγινε σύμφωνα μὲ τὶς προρρήσεις Του καὶ μαρτυρεῖται ἀπὸ ἀτράνταχτες καὶ πειστικὲς μαρτυρίες, ὅπως ἱστοροῦν οἱ Εὐαγγελιστές.
Γιὰ σαράντα μέρες ἐμφανίστηκε ἕνδεκα φορὲς: στὶς Μυροφόρες καὶ στοὺς Μαθητές Του, ποὺ Τόν ψηλάφησαν, συνέφαγαν μαζί Του, δέχθηκαν τὶς τελευταῖες διδαχές Του, γιὰ σαράντα ἡμέρες παρέμεινε κοντά τους, ὄχι σὰν φάντασμα καὶ πνεῦμα, ἀλλὰ μὲ τὸ Σῶμα Του, ποὺ τώρα πλέον ἔχει ἄλλες ἰδιότητες.
Ὅμως, πέρα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἀποστόλων, ὑπάρχουν καὶ ἄλλες πειστικώτερες ἀποδείξεις. Οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἡ συνέχειά των ἡ Ἐκκλησία, «χρησιμοποιώντας τὸ σεβάσμιο καὶ ἅγιο Ὄνομά Του, ἔκαναν μεγαλύτερα καὶ ἀνώτερα θαύματα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ λάμψη ἡ δύναμή Του πιὸ πολὺ καὶ πιὸ ἔνδοξα.
Ἔχομε ἀκόμη καὶ τὴν μαρτυρία τῶν Ἀγγέλων, ποὺ εἶπαν στὶς Μυροφόρες ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ἐσταυρωμένος ποὺ ζητᾶτε, ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, καὶ ποὺ ταῖς ὑπενθύμισαν τὶς προφητεῖες καὶ τὸν λόγον τοῦ Χριστοῦ ὅτι θὰ ἀναστηθῇ τὴν τρίτη μέρα καὶ τὶς ἀπέστειλαν νὰ φέρουν τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως στοὺς ἐμφόβους Μαθητές. Ἔγιναν ἔτσι οἱ Μυροφόρες ἀπόστολοι τῶν Ἀποστόλων καὶ οἱ πρῶτοι κήρυκες τῆς Ἀναστάσεως μετὰ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους.
«Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος στὴν γῆ ποὺ ἀναστήθηκε, γιὰ νὰ μὴν πεθάνει ποτὲ πλέον, ἀλλὰ νὰ ζῇ αἰώνια. Εἶναι ὁ ‘Πρωτότοκος’ καὶ ἡ ‘Ἀρχὴ’ τῆς ἀληθινῆς ἀθανασίας».
Μετὰ τὴν Ἀνάσταση, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ παρουσιάζει ἄλλες ἰδιότητες καὶ φαινόμενα μοναδικά, ποὺ δὲν φανέρωνε ὅσο ζοῦσε, διότι «ἤδη ἡ Σάρκα Του ἔγινε θεϊκώτερη» καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση Του ἦταν πλέον ἀδιάστατη, ἄφθαρτη, ἀθάνατη, ἀπαθὴς καὶ μὲ θεία δόξα στολισμένη.
Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε γυμνός, ἀλλὰ γυμνὸς δὲν φαινόταν, διότι ντύθηκε τὴν ἀφθαρσία καὶ τὴν δόξα ποὺ εἶχε πάντοτε. «Δὲν ἔλαβε αὐτὰ ποὺ δὲν εἶχε, ἀλλὰ φανέρωσε αὐτὰ ποὺ εἶχε». Καὶ ἔτσι, παραδόξως, ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς εἶναι «ἠμφιεσμένος» μὲ θεοπρεπῆ δόξα. Μὲ τὴν Ἀνάστασή Του «ὁ Κύριος ἐβασίλευσε καὶ εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο». Ἡ εὐπρέπεια ἀναφέρεται στὴν σάρκα, διότι ἡ θεότητα τοῦ Κυρίου πάντοτε εἶχε τὴν δόξα καὶ τὴν εὐπρέπεια. Ὅσο ζοῦσε στὴν γῆ ἡ Σάρκα Του ἔκρυβε τὴν Θεότητά Του. Μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ἡ Θεότητά Του καλύπτει τὴν δοξασμένη Σάρκα Του μὲ εὐπρέπεια.
Μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, δὲν ὑπέκειτο πλέον τὸ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Θεανθρώπου, οὔτε στὰ ἀδιάβλητα πάθη τῆς φθορᾶς, τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ ὕπνου, τῆς κοπώσεως. «Ἂν καὶ δοκίμασε τροφὴ μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ὅμως, τὴν δοκίμασε ὄχι σύμφωνα μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους -διότι δὲν πείνασε- ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο οἰκονομίας, διὰ νὰ καταστήση ἀξιόπιστη τὴν ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως.
Ἐμφανίζεται στοὺς Μαθητές, τὸν βλέπουν, συνομιλοῦν μαζί Του καὶ ξαφνικὰ γίνεται ἄφαντος. Τὸ «ἐφανέρωσε» καί «ἐφάνη» καὶ «ὤφθη» καὶ τὰ παρόμοια, δηλώνουν ὅτι, ἐπειδὴ ἦταν ἄφθαρτο τὸ Σῶμα Του, ἦταν ἀφανής.
Ὅταν παρουσιάσθηκε γιὰ νὰ πείση τὸν Θωμᾶ, δείχνοντάς του ὅτι ἦταν παρὼν καὶ χωρὶς νὰ φαίνεται, ὅταν αὐτὸς δυσπιστοῦσε, τὸν προσκαλεῖ νὰ Τὸν ψηλαφήση στὰ σημεῖα τοῦ Πάθους Του, ποὺ ἀποδεικνύουν, ὄχι φαινομενικά, ἀλλὰ πραγματικά, ὅτι ὁ Κύριος ἔλαβε ἀνθρώπινο σῶμα καὶ πραγματικὰ πέθανε καὶ ἀναστήθηκε.
Ψηλαφᾶται καὶ δείχνει τὶς πληγὲς ποὺ ὑπέστη. Ἂν καὶ «τὸ Σῶμα Του ἦταν πνευματικό, δηλαδὴ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ κάθε παχύτητα» καὶ διερχόταν ἀπὸ τὶς κλειστὲς θύρες.
Ἐνῶ, ἀπέρριψε ὅλα τὰ ἄλλα στοιχεῖα τοῦ Σώματος δὲν ἀπέβαλε ἐντελῶς τὰ τραύματα καὶ τὶς πληγές, ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του πρὸς τὸν ἄνθρωπο, διότι μὲ αὐτὲς βρῆκε τὸν χαμένο καὶ ἀνέσυρε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου τὸ πλάσμα Του, τὸν πρωτόπλαστο Ἀδὰμ καὶ τοὺς ἀπογόνους Του.
Ἐξαιρετικὰ καὶ σωτήρια εἶναι τὰ ἔπαθλα τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ Χριστὸς νίκησε τὸν θάνατο, ὥστε αὐτὸς πλέον νὰ μὴν ὀνομάζεται θάνατος, ἀλλὰ κοίμηση καὶ ὕπνος (κεκοιμημένοι-κοιμητήρια). Συνέτριψε τὶς πύλες τοῦ Ἅδου καὶ ἀπελευθέρωσε τοὺς νεκρούς. Ὁ Χριστός, λοιπόν, κατῆλθε καὶ «στὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς», ὄχι ὡς αἰχμάλωτος, ἀλλὰ ὡς νικητὴς τοῦ θανάτου μὲ τὸν δικό Του θάνατο, μὲ τὴν Θεότητά Του παρέμεινε ἑνωμένος καὶ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ μὲ τὸ Σῶμα Του.
Στὸν Χριστὸ δόθηκε, μετὰ τὴν Ἀνάσταση, κάθε ἐξουσία στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν γῆ. «Ὅποια ἐξουσία εἶχε ἀϊδίως ὡς Θεός, τὴν παίρνει τώρα ὡς ἄνθρωπος».
Ὁ ἀναστημένος Χριστός ἔφερε τὴν εἰρήνη, ποὺ διαλύει τὸν φόβο καὶ διώχνει τὸ μίσος. (Ἐμβολιασμένοι-ἀνεμβολίαστοι).
