Στὸ παρελθόν, στὶς ὀρθόδοξες χῶρες ὁλόκληρη ἡ κοινωνία ἀποδεχόταν ἕνα συγκεκριμένο ρυθμὸ ζωῆς καὶ μὲ τὸ συνδυασμὸ ποὺ εἶχε στὰ ἔθιμα, τὴ νομοθεσία, τοὺς δημόσιους καὶ ἰδιωτικοὺς κανόνες ζωῆς, ὑπενθύμιζε στὰ μέλη τῆς κοινωνίας τοὺς κανόνες καὶ τὰ καθήκοντα ἀλλὰ καὶ τὶς περιόδους καὶ τὶς ἑορτές.
Σήμερα ὅμως ὅλοι μας, χωρὶς ἀμφιβολία, συμφωνοῦμε ὅτι ὁ τρόπος τῆς καθημερινῆς ζωῆς ἔχει ριζικὰ ἀλλοτριωθεῖ μὲ τὴν παρουσία τοῦ ραδιοφώνου, τῆς τηλεόρασης καὶ κυρίως τοῦ ἴντερνετ, μέσων δηλαδὴ ποὺ διαποτίζουν ὁλόκληρο τὸ εἶναι μας.

Ἰδιαίτερα τὰ δύο τελευταία χρόνια ζοῦμε σὲ μιὰ πλασματικὴ πραγματικότητα, μιὰ πραγματικὴ «σχιζοφρένεια» - ἕνα σπάσιμο δηλαδὴ τῆς ζωῆς μας σὲ κομμάτια, καὶ ἰδιαίτερα τὸ προσωπικὸ καὶ τὸ κοινωνικό, τὸ θρησκευτικὸ καὶ τὸ κοσμικό, ποὺ ἔχουν ὅλο καὶ λιγότερη ἀλληλοεξάρτηση (ὁ καθένας στὸ κόσμο του, στὸν χρόνο του, στὸ θέλω του).
Κατὰ συνέπεια, ζητιέται ἀπὸ μᾶς μιὰ νέα προσπάθεια, νὰ σκεφτοῦμε, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναλάβουμε προσωπικὴ εὐθύνη γιὰ τὴν ἀπαραίτητη θρησκευτικὴ σχέση ἀνάμεσα στὸ «ἐξωτερικὸ» (στὸ περιβάλλον) καὶ τὸ «ἐσωτερικὸ» (στὸ προσωπικὸ) γιὰ τὸν καθένα μας.

Ἕνα παράδειγμα εἶναι ἡ σχιζοφρενικὴ διαφοροποίησις, στὸ τί σημαίνει κατὰ κόσμον καὶ τὸ τί σημαίνει ἀπὸ Ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως «ἄνοιξε» τὸ Τριώδιο.
Τὸ Τριώδιον ἐκκλησιαστικὰ εἶναι μιὰ περίοδος ἑορταστικὴ, ποὺ ἀρχίζει τὴν Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ τελειώνει τὸ Μέγα Σάββατο καὶ περιλαμβάνει τρεῖς ὑποπεριόδους:
α) τὶς τρεῖς πρῶτες ἑβδομάδες, ποὺ γιὰ τὸν κόσμο εἶναι τὸ Τριώδιον-οἱ Ἀπόκριες,
β) τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀπὸ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα ἕως καὶ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων καὶ
γ) τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἀπὸ τῶν Ἑσπερινὸ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων ἕως καὶ τὸ Μέγα Σἀββατον.

Ἀπόκριες: προετοιμασία ἐσωτερικὴ, προετοιμασία πρωταθλημάτων ἢ ξεφάντωμα κοσμικό, παραλησία;

Ἡ ἀντίθεση τῶν κρατούντων ἠθῶν εἶναι σχιζοφρενικὴ.
Ἡ περίοδος πῆρε τὸ ὄνομα ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο ποὺ λέγεται «Τριώδιον» καὶ περιέχει τὸ πλεῖστον μέρος ἀπὸ τὶς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖες τελοῦνται εἰδικῶς κατὰ τὴν περίοδο ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου καὶ τελειώνει τὸ Μέγα Σάββατο.
Ὀνομάζεται Τριώδιον, διότι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὕμνους του, οἱ λεγόμενοι Κανόνες (καὶ μάλιστα οἱ Κανόνες τοῦ Ὄρθρου τῶν καθημερινῶν), δὲν εἶναι ἄρτιοι, δηλαδὴ δὲν περιέχουν ἐννέα ἤ ὀκτὼ Ὠδές, ἀλλὰ περιέχουν μόνον τρεῖς Ὠδές. Ἐξ οὗ χαρακτηρίσθηκε ὁλόκληρο τὸ βιβλίο «Τριώδιον».

