Χριστὸς Ἀνέστη!
Καλησπέρα σὲ ὅλους τοὺς ἀγαπητοὺς ἀκροατές.

Εἰς τὴν προηγούμενη ὁμιλία (24-5-2021) εἶχε γίνει ἀναφορὰ στὸν λειτουργικὸ χρόνο καὶ στὸ σκοπὸ τῶν ἑορτῶν, ποὺ συνοψίζονται ὡς περίληψη στὰ ἐξῆς:
«Οἱ ἑορτὲς εἶναι εὐκαιρίες γιὰ ἀνείπωτη χαρά, ὁλοκλήρωμα ἀγαπητικῆς ἐπικοινωνίας καὶ εὐκαιρίες γιὰ ἀφύπνιση καὶ ἄγγιγμα γιὰ τὸν καθένα μας, νὰ ἀκούση τὸ μήνυμα, νὰ δεχθῆ τὴν πρόσκληση καὶ νὰ πάρη τὴν μεγάλη ἀπόφαση!!!
Οἱ ἑορτὲς δὲν γίνονται γιὰ νὰ σχολάζουμε ράθυμα, ἀλλὰ κάθε ἑορτή, κάθε Θεία Λειτουργία, κάθε ἀκολουθία, εἶναι ἕνα προσωπικὸ κάλεσμα-πρόσκληση γιὰ τὸν καθένα μας καὶ συγχρόνως προσωπικὴ ἀναζήτηση γιὰ συνάντηση μὲ τὸν Χριστό.
Ὅταν βαπτίζεσαι, ὅταν λειτουργεῖσαι, ὅταν παθαίνεις τὰ θεῖα, ὅταν ἐνδύεσαι τὸν Χριστὸν καὶ ὑπακούης στὸ θέλημά Του, τότε πορεύεσαι γιὰ τὴν ἄφατη χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι, ἔστω καὶ ἄν περάσης ἀτέλειωτα βάσανα καὶ ἀπρόσμενους πειρασμούς. «Τῆς χαροποιοῦ κατὰ Θεὸν ζωῆς, πάντα λυπηρὰ καὶ ἐπίπονα».
Ὅταν νοιώσης τὴν πρόσκληση, ὅταν συναντηθῆς μὲ τὸν Χριστὸν, ὅταν πραγματικὰ λειτουργηθεῖς, ἄν συνειδητὰ πῆς «ἃς γίνη τὸ θέλημά Σου, Θεέ μου, ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίση», τότε ἀλλάζεις ὅλος. Ἐνδύεσαι τὸν Χριστό. Ἀκινητεῖς, μένεις ἐνεός, γεμᾶτος ἔκπληξη, γίνεσαι ὅλος μιὰ αἴσθηση.

Ὅταν προχωρήσης ἀπὸ τὸ «Εὐλογητὸς...» ποὺ εἶναι ἡ πρώτη ἀπόφαση τοῦ ξεκινήματος καὶ νοιώσεις τὴν πρώτη χαρὰ καὶ προχωρήσεις στὸ «Εὐλογημένη...» ποὺ εἶναι τὸ ἀποφασιστικὸ ξεκίνημα, τότε: Μέσα στὴν Λειτουργία, ὅλα ὑπάρχουν ἀλλοιωμένα -πάσχουν τὴν καλὴν ἀλλοίωση-, δοκιμασμένα καὶ ἀνορθωμένα, σταυροαναστάσιμα. Ὁ κατὰ φύσιν, δηλαδὴ ὁ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ πλασμένος κόσμος, μέσα στὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ζῆ ὁ ἄνθρωπος, ὡς θεανθρώπινη πραγματικότητα, εἶναι ὁ λειτουργικός χρόνος. Δέν εἶναι οὔτε ἡ ἱστορία σάν χρόνος, οὔτε ἡ δημιουργία σάν χῶρος, οὔτε ἡ λογική, ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ τέχνη τοῦ πεπτωκότος καὶ τοῦ παραπαίοντος ἀνθρώπου.
Τίποτε δικό μας δέν ἔχουμε. Ὁ Θεός μᾶς δημιούργησε ἐκ τοῦ μή ὄντος καὶ παραπεσόντες μᾶς ἀνέστησε καὶ ἔκαμε τὰ πάντα μέχρις ὅτου μᾶς χάρισε τὴ μέλλουσα Βασιλεία Του.
Μὲ τὴν συναίσθηση αὐτή, ὁ καθένας μας μπορεῖ νὰ ἀναφωνήσει:
«Δὲν θέλω, δὲν ἐπιθυμῶ νὰ ζήσω πολύ. Θέλω νὰ ζήσω μὲ Σένα, διότι τὸ πολύ, τὸ ζωντανὸ καὶ ἀτελείωτο εἶσαι Ἐσύ. Ἔλα καὶ κάμε τὸ θέλημά Σου σὲ μένα. Ἔλα ὅπως θέλεις καὶ ὅταν κρίνης. Ἔλα σὰν αὔρα, σὰν εὐλογία, ἄν τὸ νομίζης σωστό. Ἔλα σὰν κεραυνὸς δοκιμασίας καὶ κατάσκαψέ μου τὸ εἶναι, ἄν νομίζης ὅτι ἔτσι πρέπει. Ξέρω ὅτι αὐτὸ ποὺ θὰ ἀκολουθήση τὴν ἐπίσκεψὴ Σου, μ’ ὁποιοδήποτε τρόπο κι ἄν ἔλθης, θὰ εἶναι αὐτὸ τὸ βαθύτατο ποὺ ἐπιθυμῶ καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἐκφράσω, καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸ βρῶ πουθενά, ἔξω ἀπὸ Σένα. Γι’ αὐτὸ Ἐσένα ζητῶ καὶ περιμένω. Ἔχω ἀπογοητευθεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου καὶ ἔρχομαι πρὸς Σέ. Ἔρχομαι ἄρρωστος, ὅπως εἶμαι, καὶ ἐγκαταλείπω σὲ Σένα τὴ ζωή μου ἅπασα καὶ τὴν ἐλπίδα».