Εἴδαμε καὶ πάλιν, τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα τοὺς ἀδελφούς μας νὰ κατακλύζουν τὶς ἐκκλησιές μας, δόξα τῷ Θεῷ. Γέμισαν, ἔστω καὶ ἐθιμικά, ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, ἔστω μερικοί μόνο αὐτὴ τὴν περίοδο, ἐνῶ ὅλον τὸν ἄλλο καιρὸ ξεχνοῦν τὴν ἅγια πόρτα τῆς ἐνορίας τους. Καὶ ὅμως! Δὲν εἶναι κακό! Ὁ Θεὸς ξέρει. Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει σὲ ὅλους τὴν εἴσοδο στὸ σπίτι Του, ἐμεῖς, ὡς ἀδελφοί, πρέπει νὰ κινούμαστε, ὡς ἐν μέσῳ ἀδελφῶν, ἀγκαλιάζοντας ὅλους αὐτοὺς ποὺ θὰ θυμηθοῦν ἔστω γιὰ λίγο τὴν σχέση τους μὲ τὸν Πατέρα μας. Ἅγιο πρᾶγμα κὰι ὄμορφο, καὶ πρέπει ὅλους μας νὰ μᾶς γεμίζει χαρὰ ἡ παρουσία τοῦ ἀμελοῦς, ὅσο καὶ ἡ παρουσία τοῦ ἐπιμελοῦς Χριστιανοῦ.
Ἐξ ἄλλου, στὸν Σταυρό ὁ Κύριός μας, αὐτὸ τὸ ὑπόδειγμα παρέδωσε ὡς ὕστερο καὶ στερνὸ μάθημα σὲ ὅλους μας. Ποιό εἶναι αὐτό; Μὰ εἶναι ἁπλό. Δώδεκα μαθητὲς ἐπιμελεῖς -καὶ δὲν ἐξαιρῶ τὸν Ἰούδα- καὶ ὅμως κανένας δὲν εἰσῆλθε μαζί Του στὸν Παράδεισο. Ὁ πρῶτος βεβαιωμένος, μοναδικὰ βεβαιωμένος, κάτοικος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, εἶναι ἕνας ἀμελῆς «μαθητής» τῆς τελευταίας στιγμῆς! Ἕνας ληστής, ποὺ στὸ παρὰ πέντε, ξεπέρασε ὅλους τοὺς Ἀποστόλους καὶ κατῆλθε στὸν Ἅδη μὲ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ μεταβῆ στὸν Παράδεισο, μὲ τὴν ἀσφάλεια τῆς συνοδοιπορίας τοῦ Χριστοῦ. Τραγικό! Νὰ εἶσαι τρία χρόνια στὸν κόπο καὶ νὰ σὲ προσπερνᾶ ὁ ἄσχετος. Αὐτὴ ὅμως εἶναι ἡ πίστη μας: Ὑπέρβαση τῆς λογικῆς καὶ τῆς φυσικῆς τάξεως!
Ὁ Χριστὸς μᾶς διαβεβαίωσε: «Σᾶς δίνω τὴν δική μου εἰρήνη». Εἶναι μεγάλο ἀγαθὸ ἡ εἰρήνη ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὴν γῆ μὲ τὴν Γέννηση καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, καὶ διὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ διὰ τῆς Ἐκκλησίας Του, ὡς κληρονομία σ’ ὅλο τὸν κόσμο.
Ὁ ἀναστημένος Κύριος ἀπέστειλε τοὺς Μαθητές Του νὰ διδάξουν τὰ Ἔθνη καὶ νὰ βαπτίζουν ὅσους πιστεύουν, ἐμφυσώντας στὰ πρόσωπά τους. Δείχνοντας, μὲ τὸ ἐμφύσημα, ὅτι Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος πού, ὅταν δημιούργησε τὸν πρῶτο ἄνθρωπο, «φύσησε στὸ πρόσωπό του καὶ ἔγινε ὁ ἄνθρωπος ψυχὴ ζωντανή». Μὲ τὴν παράβαση, ὅμως, τῆς ἐντολῆς ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὴν ἀρχικὴ χάρη. Θέλοντας, λοιπόν, νὰ ἀνανεώσῃ τὸ δημιούργημά Του καὶ νὰ ξαναδώσῃ τὸ παλαιὸ δῶρο, φύσησε στὸ πρόσωπο τῶν Ἀποστόλων, ξαναδίνοντας στὸ δημιούργημά Του τὴν παλαιὰ ἐκείνη δύναμη ποὺ δίδει ζωή.
Ὁ Χριστὸς νίκησε τὸν θάνατο καὶ δόξασε τὴν ἀνθρώπινη φύση, καθιστώντας την ὁμόθρονη μὲ τὸν Πατέρα, καὶ «εἶναι ὁ Μόνος ποὺ ἔγινε ἀρχὴ τῆς μελλοντικῆς ἀναστάσεως ὅλων καὶ ὁ Μόνος ποὺ κατέστη ἀπαρχὴ τῶν νεκρῶν, Πρωτότοκος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ Πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Τέλος, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἀναζώωση καὶ ἐπάνοδος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, πρὸς τὴν ἀθάνατη ζωὴ τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Εἶναι ἡ δημιουργία, ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ ἀφετηρία μιᾶς νέας ζωῆς. «Ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχή» (ἅγιος Πορφύριος). «Εἶναι ἄλλη γέννηση, ἄλλος βίος, ἄλλο εἶδος ζωῆς, εἶναι μεταστοιχείωση τῆς φύσεώς μας». «Εἶναι ἀνάπλαση τῆς φύσεώς μας, ἡ ὁποία πλεονεκτεῖ ἀπὸ τὴν διάπλαση τοῦ ἀνθρώπου στὸν παράδεισο, γενικὰ μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διὰ τῶν Μυστηρίων καὶ εἰδικὰ μὲ τὴν κατὰ χάρη ἄρρητη θέωση τῶν Ἁγίων».
Μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ὁ Σωτὴρ ἔδειξε τὸν «καινὸ ἄνθρωπο». Καινὸς ἄνθρωπος εἶναι οὐσιαστικὰ μόνον ὁ Θεάνθρωπος, καὶ γίνονται (παρόμοιοι) ὅλοι ὅσοι ἀνήκουν στὸ Σῶμα Του καὶ ἀποτελοῦν ἐνεργὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸς ὁ νέος, ὁ χριστοφόρος καὶ χριστοειδὴς ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἀθάνατος, αἰώνιος, ποὺ δὲν γερνᾶ,ὡς πρὸς τὴν ψυχή, ἐπειδὴ ἡ αἰωνιότητα καὶ ἡ θεανθρωπότητα δὲν γερνοῦν.
Στὸν ἀνθρώπινο κόσμο μας, ὁ θάνατος εἶναι τὸ μεγαλύτερο βάσανο καὶ ἡ πιὸ φρικιαστικὴ ἀπανθρωπιά. Τὸ μέγεθος , τὶς διαστάσεις, τὴν πολυπλοκότητα καὶ τὴν διαπλοκὴ, τὸ ζοῦμε τὸν τελευταῖο καιρὸ καὶ ὅσο θὰ εὐρισκόμεθα σὲ ἀπoστασία, θὰ συνεχίσουμε νὰ τὸ ζοῦμε. Ἡ ἀπελευθέρωση ἀπ΄ αὐτὸ τὸ βάσανο τοῦ μέσου τοῦ θανάτου εἶναι ἡ πιὸ οὐσιαστικὴ σωτηρία. Τέτοια σωτηρία δώρισε στὸ ἀνθρώπινο γένος, μόνο ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου· ὁ Ἀναστημένος Θεάνθρωπος, διὰ μέσου τῆς Ἀναστάσεώς Του, μᾶς ἀποκάλυψε ὅλο τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας.
Σωτηρία σημαίνει τὸ νὰ ἐξασφαλιστεῖ γιὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ ἀθανασία καὶ αἰώνια ζωή. Τοῦτο κατορθώνεται μόνο διὰ τῆς θεανθρώπινης ζωῆς, τῆς νέας ζωῆς, τῆς ζωῆς μέσα στὸν Ἀναστημένο καὶ γιὰ τὸν Ἀναστημένο Χριστό! («Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»).
Γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανούς, ἡ ζωὴ αὐτὴ πάνω στὴ γῆ εἶναι σχολεῖο, στὸ ὁποῖο μαθαίνουμε πῶς νὰ ἐξασφαλίσουμε τὴν ὅλη ἀθανασία καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Γιατί, τί ὄφελος ἔχουμε ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωή, ἐὰν μ΄ αὐτὴ δὲν μποροῦμε νὰ ἀποκτήσουμε τὴν αἰώνια;...
Στὴν ἀτελεύτητη Βασιλεία Του τὰ πάντα εἶναι, ἐπίσης, καινὰ καὶ «χρόνος οὐκ ἔστι». Ἐκεῖ εἶναι ἡ κοινωνία τῶν κατὰ χάριν θεωμένων μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα.
Ἀναμφίβολα ὁ Χριστιανισμὸς σ΄ ὅλη του τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, τὴν ἱστορική του δύναμη καὶ παντοδυναμία, θεμελιώνεται πάνω στὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, «εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ἡμῶν», δηλαδὴ πάνω στὴν αἰώνια ζῶσα Ὑπόσταση τοῦ Ἀναστάντος Θεανθρώπου Χριστοῦ· καὶ τοῦτο μαρτυρεῖ ὅλη ἡ μακραίωνη καὶ πάντοτε θαυματουργικὴ ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ.
«Γιατὶ ἄν ὑπάρχει ἕνα γεγονός, στὸ ὁποῖο θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ συνοψισθοῦν ὅλα τὰ γεγονότα, ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων καὶ γενικὰ ὁλόκληρου τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἄν ὑπάρχει μιὰ ἀλήθεια στὴν ὁποία θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ συνοψισθοῦν ὅλες οἱ εὐαγγελικὲς ἀλήθειες καὶ ἀκόμα, ἐὰν ὑπάρχει μιὰ πραγματικότητα στὴν ὁποία θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ συνοψισθοῦν ὅλες οἱ καινοδιαθηκικὲς πραγματικότητες, αὐτὸ τὸ γεγονός, αὐτὴ ἡ ἀλήθεια, αὐτὴ ἡ πραγματικότητα θὰ ἦταν ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τέλος, ἂν ὑπάρχει ἕνα εὐαγγελικὸ θαῦμα στὸ ὁποῖο θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ συνοψισθοῦν ὅλα τὰ καινοδιαθηκικὰ θαύματα, τότε τὸ θαῦμα αὐτὸ θὰ ἦταν ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ».
Καὶ κάτι ἀκόμα: «Χωρὶς τὴν Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ οὔτε ἡ ἀποστολικότητα τῶν Ἀποστόλων, οὔτε τὸ μαρτύριο τῶν Μαρτύρων, οὔτε ἡ ὁμολογία τῶν Ὁμολογητῶν, οὔτε ἡ ἁγιότητα τῶν Ἁγίων, οὔτε ἡ ἀσκητικότητα τῶν Ἀσκητῶν, οὔτε ἡ πίστη τῶν πιστευόντων, οὔτε ἡ ἀγάπη τῶν ἀγαπώντων, οὔτε ἡ ἐλπίδα τῶν ἐλπιζόντων, οὔτε ἡ νηστεία τῶν νηστευόντων, οὔτε ἡ προσευχὴ τῶν προσευχομένων, οὔτε ἡ πραότητα τῶν πράων, οὔτε ἡ μετάνοια τῶν μετανοούντων, οὔτε ἡ εὐσπλαχνία τῶν εὐσπλάχνων, οὔτε ὁποιαδήποτε χριστιανικὴ ἀρετὴ ἢ ἄσκηση».
Ὅλα αὐτὰ εἶναι, λοιπόν, ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ γιὰ ὅλους μας καὶ γιὰ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Γιατὶ ὁ θαυμαστὸς καὶ γλυκύτατος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ἀναστημένος Θεάνθρωπος, εἶναι ἡ μόνη Ὕπαρξη, μὲ τὴν ὁποία μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ στὴ γῆ νὰ νικήσει καὶ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν διάβολο, καὶ νὰ καταστεῖ μακάριος καὶ ἀθάνατος, ἀλλὰ καὶ συμμέτοχος στὴν Αἰώνια Βασιλεία τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
Θὰ τελειώσω, νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε, μὲ δύο προσωπικὲς – βιωματικὲς ἐμπειρίες στὸ φετεινὸ Πάσχα.
- Μιὰ ἐμπειρία μου μὲ τὸν στολισμὸ τοῦ Ἐπιταφίου.
Μὲ ἀφορμὴ ὅτι τὸν τελευταῖο καιρὸ τὰ κρούσματα ἀπὸ κορονοϊὸ ἔχουν πληθυνθεῖ καὶ στὸ περιβάλλον τῆς ἐνορίας μας, ἔγινε ἡ σκέψη, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει προσέλευση καὶ ἐγγύτητα κατὰ τὸν στολισμό, νὰ κληθεῖ κάποιος ἀπὸ ἀνθοπωλεῖο γιὰ τὸν στολισμό.
Ἡ σκέψη καὶ μόνον γιὰ στολισμὸ τοῦ Ἐπιταφίου χωρὶς παρουσία παιδιῶν, κόσμου καὶ ἡμῶν τῶν ἰδίων, προκάλεσε στοὺς ἱερεῖς πολὺ πόνο καὶ ἀπεφασίσθη, ἔστω καὶ μὲ αὐστηρὰ ἐπιτήρηση, νὰ μὴν ἐγκαταληφθοῦν τὰ τῆς παραδόσεως καὶ ὁ στολισμὸς νὰ γίνῃ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους, τὶς κυρίες καὶ τὰ παιδιά μας.
Προσωπικά, ταπεινὰ καταθέτω τὴν ἐμπειρία μου ὅτι αἰσθάνθηκα ὡς δεκάχρονο παιδὶ στὸ χωριό μου, ὅταν εἶδα ὅτι, κάποια κρίνα ποὺ εἶχα φέρει ἀπὸ τὸ βουνό, χρησιμοποιηθήκαν στὸν στολισμὸ τοῦ Ἐπιταφίου.
Ἡ λατρεία θέλει δοτικότητα προσωπικὴ καὶ λογικὸ βίωμα.
- Καὶ μιὰ δεύτερη ἐμπειρία μου.
Μετὰ τὴν τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὰ τρανταχτὰ «Χριστὸς Ἀνέστη» καὶ τὸ «Ἀναστήτω ὁ Θεὸς» καὶ «Διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ Αὐτοῦ», παρατήρησα ὅτι ὁ κόσμος παρέμενεν ἀκόμη εἰς τὴν πλατεία, καὶ δὲν ἀποχωροῦσε ὡς συνήθως, καὶ παρατείναμε τὴν παραμονή μας καὶ ἐμεῖς εἰς τὴν ἐξέδρα καὶ ἐψάλλαμεν ἐκεῖ δύο ὡδὲς ἀπὸ τὸν κανόνα τοῦ ὄρθρου. Ἔτσι, πραγματοποιήθηκε οὐσιστικώτερα γιὰ λίγο τὸ «Αὔτη ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ» νὰ γίνεται ὅσον τὸ δυνατὸν μὲ περισσότερους πιστούς.
Γι’ αὐτὸ καὶ πάλιν καὶ πολλάκις καὶ ἀναρίθμητες φορὲς καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ ὁ καθένας καὶ ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς νὰ βιώσουμε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» μὲ συναίσθηση καὶ βεβαιότητα:
«Ἀναστάσεως ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα, ἐκ γάρ θανάτου πρός ζωήν, καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν, Χριστός ὁ Θεός, ἡμᾶς διεβίβασεν...».
Ἀγωνιζόμενοι:
«Καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις καί ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτί τῆς Ἀναστάσεως, Χριστόν ἐξαστράπτοντα, καί χαίρετε φάσκοντα, τρανῶς ἀκουσώμεθα ἐπινίκιον ἄδοντες».
ὥστε νὰ ἀπολαμβάνουμε καὶ τὸ:
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια˙ ἑορταζέτω γοῦν πάσα κτίσις, τήν ἔγερσιν Χριστοῦ ἐν ᾗ ἐστερέωται».
Γένοιτο!
Ἐπιμέλεια-Διασκευή κειμένων π. Γεώργιος Καλαντζῆς