Ὁλόκληρη ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου ἔχει σκοπὸ νὰ μᾶς προετοιμάσῃ, διὰ τῆς ἠσυχίας, τῆς νηστείας, τῆς προσευχῆς καὶ τῆς μετανοίας, νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν «πρὸς Πάθος εὐτρεπιζόμενον» Σωτῆρα μας καὶ νὰ γίνουμε κοινωνοὶ τῶν Παθημάτων καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Δυστυχῶς ὅμως! Ἐν τῇ πράξει πολλάκις χρησιμοποιοῦμε τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου καὶ ἰδιαιτέρως τὶς τρεῖς πρῶτες ἑβδομάδες, μὲ χοροὺς καὶ καρνάβαλους, μὲ μέθες καὶ «μασκαρέματα», ἀντὶ τῆς προσευχῆς, τοῦ «χαροποιοῦ πένθους», τῆς κατανύξεως καὶ τῆς πνευματικῆς εὐφροσύνης.

Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ

Τὸ Τριώδιον ξεκινάει μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου φανερώνοντας ἐξ ἀρχῆς ὅτι τὸ μεγάλο ἐμπόδιο στὴν πνευματικὴ ζωὴ εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια καὶ τὸ κλειδὶ τοῦ νὰ ἀνοίξει ὁ δρόμος γιὰ αὐτοκριτικὴ – αὐτοσυνειδησία καὶ μεταμέλεια εἶναι ἡ ταπείνωσις.
Οἱ παραβολὲς ἦταν συνήθως σύντομες διηγήσεις, παρμένες ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωή, μὲ τὶς ὁποῖες ὁ Κύριος προσπαθοῦσε νὰ διδάξει μεγάλες μεταφυσικὲς ἀλήθειες.
Τὸ βαθύτερο θεολογικὸ νόημα κάθε παραβολῆς δὲν ἦταν ἐξαρχῆς προφανές. Σὲ ὅσους εἶχαν ἁπλότητα, ἐπιθυμία καὶ δίψα νὰ καταλάβουν βαθύτερες θεολογικὲς ἀλήθειες, οἱ παραβολὲς τὶς ἀποκάλυπταν καὶ τὶς ἁπλούστευαν. Σὲ ὅσους ἔδειχναν ἀδιαφορία καὶ καχυποψία, τὶς ἀπέκρυπταν, δὲν ἦτο κατανοητὲς (ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει νὰ φανερωθοῦν χαρίσματα γιὰ νὰ μὴν βεβηλωθοῦν).

Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου ἐκφράζει ὅλη τὴν τραγικότητα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ εἶναι μιὰ πιστὴ εἰκόνα τῆς περιπέτειας τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.
Ἡ «ἀποδημία» τοῦ Ἀσώτου σὲ μακρινὴ χώρα, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει τὸ Εὐαγγέλιο, εἶναι ἡ ἁμαρτία ἡ ἀποστασία ἀπὸ τὸν Θεὸ. Ἁμαρτία στὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικά, σημαίνει ἀστοχία, εἶναι ἡ ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου νὰ κρατήσει τὴν ὕπαρξή του ἑνωμένη μὲ τὸν Θεὸ-Πατέρα,πλασμένος «κατ’ εἰκόνα» νὰ φθάσῃ στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν».
Ὁ ἄνθρωπος σὲ κάθε ἐποχή, ἔχοντας βγάλει τὸν Θεὸ ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς ζωῆς του καὶ ἔχοντας τοποθετήσει (ἐκεῖ) τὸν ἑαυτό του, θεωρεῖ συνήθως τὴν ὑποταγή του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὡς δουλεία, ἐνῶ βλέπει τὴν ἀνυπακοή του ὡς ζωὴ ἐλευθερίας. Ἐδῶ ἔγκειται, ὅμως, ἡ τραγικότητά του. Ἡ στιγμιαία παράβαση, ὅταν δὲν ὑπάρξει μετάνοια, γίνεται παγιωμένη κατάσταση ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ κατάσταση τῆς «ἁμαρτίας», δηλαδὴ τῆς ἀστοχίας, συνιστᾶ τὴν ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπιτύχει τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς του, δηλ. τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν».

Ἡ «Πατρικὴ οἰκία» εἶναι ὁ τρόπος τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.
Ἡ «μακρινὴ χώρα» εἶναι ἡ περιπέτεια, ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀποστασία, ἡ μακρὰν τοῦ Θεοῦ, ἡ χωρὶς ἀναφορὰ εἰς τὸν Θεὸν ζωή. Ὅταν βρίσκουμε τὸν ἀληθινὸ ἑαυτόν μας [πρβλ. τὸ «εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν»] ξαναβρίσκουμε τὸν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ καὶ τῆς ἐπανασύνδεσης μὲ τὸν Θεό. Τότε ἡ μετάνοια γίνεται βαθειὰ ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς θεραπεύει ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια τῆς «ἁμαρτίας», τὶς ἐμμονές, τὶς ἐνοχές, τὴν κατάθλιψη, τὸν φόβο καὶ τὸ ἄγχος. Ἡ ἐσωτερικὴ συντριβὴ καὶ ταπείνωση ἀκολουθοῦνται ἀπὸ εἰρήνη καὶ ψυχικὴ γαλήνη, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἀγάπη («στολὴν τὴν πρώτην») καὶ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ («δακτύλιον»).
[Ἡ «μακρινὴ χώρα», ὁ μακρὰν τοῦ Θεοῦ κόσμος «καταναλίσκει» τὰ θεϊκὰ χαρίσματα καὶ μᾶς μετατρέπει, σταδιακά, ἀπὸ εὐγενικὰ «ἀρχοντόπουλα» σὲ ἄθλιους «χοιροβοσκούς».]
Οἱ ἀπολαύσεις, οἱ ἡδονὲς τοῦ κόσμου τούτου, κάποτε φθάνουν στὸ τέλος, στὴν ἀθλιότητα. Δὲν εἶναι ἀπέραντες ὡς ἡ ἡδονὴ τοῦ “καθορῶντος τὸ κάλλος τὸ ἄρρητον”. Ἡ κατάσταση τοῦ κενοῦ τῆς ψυχῆς, ἡ ἔλλειψη κάθε νοήματος γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν παύσουν οἱ θόρυβοι τῶν διασκεδάσεων καὶ βρεθεῖ μόνος, «ἐνώπιος-ἐνωπίῳ» μὲ τὸν ἑαυτό του, εἶναι τὸ ἀναπόφευκτον κατάντημα.
Πολλὲς φορὲς ἡ τραγικότητα τῆς καταστάσεως τοῦ ἁμαρτωλοῦ τὸν κάνει νὰ συνέλθει. Καὶ τότε «ἐλθὼν εἰς ἑαυτόν», ἀρχίζει νὰ ἀποκτᾶ ἠθικὴ αὐτοσυνειδησία καὶ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας του, ποὺ εἶναι τὸ πρῶτο στάδιο τῆς μετανοίας. Τοῦ δημιουργεῖται ἡ ζωηρὴ ἐπιθυμία νὰ ἐπιστρέψει στὸν Πατέρα του καὶ τὴν κατὰ Θεὸν ζωὴ καὶ νὰ ὁμολογήσει ὡς ὁ μετανοημένος ἄσωτος:
«Πάτερ ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. Ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ γενναία συναίσθηση καὶ μετάνοια, ἔρχεται ἡ γενναία ἀπόφαση «καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ».
Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ μὲν νὰ κόβει κάθε νῆμα ποὺ τὸν συνδέει μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα, ὅταν ἁμαρτάνει, ἀλλὰ ἡ εὐσπλαχνία καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ Πατέρα δὲν παύει νὰ περιμένει τὴν ἐπιστροφὴ («πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι...»).

Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ, θὰ θέλαμε νὰ συστήσουμε σὲ ὅλους τοὺς γονεῖς, ποὺ θεωροῦν ὅτι ἔχουν παιδιὰ «παραστρατημένα», θὰ πρέπει νὰ ἀφήνουν τὴν πόρτα τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ πάντα ἀνοικτὴ καὶ τὴν ἀγκαλιά τους ζεστὴ νὰ δεχθοῦν τὰ παιδιά τους.
Ὁ πατέρας τὸν εἶδε ἀπὸ μακριὰ καὶ τὸν σπλαχνίστηκε. «Καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν» (στίχ. 20).
Ὅσο βδελυκτὴ εἶναι ἡ ἁμαρτία γιὰ τὸν Θεό, τόσο ἀγαπητὸς καὶ ποθητὸς εἶναι ὁ μετανοῶν ἁμαρτωλός. Κάνει ἕνα βῆμα ὁ ἁμαρτωλὸς πρὸς τὸν Θεό, κάνει δέκα βήματα ὁ Θεὸς πρὸς αὐτόν.
Ὁ σπλαχνικὸς Πατέρας, ὁ Θεός, ἐνῶ ὁ μετανοῶν ταραγμένος προσπαθεῖ νὰ ψελλίσει τὴν ἐξομολόγησή του: «πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν Οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου, ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου», δίνει διαταγὴ μπροστὰ στοὺς ἔκπληκτους δούλους του: «ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτὸν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ»· καὶ τὸν ἀποκαθιστᾶ στὴν ἀρχικὴ υἱϊκή του θέση. (Αἰσιοδοξία, ἀνακούφηση ἐσωτερικὴ εἰρήνη, ἀκολουθοῦν τὴν μετάνοια).
Ἡ ἀπρόσμενη ὑποδοχὴ τοῦ Ἀσώτου φθάνει στὸ ἀποκορύφωμά της ὅταν ὁ Πατέρας ἀποφασίζει νὰ στήσει ἕνα ξέφρενο γλέντι μὲ τὴν διαταγή: «ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν» (στ 23) (“πολλὴ χαρὰ γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι”).

Μὲ τὶς ἀλληγορικὲς αὐτὲς ἔννοιες, ἡ παραβολὴ θέλει νὰ δείξει ὅτι ὁ Θεὸς τὸν κάθε μετανοοῦντα ἁμαρτωλό, τὸν ἀποκαθιστᾶ στὴν θέση τοῦ κατὰ χάριν υἱοῦ, καὶ τοῦ προσφέρει τὸν «μόσχον τὸν σιτευτόν», δηλαδὴ τὸν ἴδιο τὸν Υἱό Του, τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἐπάνω στὸν Σταυρὸ προσέφερε ἅπαξ τὸν ἑαυτὸ Του θυσία γιὰ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὅλων τῶν αἰώνων. Ἔκτοτε, τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μέσῳ τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀποτελεῖ γιὰ τοὺς πιστοὺς τὸ ἐκλεκτότερο ἔδεσμα, καὶ ποὺ τοὺς καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Τοὺς τρέφει πνευματικὰ καὶ ἀποτελεῖ τὸ καλύτερο ἀντίδοτο κατὰ τοῦ θανάτου. (Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ... ἔχει ζωὴν αἰώνιον).

Θὰ ἦταν πολὺ ἁπλὰ τὰ πράγματα, ἄν ἡ παραβολὴ τελείωνε σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ὅταν στὴν πατρικὴ οἰκία βρίσκεται σὲ ἐξέλιξη τὸ μεγάλο γλέντι. Ἀλλὰ τὰ πράγματα δυσκολεύουν ὅταν καταφθάνει ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς ὁ πρεσβύτερος ἀδελφός, ὁ ὁποῖος ὅταν «ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν» (στ 25) καὶ ἀντέδρασε μὲ παράπονο καὶ ὀργή.
Τὸ «κατσίκι» ποὺ θὰ ἀπολάμβανε μὲ φίλους του, ἔξω τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ὁ πρεσβύτερος υἱός, θὰ ἦταν μιὰ ψευδαίσθηση προσωρινῆς εὐτυχίας. Ἀντίθετα, τὸ μεγάλο δεῖπνο, στὸ ὁποῖο ὁ σπλαχνικὸς Πατέρας προσκαλεῖ καὶ τὸν πρεσβύτερο υἱό Του νὰ συμμετάσχει, εἶναι τὸ μεγάλο «Δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».
Ἡ πρόσκληση τοῦ Θεοῦ γιὰ συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων στὸ «Δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ» ἰσχύει πάντοτε, καὶ ὑπὲρ τῶν μετανοούντων ἁμαρτωλῶν ἀλλὰ καὶ τῶν συνετῶν - μεγαλοψύχων καὶ μικροψύχων. Ἡ ἀπόφαση γιὰ συμμετοχὴ σ’ αὐτὴν ἐξαρτᾶται καθαρὰ ἀπὸ τὴν προαίρεση τοῦ κάθε ἀνθρώπου.