Καὶ ἐπειδὴ ἐμεῖς δὲν ζοῦμε τὰ Θεῖα, ἀλλὰ ψελίζουμε περὶ τῶν Θείων, ἀπόψε θὰ κάνουμε ἀναφορὰ στὸν ἑορτάζοντα Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς ποὺ ζοῦσε τὰ θεῖα καὶ αὐθεντικὰ ἀναφερόταν σ’αὐτή, καὶ παρακαλῶ τὸν π. Ἴγορ, ποὺ γνωρίζει πολὺ περισσότερα γιὰ τὸν Ἅγιο, νὰ ξεκινήσει μὲ ἀναφορὰ εἰς τὸν βίον τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν εὐχαριστῶ γιὰ τὴν παρουσία του ἐδῶ ἀπόψε.

π. Ἴγορ Ζιρόγιεβτς:
«Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος (Πόποβιτς), γόνος ἱερατικῆς οἰκογένειας, γεννήθηκε στὶς 25 Μαρτίου τοῦ 1894, ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὴν πόλη Βράνια τῆς νοτίου Σερβίας ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Σπυρίδωνα, γνωστὸ ὡς π. Ἀλέξιο, καὶ τὴν Τάσε (Ἀναστασία). Κατὰ τὴν βάπτισή του στὸ ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἔλαβε τὸ ὄνομα Μπλάγκογιε (Εὐάγγελος).

Ἀπὸ μικρὸ παιδάκι διδάχθηκε τὴν ὀρθόδοξη πρακτική της εὐαγγελικῆς εὐσέβειας, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία καὶ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου (τρία κεφάλαια καθημερινὰ, κανόνας σὲ ὅλη του τὴ ζωή), τῶν Συναξαριῶν καὶ ἀργότερα τῶν ἔργων τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ζῶσα ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ, ἦταν μόνιμοι καὶ καθημερινοὶ ὁδηγοὶ καὶ δάσκαλοί του.
Ἀξιώθηκε νὰ ἔχει ὡς δάσκαλό του τὸν φωτισμένο ἅγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς, ποὺ τότε ἦταν καθηγητὴς τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς θεολογίας. Ἰδιαίτερα δὲ μελέτησε τὰ ἔργα τοῦ Ντοστογιέφσκυ, τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἔργα, τὴν νεώτερη εὐρωπαϊκὴ καὶ τὴ σλαβική φιλοσοφία καὶ γνώρισε ὅλα τα μυστήρια τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, διαφυλάσσοντας τὸν ἑαυτὸ του αὐθεντικὸ καὶ ἀδιάλειπτο φίλο της ἀληθινῆς Σοφίας τοῦ Χριστοῦ.

Στὴν ἡλικία τῶν 22 ἐτῶν καὶ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Βελιγραδίου Δημητρίου ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 1916 καὶ πῆρε τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου μάρτυρος καὶ φιλοσόφου Ἰουστῖνου. Στὴν φιλοσοφία του ἔθεσε ὡς θεμέλιο τὴν ταπεινοφροσύνη, ὑπερβαίνοντας τὴν φιλοσοφία τῶν ἀνθρώπων, ἀκολουθώντας τὴν κατὰ Χριστόν.
Σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα μετὰ τὴν μοναχικὴ κουρὰ ὁ π. Ἰουστίνος, μετὰ ἀπὸ ἐνέργειες τοῦ Μητροπολίτου Δημητρίου, φεύγει μὲ μιὰ ὁμάδα νέων καὶ ταλαντούχων θεολόγων γιὰ θεολογικὲς σπουδὲς στὴν Ἁγία Πετρούπολη καὶ στὴν Ὀξφόρδη.
Στὸ τέλος τῶν σπουδῶν του δὲν πῆρε πτυχίο, γιατί ἀπορρίφθηκε ἡ διδακτορικὴ διατριβή του, ἐξαιτίας τῆς κριτικῆς τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ καὶ διότι δὲν δέχθηκε νὰ ἀλλάξει τὶς θέσεις του, ὅπως τοῦ ζήτησαν. Ἀντιτάχθηκε στὸν ὀρθολογισμὸ ποὺ ἐξατομικεύει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν περιορίζει ἀποκλειστικὰ στὸν ἑαυτό του καὶ στὸν παροδικὸ κόσμο. Ἐνῶ εἶναι αὐθεντικὸς ἄνθρωπος πλασμένος καὶ ἀναγεννημένος γιὰ τὴν αἰωνιότητα μέσω τῆς θεανθρωπότητος, διὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Τὸ 1919, μὲ εὐλογία τοῦ Πατριάρχη Σερβίας Δημητρίου, κατευθύνεται στὴν ὀρθόδοξη Ἑλλάδα «γιὰ νὰ γίνει περισσότερο ὀρθόδοξος» ὅπως ἔλεγε ὁ Πατριάρχης. Καὶ ὁ ἴδιος ἔλεγε ἀργότερα πρὸς τοὺς Σέρβους: «Τὰ ἀδέλφια μας, τοὺς Ἕλληνες, πάντοτε νὰ τοὺς ἀγαπᾶτε σὰν τοὺς δικούς σας πνευματικοὺς γονεῖς καὶ ἀναδόχους καὶ ὡς παντοτινοὺς δασκάλους στὴν πίστη, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἐκκλησιαστικότητα».

Στὴν Ἀθήνα ἔλαβε πείρα τῆς βυζαντινῆς θείας Λειτουργίας. Ὅπως ἔγραψε: «Ἡ θεία λειτουργία ἦταν πάντοτε τὸ κεντρικότερο καὶ οὐσιαστικότερο σημεῖο γιὰ τὴν ἀλήθεια κάθε ὀρθόδοξης ψυχῆς. Ἡ ἐμπειρία τοῦ λειτουργικοῦ μυστηρίου ὡς πεμπτουσία τοῦ προσώπου, δημιουργεῖ ἀπὸ συνηθισμένους ἀνθρώπους, ἁγίους τοῦ Θεοῦ».
Ὡς καθηγητὴς στὶς ἐκκλησιαστικὲς σχολὲς στὸ Κάρλοβατς, παραδίδοντας μαθήματα Ἁγίας Γραφῆς. Πρὶν ἀπὸ κάθε παράδοση ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο ἢ τὸν Ἀπόστολο ὁ π. Ἰουστῖνος προσευχόταν μὲ δάκρυα μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Κύριε γλυκύτατε, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελιστοῦ καὶ Ἀποστόλου σου εὐλόγησέ με τὸν παναμαρτωλό, καὶ δίδαξέ μου τί καὶ πὼς πρέπει νὰ εἰπωθεῖ».
Τὸ πῶς παρέδιδε δογματικὴ καὶ πατρολογία, φαίνεται ἀπὸ τὰ παρακάτω λόγια του: «Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι Ὀρθοδοξία μὲ τὴν ἁγιότητα. Δὲν ὑπάρχει Ὀρθοδοξία ὑπεράνω της ἁγιότητας. Ἡ μελέτη τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι «ὕδωρ τὸ ζῶν» (πρβλ. Ἰωάν. δ’ 10) καὶ ὅλα κατευθύνονται στὴν αἰώνια ζωή. Ἡ ψυχὴ ἀνανεώνεται, ἡ αἴσθηση ἀθανατίζεται, ἡ σκέψη ἀναπτερώνεται καὶ κινεῖται σὲ ἀετίσια ὕψη καθαρότητας».
Ἡ χριστιανικὴ ἐπιστήμη, γιὰ τὸν π. Ἰουστῖνο ἦταν πάντοτε συνδεδεμένη μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν προϋπόθεσή της, τὴν ἄσκηση.
Στὰ 1930-31 ἡ Σερβικὴ Ἐκκλησία τὸν ἔστειλε μαζὶ μὲ τὸν Μητροπολίτη Ἰωσὴφ σὲ ἱεραποστολικὴ ἀποστολὴ στὴν Τσεχοσλοβακία.
Στὸ ἱεραποστολικό του ἔργο συνδύαζε τὴν Θεία Λειτουργία καὶ τὴν διδασκαλία, τὴν κατήχηση καὶ τὴν πνευματικὴ χειραγώγηση, τὴν ἐνοριακὴ ὀργάνωση κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν κατάρτιση τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τὴν πιστότητα στὶς κανονικὲς διατάξεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ στὶς ὑπόλοιπες χαριτόβρυτες ἱεροπραξίες τῆς πίστης μας.

Ὁ π. Ἰουστῖνος, διακρινόμενος γιὰ τὴν πνευματικότητά του, ὡς ἐξαίρετη διάνοια καὶ ὡς σπάνια μόρφωση, ἀλλὰ κυρίως, ἔχαιρε φήμης ἀνάμεσα στοὺς γνησιότερους διανοούμενους τοῦ σερβικοῦ ἔθνους, γιά τήν πνευματικότητά του.
Λειτουργοῦσε καθημερινά, νήστευε πλήρως ὅλες τὶς Τετάρτες καὶ Παρασκευὲς τοῦ ἔτους, ἐνῶ ἔκανε καὶ ἄλλες νηστεῖες ἐκτὸς ἀπὸ τὶς διατεταγμένες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκολουθώντας πιστά το μακραίωνο μοναστικὸ τυπικό, τελοῦσε ὅλες τὶς ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου. Ἑκατοντάδες ἦταν τὰ ὀνόματα ποὺ μνημόνευε στὴν Θεία Λειτουργία, ὀνόματα ποὺ τοῦ ἔδιναν εἴτε προφορικὰ εἴτε μέσω ἐπιστολῶν.
Ὁ π. Ἰουστῖνος ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου τοῦ ἔτους 1979, στὰ ὀγδονταπέντε τοῦ χρόνια, κατὰ τὴν ἴδια δηλαδὴ Θεομητορικὴ ἑορτὴ κατὰ τὴν ὁποία εἶχε γεννηθεῖ τὸ ἔτος 1894. Εὐάρεστα κοιμήθηκε ὁ ἀρεστός του Θεοῦ, ἀφοῦ ἀναπαύτηκε ἀπὸ τοὺς κόπους τῶν ἀσκήσεών του στὴν εἰρήνη τοῦ Κυρίου Του.
Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος μὲ τὴν οἰκουμενικότητά του δὲν ἀνήκει μόνον στὸν Σερβικὸ λαό, ἀλλά σὲ ὅλη τὴν Ὀρθοδοξία καὶ παντοῦ τιμᾶται ὡς Ἅγιος».

Εὐχαριστῶ τὸν π. Ἴγκορ γιὰ τὴν παρουσία του καὶ τὴν κατάθεση τῶν ἐμπειριῶν του γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς καὶ ἐλπίζουμε μία ἄλλη φορὰ, ὄχι μόνον μέσω διαδικτύου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ ζωντανή παρουσία τῶν παιδιῶν τῆς συντροφιᾶς «Φίλων τοῦ Ἁγίου Γερασίμου» και ὄχι μόνον νὰ κάνουμε ἐκτενέστερη ἀναφορὰ στὸν Ἅγιο καὶ τὴν διδασκαλία του.
Θὰ συνεχίσουμε μὲ περίληψη κειμένων γιὰ τὸν Ἅγιο ἐξ ἀφορμῆς τῆς κοιμήσεώς του τὸ 1979 τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Ὕδρας Ἰεροθέου καὶ τοὺ ἀειμνήστου π. Χερουβείμ.

Σεβ. Μητροπολίτης πρώην Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ Αἰγίνης κ.κ. Ἰερόθεος ἔγραφε γιὰ τὸν Ἅγιον Ἰουστίνο Πόποβιτς, μὲ ἀφορμὴ τὴν κοίμησιν τοῦ Ἁγίου, μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἀκόλουθα:

«Τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, Σάββατον Ε΄ Νηστειῶν 1979 ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ εἷς λαμπρὸς κληρικός, τὸ πέρασμα τοῦ ὁποίου ἐφωταγώγησε τοὺς οὐρανοὺς τὴς συγχρόνου Ὀρθοδόξου Οἰκουμένης. Ὁ μακαριστὸς ἱδιαιτέρως ἐθαύμαζε καὶ ