Ὑπῆρξαν ἐποχές ποὺ οἱ ἄνθρωποι διερωτῶντο γιὰ τὴν ἐποχή τους ἐὰν ὑπάρχουν ἅγιοι. Ἐγὼ ὁ ἀνάξιος, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἀπὸ μᾶς, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ὁμολογήσουμε ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ὅτι ὑπάρχουν ἅγιοι καὶ ὅτι -ἀμέσως ἤ ἐμμέσως- ἔχουμε ἐμπειρία τῆς παρουσίας τους. Ἀλλὰ τὸ μεγάλο μας ἐρώτημα εἶναι, γιατί ὁ Θεὸς ἐπιστράτευσε γιὰ τὸν οὐρανὸν τοὺς Ἁγίους τῶν ἡμερῶν μας. Μήπως γιὰ νὰ μὴν τοὺς βεβηλώσουμε μὲ τὴν ἀναίσχυντο ἀποστασία μας. Ἐπίσης διερωτώμεθα καὶ φοβούμεθα μήπως μὲ τὸν ἐγωϊστικὸ τρόπο ποὺ ζοῦμε καὶ τὸν ὀρθολογιστικὸ τρόπο ποὺ διαλογιζόμεθα -τρόπος μὴ ἅγιος, καταντήσαμε ἀνάπηροι καὶ ἀνίκανοι νὰ ἀντιληφθοῦμε τὶς εὐκαιρίες νὰ ἐπικοινωνήσουμε μαζί τους, τοὺς προσπερνᾶμε, τοὺς ἀγνοοῦμε καὶ ποὺ περισσότερον τοὺς περιφρονοῦμε, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτοὶ, προσεύχονται ἀενάως γιὰ μᾶς καὶ μᾶς εὐεργετοῦν μυστικῶς καὶ ἀθορύβως.
Ἐμεῖς ὅμως, τὸν Θεὸν καὶ τοὺς γνωστοὺς ἤ ἀνωνύμους φίλους τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἁγίους, τοὺς θυμόμαστε συνήθως στὶς θλίψεις, ἢ σὲ γεγονότα τραγικὰ ποὺ μπορεῖ νὰ βροῦν τὸν καθένα μας.

Ὅταν χάριτι Θεοῦ ἐπικοινωνήσεις μὲ κάποιον τρόπο μὲ ἁγίους, δὲν ἀντιλαμβάνεσαι ἀμέσως τὴν ἐπιρροή, κάθεσαι μαζί τους, ἀκοῦς, δὲν κάνεις τίποτε, μόνον ὑφίστασαι τὴν ἀθόρυβη εἰρήνη τῆς θείας ζωῆς τους, ποὺ σὲ θωπεύει, σὲ θεραπεύει, σοῦ ἐπουλώνει τὶς πληγές. Συγκροτεῖ τὸ εἶναι σου, καλλιεργεῖ τὴν ψυχή σου, οὐσιοποιεῖ τὴν ὑπόστασή σου. Σὲ κάνει εὐαίσθητο, σοῦ χαρίζει παρηγοριά, πλησμονὴ ζωῆς. Νοιώθεις «σκεῦος ἐκλογῆς». Περνᾶς συνειδητὰ σὲ χῶρο καὶ χρόνο λειτουργικό. Ἡσυχάζεις, καὶ σιωπηλὰ ἢ κραυγαλέα δοξολογεῖς ἀέναα Αὐτὸν ποὺ εἶναι τὸ Α καὶ Ω, τὸ Φῶς τὸ ἀληθινὸ ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ἐρχόμενο στὸν κόσμο.
Δὲν ὑπάρχουν μικροὶ καὶ μεγάλοι Ἅγιοι. Ὑπάρχουν μόνο ἀληθινοὶ Ἅγιοι. Ὁ ἀληθινός Ἅγιος εἶναι ἀείζωος, ἄσχετα ἂν εἶναι παλαιὸς ἢ σημερινός, γραμματισμένος ἢ ἀγράμματος. Ἡ δύναμη τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ζωντάνιας τοῦ Πνεύματος καταργεῖ τὶς ἀποστάσεις τοῦ χρόνου καὶ τὶς διαφορὲς τῆς «μορφώσεως».Διαπερνᾶ τὸ κτιστὸ καὶ ὁρατὸ μὲ τὴν ἄκτιστη χάρη, ἀκόμη καὶ τὰ ἱμάτια τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου εὐωδιάζουν, καὶ τὸ πρόσωπό του ἀστράφτει ὡς τὸ φῶς.