Αὐτὸ τὸ δεῖπνο εἶναι ἡ αἰώνια χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ποὺ περιμένει τοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ Θεοῦ -τοὺς ἐκ δεξιῶν τοῦ Χριστοῦ- ποὺ θὰ συμμετάσχουν στὴν χαρὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.Καὶ ὅμως πολλὲς φορὲς συμβαίνει νὰ προτιμᾶμε νὰ ἀνταλλάξουμε τὴν αἰώνια χαρὰ τῆς συμμετοχῆς στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μὲ «προσωρινὲς» μικροχαρὲς τοῦ κόσμου.
Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἀπὸ μόνη της νὰ μᾶς διδάξει ὅλο τὸ μυστήριο τῆς πατρικῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ τοῦ τρόπου σωτηρίας καὶ ἐπιστροφῆς τῶν ἀνθρώπων στὸν Θεό.

Ἄξιος πολλῶν δακρύων εἶναι ὁ μεγάλος ἀδελφός. Γιατὶ τελικὰ αὐτὸς δὲν ἔζησε πραγματικὰ μαζὶ μὲ τὸν πατέρα, δὲν ἐπικοινώνησε μὲ τὸν πατέρα, οὔτε τὸν χάρηκε, οὔτε τὸν κατάλαβε τὸν πατέρα του. Ἐμεῖς οἱ «θρησκευάμενοι» ὄντως κινδυνεύουμε ἀπὸ τὸ σύνδρομο τοῦ ἀνθρώπου τοῦ μεγάλου ἀδελφοῦ.
Ἡ τραγωδία βρίσκεται σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Στὸ ὅτι δηλαδὴ τόσα χρόνια δὲν κατάλαβε ποιό πατέρα εἶχε δίπλα του. Ἐνῶ ὁ ἄσωτος ἐὰν καὶ ἔκανε τόσες ἁμαρτίες, φαίνεται ὅτι κάποια στιγμὴ ἀνακάλυψε μέσα στὴν καρδιά του τὸν γνωστὸ πατέρα του. Βρῆκε τὸν ἑαυτό του καὶ ἀποφάσισε νὰ πάει πίσω στὸ σπίτι του. Αὐτὸ τὸ ἔκανε, γιατὶ ἤξερε ποιός εἶναι ὁ πατέρας του. Ἦταν βέβαιος ὅτι, ἄν πήγαινε πίσω, ὁ πατέρας θὰ τὸν δεχόταν, καὶ αὐτὸς θὰ τοῦ ἔλεγε: «πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». Αὐτὸ ἦταν τὸ κλειδί, δηλαδὴ ὅτι ἤξερε καὶ τὸν πατέρα του καὶ τὸν τρόπο ποὺ θὰ μιλήσει σ’ Αὐτόν. Ὁ μεγάλος ἀδελφὸς δυστυχῶς δὲν τὸ ἤξερε αὐτό. Δὲν κατάλαβε ποτὲ τὸν Πατέρα του.

Καὶ γιὰ τὰ δικά μας δεδομένα εἶναι τραγωδία. Ἐνῶ θεωροῦμε ὅτι εἴμεθα ἄνθρωποι μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ προσπαθοῦμε νὰ ἀγωνιζόμεθα πνευματικά, νὰ διαβάζουμε, νὰ νηστεύουμε, νὰ προσευχόμεθα καὶ νὰ κάνουμε ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα, ἀλλὰ ἔχουμε πολλές φορές, εὐκαίρως - ἀκαίρως, μία συμπεριφορὰ ἀκατανόητη: σὰν νὰ μὴν ἔχουμε καμμία σχέση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀγνοοῦμε τὴν αἰώνια ζωή.
Ἐνῶ λέει ὁ Χριστός: «αὕτη ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσι Σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Ἡ αἰώνιος ζωὴ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. Καὶ τί σημαίνει γνώση τοῦ Θεοῦ; Αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Χριστός: «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ».

Ἡ δημιουργία μας εἶναι «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ καὶ πρέπει νὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα μας. Καὶ θὰ Τοῦ μοιάσουμε ὅπως μᾶς ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό Του, λέγοντάς μας: «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ καὶ εὑρήσητε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν», γιὰ νὰ μὴν πλανώμεθα καὶ νὰ μὴ βρίσκουμε δικαιολογία ὅτι δὲν ξέραμε ἢ δὲν καταλάβαμε. Γιὰ νὰ Τοῦ μοιάσουμε ὅμως πρέπει νὰ συντρίψουμε τὸ εἴδωλό μας. Ἄν δὲν συντριβεῖ αὐτὸ τὸ εἴδωλο τοῦ θεωρούμενου καλοῦ ἀνθρώπου, τοῦ φρόνιμου, τοῦ ἠθικοῦ, τοῦ «καθὼς πρέπει», τοῦ συνετοῦ, τοῦ δουλευτῆ στὸν Θεό, καὶ μάλιστα τοῦ «τοσαῦτα ἔτη», δὲν πρόκειται νὰ Τὸν καταλάβουμε, διότι μόνον μὲ καλὴ προαίρεση, μὲ πνεῦμα προσφορᾶς καὶ θυσίας, μὲ θυσιαστικὴ ἀγάπη, μὲ πραότητα, μὲ εἰλικρίνεια, μὲ σεβασμὸ πρὸς τὸν ὅποιον πλησίον (τὸν ἄρρωστο [τὸν ἀπρόσεκτο], τὸν φυλακισμένο [τὸν ἐγκληματία], τὸν πεινασμένο [τεμπέλη]) καταξιώνουμε τὸ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Τὸ νὰ ὁμοιάσουμε μὲ τὸν Χριστό.

Αὐτὴ εἶναι ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ κυριεύει κι ἐμᾶς, τοὺς «θρῆσκους» ἀνθρώπους. Ἐπειδὴ δὲν κάνουμε καὶ μεγάλα κακὰ ἢ τὰ κάνουμε κρυφὰ ἢ τὰ δικαιολογοῦμε κιόλας, καὶ δὲν βιώνουμε αὐτὴ τὴν τραγική μας κατάσταση, ὅταν π.χ. αἰσθανόμεθα ἢ ἐκφραζόμεθα ἀπαξιωτικὰ γιὰ ἄνθρωπο ἁμαρτωλό, πλανεμένο, ἄσωτο, κακοποιό. «Μὴν τὸν συναναστρέφεσαι, μὴν τοῦ μιλᾶς, γιατὶ εἶναι χαμένος». Ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει διακρίσεις καὶ νὰ βλέπει τοὺς ὅποιους ἄλλους ὑποτιμητικά. Σημαίνει ὅτι δὲν καταλάβαμε ποτέ μας τί σημαίνει Εὐαγγέλιο, ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ καὶ μόνον ὁ ἔχων τὴν ἀγάπη ἐν τῷ Θεῷ μένει». Ὅλα ὅσα κάνουμε πρέπει νὰ καταλήγουν στὴν ἄνευ ὁρίων ἀγάπη, καὶ ἡ νηστεία, καὶ ἡ προσευχὴ καὶ οἱ μετάνοιες, ἄν δὲν καταλήγουν ἐκεῖ, στὴν ἀγάπη, καὶ ὅλα τρέφουν τὸν ἐγωισμὸ μας, τότε ἀντὶ οἱ ἀρετές νὰ γίνονται χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γίνονται ἐμπόδια, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεό. Σίγουρα ὁ Θεὸς δὲν παραβλέπει τίποτε. Ὅ,τι τοῦ δώσουμε θὰ τὸ πάρει καὶ θὰ μᾶς οἰκονομήσει, δὲν θὰ μᾶς ἀπορρίψει, ἐὰν κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε. Ὅμως αὐτὴ ἡ κρίση, ἡ αὐτοκριτικὴ εἶναι σημαντικὴ καὶ ἀπαραίτητη στὴ ζωή μας, γιὰ νὰ δοῦμε τί γίνεται μὲ μᾶς.
Καὶ βλέποντας ἐκεῖνες τὶς ὑπερφίαλες συμπεριφορὲς, τὶς ἐγωιστικὲς καὶ ἀπορριπτικὲς πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, νὰ τὶς ἀρνηθοῦμε. Ἂς γίνουμε εἰλικρινεῖς καὶ ἂς βροῦμε κι ἐμεῖς αὐτὸ τὸ κλειδὶ τοῦ Θεοῦ. Τὸ κλειδί ποὺ βρῆκε καὶ ὁ Τελώνης: «ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ ὁ ἄσωτος: «πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» καί ὁ ληστής: «κλεῖδα βαλὼν τὸ μνήσθητί μου ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου» καὶ ἀμέσως ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ Παραδείσου καὶ μπῆκαν μέσα.

Τὸ Εὐαγγέλιο τελικά, λέγουν οἱ Πατέρες, εἶναι τόσο εὔκολο, ἀλλὰ καὶ τόσο δύσκολο. Ὅποιος δὲν βρεῖ τὸ κλειδί, κτυπάει σὲ κλειστὴ πόρτα. Αὐτὸ τὸ κλειδὶ τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ βροῦμε. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ καὶ ὅλη ἡ εὐλογημένη περίοδος τοῦ Τριωδίου συνεχῶς μᾶς τὸ ἔχει μπροστά μας. Τὴν ταπείνωση, τὴ μετάνοια, τὴ μίμηση τοῦ Θεοῦ. Γένοιτο!

Στὸ πρόσωπο τοῦ ἀσώτου τῆς παραβολῆς ἄς ἀναγνωρίζουμε τὸν ἑαυτόν μας ποὺ μὲ τὴν ἁμαρτία, τὴν ἀποστασία, ἀπομακρυνόμεθα ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μᾶς φαίνεται ἐνοχλητικὴ καὶ πιεστική.
Δὲν καταλαβαίνουμε ὅτι τὸ νόημα τῆς ἐλευθερίας εἶναι νὰ κάνεις σωστὲς ἐπιλογὲς μὲ κριτήριο τὸ κοινὸ καλὸ καὶ τὸ κοινὸ συμφέρον. Ὅτι ἐλευθερία δὲν σημαίνει ἀσυδοσία, νὰ κάνεις δηλαδὴ ὅ,τι θέλει.
Κι ὅταν ἀκόμη ἀποφασίζουμε νὰ βγάλουμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωή μας, ὁ Θεὸς δὲν ἀρνεῖται νὰ μᾶς προσφέρει ὅλα τὰ θεῖα Του δῶρα.
Ὁ ὅποιος ἄσωτος υἱός -ὁ καθένας μας- ἐπιλέγει μιὰ νέα ὑπαρξιακὴ προοπτικὴ ποὺ συνήθως τὸν ὁδηγεῖ στὴν στέρηση καὶ στὴν μοναξιά, σὲ ἀδιέξοδα, μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς οἰκογένειάς του γίνεται ἀπελπισμένος, ἄσημος ὡς χαμένος.

Ὅλα ἀλλάζουν ὅμως ὅταν ἀρχίζει νὰ συναισθάνεται καὶ νὰ συνειδητοποιεῖ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐπιλογῆς του, τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς του, τῆς νέας ὑπαρξιακῆς προοπτικῆς ποὺ ἔγινε μὲ τὴν ἀπόφασή του νὰ σταματήσει νὰ ἐμπιστεύεται τὸν Θεὸν Πατέρα του καὶ νὰ ζήση μακρυὰ ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τὶς έντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ζωὴν τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀλληλοπεριχώρησης, τῆς ἐγκράτειας, τῆς σύνεσης, τῆς ὑπομονῆς, καὶ τότε προχωρεῖ στὴν ἀναγνώριση-ὁμολογία καὶ ἀποδοχὴ τῆς λαθεμένης προσωπικῆς του ἐπιλογῆς, ἀνεπιφύλακτα, χωρὶς δικαιολογίες γιὰ τὶς ἄστοχες ἐπιλογές του καὶ αὐτὸ λειτουργεῖ στὸ βάθος τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας ὡς κάθαρση, ποὺ καθιστᾶ δυνατὴ μιὰ νέα ἐπιλογή.
Εἶναι ἡ στροφή του πρὸς τὴν μετάνοια, ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν ἐπιλογὴ μιᾶς νέας ὑπαρξιακῆς προοπτικῆς.
Ἡ μετάνοια δὲν βιώνεται ἁπλῶς ὡς ἀλλαγὴ φρονήματος, ἀλλὰ περισσότερο ὡς θυσία, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ζητᾶ νὰ γίνει πάλι υἱὸς, ἀλλὰ δοῦλος, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ πλήρης συναίσθηση τῆς ἐνοχῆς του τὸν κάνει ταπεινό.
Ἡ μετάνοια, ὡς αὐτοθυσία, εἶναι ἡ μόνη λύση γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε ὁποιοδήποτε πρόβλημα δημιουργήσαμε οἱ ἴδιοι μὲ τὰ λάθη μας.

Ὁ ἄσωτος γύρισε στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του ὅταν «ἦλθε εἰς ἐαυτόν», ἐπειδὴ εἶχε καλὲς καὶ ἄριστες ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸ σπίτι του. Θυμήθηκε στὴν ἐρημιά του ὅλη τὴν στοργή, τὴν ἀγάπη καὶ τὶς θυσίες τοῦ καλοῦ Πατέρα.
Ἄν εἶχε κακὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸ σπίτι του, ποτὲ δὲν θὰ γύριζε. Θὰ ἔμενε στὴν καταστροφὴ τῆς ἐρημιᾶς του. Ὅλοι ἔχουμε τὴν εὐθύνη τῆς δημιουργίας περιβάλλοντος, εἴτε στὴν οἰκογένεια, εἴτε στὴν κοινωνία, εἴτε στὴν Ἐκκλησία, εἴτε στὸ σχολεῖο, εἴτε στὶς ὅποιες σχέσεις, πρέπει νὰ δώσουμε ἰδιαίτερη προσοχὴ γιατὶ ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ὁμιλίαι κακαὶ φθείρουσιν ἤθη χρηστά».

Τὸ περιβάλλον ποὺ δημιουργοῦμε πρέπει νὰ ἔχει τέτοια μορφὴ ποὺ νὰ κάνει καὶ τὸν ὅποιον ἄσωτον τῆς ἐποχῆς μας, μόλις «ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν», νὰ τὸ θυμᾶται νοσταλγικὰ, γιὰ νὰ ξαναγυρίζει πάλι στὸ σπίτι του καὶ νὰ βρεῖ στοργή.
Ἔκφραση συμπεριφορᾶς ἀμετανοήτου ἀσώτου εἶναι ἡ ἀσωτία τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἀπαράδεκτη ἄδικη κατανομὴ τῆς παγκόσμιας παραγωγῆς ἀγαθῶν.
Τὸ 10% τοῦ πληθυσμοῦ τῆς γῆς, ποὺ συμβαίνει νὰ εἶναι καὶ χριστιανοί, νέμεται τὸ 90% τῆς παγκόσμιας παραγωγῆς ἀγαθῶν καὶ τὸ 90% τοῦ πληθυσμοῦ τῆς γῆς μοιράζεται τὸ 10% τῆς παγκόσμιας παραγωγῆς ἀγαθῶν. Καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εὐθύνονται τὰ συστήματα ἢ κάποιοι μόνον, εὐθυνόμεθα ὅλοι μας, ἐφ’ ὅσον παραμένουμε ὑπερκαταναλωτὲς καὶ ἀσυγκίνητοι.

Ἡ ἀσωτία τῆς ἐποχῆς μας εἶναι δυνατὸν νὰ περιορισθεῖ μὲ τὴν μετάνοια ὅλων μας, διότι ἀλλιῶς ἀναπόφευκτα θὰ ὁδηγηθοῦμε ὅλοι, ἀδικοῦντες καὶ ἀδικούμενοι, στὴν καταστροφή.
Ἡ ἐπιβίωσή μας ἐξασφαλίζεται μόνο ἐὰν «εἰς ἑαυτὸν ἐλθόντες (ἔλθομεν)» καὶ μὲ τὴν «γνώση» καὶ ἐπίγνωση ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμεθα παιδιὰ ἑνὸς Πατέρα, τοῦ Θεοῦ καὶ μεταξύ μας ὅλοι ἀδέλφια, καὶ αὐτὸ ἐκφρασθῆ ὡς εἰλικρινὲς βίωμα τοῦ καθενός μας καὶ ὅλων μας.

Ἄς τελειώσουμε μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Φώτη Κόντογλου: "Ἀδέρφια μου ἀγαπήσατε τὸ ὀρθόδοξο ἦθος, τὴν ὀρθόδοξη λατρεία μας, τὶς ἑλληνικὲς γιορτές. Φυλάξτε τὰ ἑλληνικὰ συνήθειά μας, τὸ φιλότιμον καὶ τὸ φιλόξενον καὶ γιορτᾶστε ὅπως γιορτάζανε οἱ πατεράδες μας κυκλικὰ καὶ μὴν ξεγιελιώμαστε μὲ τὰ ξένα κι ἄνοστα πυροτεχνήματα. Οἱ δικές μας οἱ γιορτὲς ἀδελφώνουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἑνώνει ἡ ἀγάπη τοῦ κοινοῦ Πατέρα".

 

Ἐπιμέλεια-Διασκευὴ κειμένων π. Γεώργιος Καλαντζῆς