Πλησιάζοντάς τους, βρίσκεις τὴν πηγαία προσφορὰ τῆς ἀλήθειας ποὺ ἐλευθερώνει. Βρίσκεις τὴ ζωή, τὴν εἰλικρίνεια, τὴν ταπείνωση, τὸν πλοῦτο τοῦ πνεύματος, τὴν καταξίωση, τὴν ἀνάνηψη τῆς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ προσωπικότητός σου, τὴ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου, τὸν φωτισμὸ τοῦ ἀδιαφανοῦς, τὸ νόημα τοῦ ἀσημάντου, τὴ χάρη τῆς αἰωνιότητος ἁπλωμένη στὸ καθημερινὸ καὶ συνηθισμένο.

Οἱ Ἁγιασμένοι ὡς πλήρεις Χάριτος, κινοῦνται ἐλεύθερα, μιλοῦν προσωπικά, σκορποῦν εὐλογία, ἀνέχονται ὅλους (μέσα στὴν αὐστηρότητά τους), γνωρίζουν ὅλους μὲ τὴν ἀγάπη τους, ἀγαποῦν ὅλους ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι ἔχουν ἀγαπηθεῖ κι ἔχουν ἀγαπήσει μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ ἑνός, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἀγάπη.
Δι’ αὐτῶν γνωρίζεις τὰ πάντα, γνωρίζεις ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ζεῖ τὴν ἀλήθεια ὡς φανέρωση τῆς Τριαδικῆς Θεότητος, σέβεσαι τὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο ἐν κοινωνίᾳ, ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς Λόγος «ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται … καὶ ἐν πᾶσι κατάγεται» καὶ διὰ τὸν πολὺ Αὐτοῦ ἔρωτα παίρνει τὰ πάντα, ὅσα ἐμεῖς ἔχομε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ μᾶς δώσει τὰ πάντα, ὅσα Αὐτὸς ἔχει, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κατ’ οὐσίαν ταυτότητα, γιὰ νὰ γίνουν οἱ πάντες υἱοὶ Θεοῦ καὶ θεοὶ κατὰ χάριν.
Ἀφήνουν ὅλα νὰ κινηθοῦν ἐλεύθερα. Περιμένουν νὰ βρεῖς τὸν ρυθμό σου, νὰ βρεῖς τὸ δρόμο σου. Κρύβουν τὴν ἀρετή τους ἀπὸ συστολή, γνωρίζοντας ὅτι ὅλα τὰ ἀληθινὰ εἶναι ἄνωθεν δωρεὰ καὶ ὅτι ὁ Θεὸς «ἕως ἄρτι ἐργάζεται» τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Οἱ Ἅγιοι αὐτὸ φανερώνουν καὶ κηρύττουν μὲ τὴν ὕπαρξή τους, γιὰ νὰ παρηγορεῖται ἡ θλίψη τοῦ κόσμου καί νὰ μετατρέπεται σὲ ἀγαλλίαση.

(Διασκευὴ ἀπὸ κείμενα τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς καὶ τοῦ Φώτη Κόντογλου)

Μεταξὺ καὶ ἄλλων, δύο τέτοιους “ἀνθρώπους”, ἁγίους, ἀξιωθήκαμε καὶ κάποιοι ἀπὸ μᾶς νὰ γνωρίσουμε ὅταν ἀκόμη εὑρίσκοντο εἰς τὴν παροῦσα ζωή, τὸν Ἅγιο Φιλούμενο ποὺ ἑορτάσαμε χθὲς 29 Νοεμβρίου καὶ τὸν Ἅγιον Πορφύριο ποὺ θὰ ἑορτάσουμε αὔριο τὸ βράδυ, 2 Δεκεμβρίου.

Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φιλούμενος ὁ Νέος, ὁ φύλαξ τῶν Ἁγίων Τόπων καὶ τηρητὴς τῶν ἁγίων τρόπων, ὁ μαρτυρήσας στὶς 29 Νοεμβρίου τοῦ 1979, κατήγετο ἀπὸ τὴν ἁγιοτόκο νῆσο Κύπρο.
Ὅπως σχετικὰ καταθέτει ὁ μακαριστὸς Γέροντας Σεραφείμ, ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα: «Ὁ π. Φιλούμενος ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος. Ζοῦσε βιοτὴν ὁσιακὴν ἀπὸ μικρός. Γι’ αὐτὸ τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ μαρτυρήσει, δίνοντάς του μάλιστα μαζὶ μὲ τὴν ἀφθαρσία καὶ εὐωδία τοῦ σκήνους του καὶ τῶν ἰαμάτων τὴν χάριν, ὡς ἄνωθεν ἐπισφράγιση τῆς ἔνταξής του ἐν σκηναῖς Ἁγίων».

Τὸν Ἅγιο Πορφύριο, ἀκόμη καὶ ἂν κάποιος δὲν τὸν ἔχει γνωρίσει προσωπικὰ, ἀλλὰ διαβάσει ἔστω καὶ λίγα ἀπ᾿ ὅσα γράφτηκαν γι᾿ αὐτὸν, δὲν θὰ δυσκολευτεῖ νὰ συμπεράνει πὼς ὁ Γέροντας ὑπῆρξε πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὅσο οἱ μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ πὼς ἡ διδασκαλία του χειραγωγεῖ μὲ ἀσφάλεια σηματωροῦ στὴ γνήσια πνευματικὴ ζωή.Ὅ,τι ἀκολουθήσει θὰ εἶναι κάποιες ἁπλὲς νύξεις καὶ ἐπισημάνσεις.

«Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν». Μὲ ὅσα ἀκολουθήσουνν, ἄς προσπαθήσουμε νὰ φέρουμε, ὄχι ἁπλῶς εἰς τὴν μνήμη μας ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν ζωή μας, τὸ πνεῦμα καὶ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ λόγου τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου.

Ὁ Ἅγιος Πορφύριος δὲν ξεχωρίζει τὴν πνευματικὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου οὔτε τοποθετεῖ στεγανὰ καὶ διαχωρισμούς. Εἶναι ὁ ἴδιος ἀκέραιος καί ἀρνεῖται τοὺς ὅποιους μονισμοὺς ἢ ἀκρωτηριασμοὺς στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐνῶ δίνει μεγάλη σημασία στὸ ἐνδιαφέρον γιὰ λειτουργική ζωή, γιὰ προσευχὴ καὶ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατερικῶν κειμένων, ἀκόμη καί τῶν ὑμνολογικῶν κανόνων καὶ τῶν τροπαρίων τῆς Ἐκκλησίας, παράλληλα ὑποδεικνύει τὸν περίπατο στὴν ὕπαιθρο καὶ τὴν πορεία στὴν ἐξοχή, τὴν καλλιέργεια τῶν φυτῶν, τῶν λουλουδιῶν καὶ τῶν δένδρων, ἀκόμη καὶ τὴν ἐνασχόληση μὲ τὴν τέχνη, τὴ μουσικὴ κ.λπ. καὶ πιστεύει ὅτι καὶ ὅλα αὐτὰ ἐπιδροῦν «σὰν φάρμακα», ποὺ βοηθοῦν στὴν γενικότερη θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἑπομένως συμβάλλουν καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή. Εἶναι ὁ ἴδιος ἀτόφιος καὶ ἀκέραιος ἄνθρωπος, καὶ θέλει ἀτόφιους καὶ χαρούμενους καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους. Βλέπει ὅλα τὰ πράγματα καὶ ὁλόκληρη τὴν κτίση ὡς ἀναγωγικὰ καὶ ὁδηγητικὰ πρὸς τὸν Χριστό. «Ὅλα εἶναι ἅγια. Ὅλα νὰ τὰ χαίρεστε. Ὅλα μᾶς πλουτίζουν, ὅλα μᾶς ὁδηγοῦν στὴ μεγάλη Ἀγάπη, ὅλα μᾶς ὁδηγοῦν στὸν Χριστό».
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος μιλοῦσε γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ ἀπὸ βιώματα ποὺ ὁ ἴδιος ζοῦσε. Ἔλεγε, «ὅταν βρεῖς τὸν Χριστό, σοῦ ἀρκεῖ, δὲν θέλεις τίποτ’ ἄλλο. Γίνεσαι ἄλλος ἄνθρωπος. Ζεῖς παντοῦ, ὅπου ὑπάρχει ὁ Χριστός. … στὸν οὐρανὸ μὲ τοὺς ἀγγέλους καί μὲ τοὺς ἁγίους, στὴ γῆ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὰ φυτά, μὲ τὰ ζῶα, μὲ ὅλους καὶ μὲ ὅλα.
Αὐτὴ ἡ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι σχέση ἀγαπητική, ἐρωτική, ἀλλὰ καὶ μυστική.
Ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ «κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ». Κανεὶς νὰ μὴ σᾶς βλέπει, κανεὶς νὰ μὴν καταλαβαίνει τὶς κινήσεις τῆς λατρείας σας πρὸς τὸν Χριστό. Ὃλ’ αὐτὰ κρυφά, μυστικά, σὰν τοὺς ἀσκητές. … ὅπως τ’ ἀηδονάκι πού κελαηδάει μὲς στὸ δάσος. Στὴ σιγή. Χωρὶς κανεὶς νὰ τ’ ἀκούει, χωρὶς νὰ τὸ ἐπαινεῖ κανείς. Πόσο ὡραῖο κελάηδημα μὲς στὴν ἐρημιά!».

Ἡ πνευματικὴ ζωὴ στὸν Ἅγιο Γέροντα Πορφύριο δὲν ἔχει τὴν ἔννοια καταναγκαστικῶν ἔργων, ἀλλὰ ὑπαγορεύεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Γιὰ νὰ πιστοποιήσει καὶ νὰ βεβαιώσει αὐτή τὴν ἀλήθεια, φέρνει ὡς παράδειγμα καὶ ἐπιχειρεῖ ἀναγωγὴ πρὸς τὸν ἀνθρώπινο ἔρωτα ὥς καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Ὁ ἐρώμενος δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει μακριὰ ἢ χωρὶς ἐπικοινωνία μὲ τὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο· σκιρτάει ἡ καρδιά του ἀκόμη καί στήν ἀνάμνησή του. … Ἔτσι καὶ μὲ τὸν Χριστό. Θεῖος ἔρως. … Ὑποφέρεις ἀπὸ ἀγάπη καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβεις ἀναλύεσαι σὲ δάκρυα ἀγάπης, κατανύξεως, χαρᾶς. Αὐτὸ εἶναι κατάνυξη.
Ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν εἶναι ξηρὸς ἀγώνας, ἀγωνία καὶ ἄγχος, μόνον, ἀλλὰ εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι τρέλλα, εἶναι λαχτάρα Χριστοῦ. Εἶναι μέσα μας ὅλα αὐτά. Εἶναι ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς μας ἡ ἀπόκτησή τους».

Ἡ ἀγαπητικὴ καὶ ἐρωτικὴ διάσταση τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι στοιχεῖο ποὺ σφραγίζει ὅλη τὴ διδασκαλία του καὶ προσανατόλιζε ὁλόκληρη τὴ ζωή τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου.
Ἔλεγε: «Προσπαθῶ νὰ βρίσκω τρόπους ν’ ἀγαπήσω τὸν Χριστό. Δὲν χορταίνεται αὐτὴ ἡ ἀγάπη. Ὅσο ἀγαπάεις τὸν Χριστὸ τόσο νομίζεις ὅτι δὲν Τὸν ἀγαπάεις κι ὅλο λαχταράεις περισσότερο νὰ Τὸν ἀγαπήσεις καί χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνεις πηγαίνεις πιὸ ψηλά, πιὸ ψηλά, ιὸ κοντά Του!».
Οἱ καίριες ἐπισημάνσεις τοῦ Γέροντα γιὰ τὴν ἀγαπητικὴ διάσταση τῆς πνευματικῆς ζωῆς μας παραμένουν ἀφυπνιστικὲς καὶ καθοδηγητικὲς γιὰ ὅλους μας.
Ἔζησε ὁ ἴδιος τὴν πληρότητα αὐτῆς τῆς σχέσεως καὶ γι’ αὐτὸ προτρέπει καὶ ἐμᾶς νὰ συντονιστοῦμε στὴν ἴδια συχνότητα: «Διαρκῶς ν’ ἀτενίζετε πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν Χριστό, νὰ ζεῖτε μὲ τὸν Χριστό, ν’ ἀναπνέετε μὲ τὸν Χριστό, νὰ πονᾶτε μὲ τὸν Χριστό, νὰ χαίρεστε μὲ τὸν Χριστό. Νὰ εἶναι τὸ πᾶν γιὰ σᾶς ὁ Χριστός. Ἡ ψυχή σας νὰ φωνάζει: “Σέ, Νυμφίε μου, ποθῶ”. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Νυμφίος, εἶναι ὁ Πατέρας, εἶναι τὸ πᾶν».
«Ἡ ψυχὴ ποὺ εἶναι ἐρωτευμένη μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι πάντα χαρούμενη καὶ εὐτυχισμένη, πέρα ἀπὸ ὅσους κόπους καὶ θυσίες κι ἂν ἐπισυμβαίνουν».
(Ζοῦσε τὸ περιγραφόμενο ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο: «Ἐγὼ πατήρ, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ Νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφεύς, ἐγὼ ἱμάτιον, ἐγὼ ῥίζα, ἐγὼ θεμέλιος. Πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ. Μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγὼ δουλεύσω. Ἦλθον γὰρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος καὶ ξένος καὶ κεφαλὴ καὶ ἀδελφὸς καὶ μήτηρ. Πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σέ, καὶ ἀλήτης διὰ σέ, ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ διὰ σέ, ἐπὶ τάφου διὰ σέ, ἄνω ὑπὲρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπὲρ σοῦ πρεσβευτὴς παραγέγονα παρὰ τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σὺ καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις; τί τόν φιλοῦντα ἀποστρέφῃ; τί τῷ κόσμῳ κάμνεις; τί εἰς πίθον ἀντλεῖς τετρημένον; Τοῦτο γάρ ἐστιν εἰς τὸν παρόντα βίον πονεῖσθαι. Τί εἰς πῦρ ξαίνεις; τί τῷ ἀέρι πυκτεύεις;»).

Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἔχει ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. «Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ καλλιεργεῖ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Εἴμαστε εὐτυχισμένοι, ὅταν ἀγαπήσωμε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους μυστικά καί τότε θά νοιώθουμε ὅτι καί ὅλοι οἱ ἄλλοι μᾶς ἀγαποῦν. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἐπεκτείνεται καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ νομίζουμε ὅτι δὲν βαδίζουν σωστὰ στὴ ζωή τους, γιατί πολλὲς φορὲς ἡ διάθεση καὶ ὁ καημός μας νὰ τοὺς διορθώσουμε εἶναι ἐγωισμός, ἕνα εἶδος προβολῆς τοῦ ἑαυτοῦ μας».

Ὁ Ἅγιος πατὴρ Πορφύριος τόνιζε ἐπίσης ὅτι ὁ Χριστὸς φανερώνεται στὴ μεταξὺ μας ἑνότητα καὶ στὴν ἀγάπη μας πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Γιὰ ὅλους μας τὸ σημαντικὸ εἶναι νὰ μποῦμε στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τοὺς συνανθρώπους μας, παίρνοντας τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες ὅλων. Στὴν Ἐκκλησία προσευχόμαστε γιὰ ὅλους, πονᾶμε γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων καὶ γινόμαστε ἕνα μὲ κάθε δυστυχισμένο καὶ πονεμένο καὶ ἁμαρτωλό. Εἴμαστε ἀληθινοὶ χριστιανοί, ὅταν αἰσθανόμαστε βαθιὰ ὅτι εἴμαστε ἀδέλφια μεταξύ μας καὶ μέλη τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ μὲ μιὰ συνεχῆ σχέση ἀγάπης καί ὅ,τι κάνουμε στὴν πνευματικὴ ζωή, πρέπει νὰ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη καὶ χωρὶς ὑστεροβουλία καί ὑπολογισμούς, ἀκόμη καί οἱ μετάνοιες καὶ κάθε κόπος ἔχουν ἀξία, ὅταν γίνονται ὄχι γιὰ νὰ κερδίσουμε κάτι, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ εἶναι ὁ παράδεισος, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. «Ὅποιος θέλει νὰ γίνει χριστιανός, πρέπει πρῶτα νὰ γίνει ποιητής. Νὰ πονάεις γι’ αὐτὸν ποὺ ἀγαπάεις. Ἡ ἀγάπη κάνει κόπο γιὰ τὸν ἀγαπημένο. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ εἶναι ἄλλο πρᾶγμα, ἀπείρως ἀνώτερο. Καὶ ὅταν λέμε ἀγάπη, δὲν εἶναι οἱ ἀρετὲς ποὺ θ’ ἀποκτήσουμε ἀλλὰ ἡ ἀγαπῶσα καρδία πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἄλλους».
Ὡστόσο, αὐτὴ ἡ ἀγάπη δὲν ἔρχεται «ἡμῶν κοιμωμένων ἢ ἡμῶν ἀδιαφορούντων». Ἀπαιτεῖ ἀνιδιοτελῆ ἀγῶνα καὶ προπάντων ταπείνωση. «Ὁ Χριστὸς δὲν θὰ μᾶς ἀγαπήσει, ἅμα ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ μᾶς ἀγαπήσει. … Ἂν δὲν ὑπάρχει σὲ μᾶς ταπείνωση καὶ ἀνιδιοτέλεια δὲν μποροῦμε ν’ ἀγαπήσωμε καί νά ἀγαπηθοῦμε ἀπό τὸν Χριστό».
Τὸν ταπεινὸ καὶ ἀνιδιοτελῆ, τὸν ἀγαπώμενον ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀγαπῶντα τὸν Θεόν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸν ἀγαποῦν, καὶ ἀναπαύονται κοντά του.
«Ὁ Θεὸς καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅπως ἐμένα, τοὺς ἀγαπάει καὶ θέλει νὰ γίνουμε καλοί».
«Οἱ Γέροντές μου δὲν μοῦ λέγανε τίποτα. Αὐτὴ τὴν παράδοση εἶχαν. Δὲν μὲ διδάσκανε μὲ λόγια, μόνο μὲ τὴ στάση τους. Ὅλα τὰ μάθαινα ἀπὸ τοὺς βίους τῶν ἁγίων».
Τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ βίοι τῶν Ἁγίων νοηματοδοτοῦν τὴν ζωὴ καὶ γεμίζουν ἐλπίδα τὴν ὕπαρξή μας, δυναμώνουν καὶ ὀρθοδρομοῦν τὴν προσευχή μας: «Παρακαλέστε: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”. “Ἅγιοι, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν. Ξέρει Ἐκεῖνος πῶς νὰ μᾶς ἐλεήσει, μὲ τί τρόπο. Σημασία στὴν προσευχὴ δὲν ἔχει ἡ χρονικὴ διάρκεια ἀλλὰ ἡ ἔνταση. Νὰ προσεύχεσθε δοσμένα στὸν Θεὸ μὲ ἀγάπη καὶ λαχτάρα».
Ὁ Ἅγιος πατὴρ Πορφύριος εἶχε συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἐμπνεύσει καὶ τὸν πόθο γιὰ ἀληθινὴ προσευχή, ἀφοῦ «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Ἡ προσευχὴ στὴ συνείδηση τοῦ Ἁγίου Γέροντα εἶναι «τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή». Ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸν Χριστό, ὅλα του τὰ προβλήματα τὰ ἀναθέτει σ’ Ἐκεῖνον, «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Τὴ δυσκολία καὶ τὶς θλίψεις, τὴν χαρά μας καὶ τὰ ὄνειρά μας τὰ κάνουμε προσευχή, γιατί ὅλα εἶναι μέσα στὴν πνευματικὴ ζωή. Ὅλα ἁγιάζονται, καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ δύσκολα, καὶ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ πνευματικά, ὅταν ἀντιμετωπίζονται μὲ ἀγάπη καὶ φλόγα καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, χωρὶς ἄγχος καὶ καταπίεση.
Γιὰ τὴ μονολόγιστη εὐχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἔλεγε «δὲν εἶναι οἱ μέθοδοι καὶ οἱ τεχνικὲς ποὺ τὴν ἐξασφαλίζουν ἀλλὰ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἄφημά μας στὸ ἔλεός Του».
Ἔτσι δικαιολογεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐκζήτηση καὶ ἡ ἀπόκτηση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀποτέλεσε τὴ μόνη ἐπιδίωξη καὶ τὸ μόνο ζητούμενο τῆς ζωῆς του. Αὐτὴν μὲ ἐπίταση συμβούλευε νὰ ἐπιζητοῦν καὶ ὅσοι τὸν πλησίαζαν, γιατί πίστευε ὅτι «ἐκεῖ ἔγκειται ἡ οὐσία τῆς πνευματικῆς ζωῆς…».
«Τὸ νὰ ρίχνεται κανεὶς στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Χριστοῦ εἶναι τέχνη τεχνῶν… Μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ κερδίζουμε τὸ πᾶν, τὴ χαρά, τὴν ταπείνωση, τὴν ἀγάπη, τὴν προσευχή, τὴν ἀνάταση. Ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ θὰ μᾶς ἀνακαινίσει. Ἄλλωστε ἡ ἀγάπη, ἡ ταπείνωση, ἡ ὑπακοὴ καὶ ὅλες γενικότερα οἱ ἀρετὲς δὲν εἶναι ὁ κύριος σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλὰ μέσον καί προϋπόθεσεις γιὰ νὰ ἔλθει στὸν ἄνθρωπο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα».

Ὁ Ἅγιος πατὴρ Πορφύριος συνιστᾶ, ὁ ἀγῶνας καὶ ἡ πνευματική μας ζωὴ νὰ κατατείνουν στὴν ἀπόκτηση τῆς σχέσης μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ὄχι στὸ κυνηγητὸ γιὰ τὴν ἐκδίωξη τοῦ κακοῦ.
Ἡ παρότρυνση αὐτὴ τοῦ Γέροντα ἔρχεται σὲ ἀπόλυτη συστοιχία μὲ τὴν Παύλεια συμβουλή, «ἀποστυγοῦντες τὸ πονηρόν, κολλώμενοι τὸ ἀγαθόν», χωρὶς νὰ ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου οὔτε τὴν ἐμφάνιση τῶν παθῶν στὴ μετὰ τὴν πτώση ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ χωρὶς νὰ ἀγνοεῖ τὴν ἄσκηση οὔτε τὸ σκληρὸ δρόμο ποὺ διάλεξαν ὅσοι «ἔχυσαν αἷμα, γιὰ νὰ λάβουν Πνεῦμα». Ὅμως ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν προσωπική του ἐμπειρία καταλήγει ὅτι «ὁ πιὸ σύντομος καὶ σίγουρος δρόμος εἶναι αὐτὸς μὲ τὴν ἀγάπη. Μὴν πολεμᾶτε νὰ διώξετε τὸ σκοτάδι ἀπ’ τὸ δωμάτιο τῆς ψυχῆς σας, ἀνοῖξτε μιὰ τρυπίτσα, γιὰ νὰ ἔλθει τὸ φῶς, καὶ τὸ σκοτάδι θὰ φύγει. Ἀνοῖξτε τὴν καρδιά σας στὴν Ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες. Νὰ μὴν τὰ πολεμᾶτε, ἀλλὰ νὰ τὰ μεταμορφώνετε σὲ δυνάμεις, περιφρονῶντας τὸ κακό.
Μετάνοια σημαίνει «χαρμολύπη» καί «κράτα τόν νοῦν σου στόν Ἄδη καί μή ἀπελπίζου». Ὅλη ἡ δύναμή σας νὰ στρέφεται στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στὴ λατρεία Του, στὴν προσκόλληση σὲ Αὐτόν, μελετῶντας τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ τοὺς κανόνες τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν.
Ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπ’ τὸ κακὸ καὶ τὶς ἀδυναμίες γίνεται μυστικά. Αὐτὴ τὴν προσπάθεια βρῆκα ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος καὶ ὁ πιὸ ἀναίμακτος τρόπος ἁγιασμοῦ.
Ριχνόμαστε στὸ ἔλεός Του, γλυκαίνει ἡ καρδιά μας καὶ ὁ Κύριος μᾶς ἀνεβάζει στὴν ἀγάπη Του. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπός μας, νὰ φθάσωμε ἐκεῖ».
Ἀλλὰ καὶ οἱ μετάνοιες καὶ ὁ σωματικὸς κόπος, ὅταν γίνονται ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἐκφράζονται ὡς ἔρωτας καὶ λατρεία πρὸς Ἐκεῖνον, βοηθοῦνε καί προκαλοῦν κατάνυξη. «Μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ ἄν τὰ ζητᾶμε, φεύγει καὶ τὸ μπέρδεμα καὶ ἡ μοναξιά, ἡ κατήφεια, ἡ μελαγχολία, τὸ ἄγχος, ἡ ἀρρώστια, ἡ κόλαση. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται εἰρηνικὸς καὶ χαρούμενος, Θεὸς κατὰ χάριν.

Τὴν πρώτη κίνηση τὴν κάνει ὁ Χριστός: "Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς". Γιὰ νὰ μετανοήσει ἡ ψυχή, πρέπει νὰ ξυπνήσει· ἐκεῖ βρίσκεται ἡ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου καὶ γίνεται τὸ θαῦμα τῆς μετανοίας. Τὸ ξύπνημα ὅμως δὲν ἔγκειται μόνο στὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος μόνος δὲν μπορεῖ καί ἐπεμβαίνει καί ὁ Θεός. Τότε ἔρχεται ἡ θεία χάρις. Χωρὶς τὴν χάρι δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος. "Ὅταν ὅμως ἔλθη ἡ χάρις, ὅλα τὰ ὑποφέρεις γιὰ τὸν Χριστὸ, μὲ χαρὰ, ἡ ζωὴ ἀλλάζει, ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν".
Καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τόνιζε πὼς ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ μόνος του μόνο γιὰ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἱκανός, ἐνῶ ὅ,τι καλὸ ἔχει νὰ παρουσιάσει εἶναι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ: «Πὰν γὰρ εἶδος ἀρετῆς ἐν ἡμῖν, τοῦ Θεοῦ ἐνεργοῦντος ἡμῖν προσγίνεται· τοῦ Θεοῦ δὲ μὴ ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν, ἁμαρτία πᾶν τὸ παρ’ ἡμῶν γενόμενον».
Ὁ Ἅγιος Γέροντας Πορφύριος ἐπισήμαινε σὲ κάποιους κληρικούς: «Ὁ καλὸς πνευματικὸς εἶναι πρῶτα καλὸς ἐξομολογούμενος. Ἐγὼ ἀπὸ μικρός το εἶχα – καὶ τώρα ἀκόμη. Ὅταν ἐξομολογοῦμαι μοῦ φεύγουν ὅλα. Κάθε μέρα σκέπτομαι ὅτι ἁμαρτάνω, ἀλλὰ ἐπιθυμῶ ὅ,τι μοῦ συμβαίνει νὰ τὸ κάνω προσευχὴ καὶ νὰ μὴν τὸ κλείνω μέσα μου».

Ἡ διαρκὴς αὐτὴ στάση μετανοίας, ἀποτελεῖ τὸ κατεξοχὴν γνώρισμα τῶν ἁγίων, ἐνῶ ὅλοι ὅσοι τὸν γνώρισαν, καταλάβαιναν τὴν ἁγιότητά του, ὁ ἴδιος πίστευε ὅτι εἶναι τιποτένιος καὶ ἁμαρτωλός.
Ὁ ἅγιος Γέροντας δὲν μίλησε ἁπλῶς γιὰ πνευματικὴ ζωὴ, ἀλλὰ μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὴν ἀγάπη του μὲ τὸν Χριστὸ, μᾶς φανέρωσε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τὸ πᾶν καὶ ἡ ὄντως Ζωή, καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωὴ μᾶς καλεῖ ὅλους.
Οἱ Ἅγιοι εἶναι προπάντων ἐλεύθεροι, ἀληθινοί, αὐθεντικοί· εἶναι ἔνθεοι, κινοῦνται αὐθόρμητα. Ἐκφράζονται εἰλικρινά. Ἀγαποῦν τὴν ταπείνωση.
Πέτυχαν ὅλα «τὰ μεγάλα στοιχεῖα τὰ τὴν πίστην ὥσπερ κτίσιν συνιστῶντα».
Δὲν ἔμαθαν ἁπλῶς τὰ θεῖα, ἀλλὰ ἔπαθαν τὰ θεῖα. Τοὺς ἀλλοίωσαν. Τοὺς ἐθέωσαν.

Ὅλοι οἱ χριστιανοὶ, καὶ ἐπομένως καὶ ὅλοι ἐμεῖς, οἱ ἐν δυνάμει ἅγιοι, διὰ τῶν ὁποίων συνεχίζεται ἡ ἁγία θεανθρωπίνη ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ γενεὰν εἰς γενεὰ μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, ἀποτελοῦντες ἕνα σῶμα, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ = τὴν Ἐκκλησίαν, καί, ὄντες σύσσωμοι τοῦ Χριστοῦ καὶ μέλη μεταξύ μας, εἴμεθα χρεωμένοι, “καταδικασμένοι” μὲ αὐτὴ τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτὴν τὴν εὐθύνη, μὲ τὸ νὰ γενόμεθα σκυταλοδρόμοι-συνεχιστὲς τῆς ἁγίας θεανθρώπινης ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ γενεὰν εἰς γενεάν.

Ἀπό τό βιβλίο «Ὁ Γέροντας πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, ὁρόσημο ἁγιότητος στό σύγχρονο κόσμο»
Διασκευή π. Γεώργιος Καλαντζῆς

Τὰ παραδείγματα τὰ ἔχουμε, τὶς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων τὶς ἔχουμε, ἡ πρόσκληση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ πρεσβειῶν ἰδιαιτέρως τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέου εἶναι ἀνοιχτὴ πάντα γιὰ τὸν καθένα μας: «πάντας θέλει σωθῆναι». Ἀπὸ ἡμᾶς ἀναμένεται μόνον ἡ πρόθεσις (τὸ «ναί») καὶ ἡ προσπάθεια, ὡς ἁπλὴ ἐπιβεβαίωση τῆς αὐθεντικότητας τῆς προθέσεώς μας. Ἡ ἀναμονὴ τῶν ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων, οἱ καθημερινὲς Θεῖες Λειτουργίες, ἡ νηστεία, ἐὰν δὲν τὶς προσπαθοῦμε ἁπλῶς ἀπὸ καθῆκον, ἀλλὰ τὶς μεταμορφώσουμε σὲ ἀγαπητικὴ σχέση μὲ τὸν Θεὸν θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ζήσουμε τὴν παραδείσια πρόγευση, ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή. Εἴθε γιὰ ὅλους μας.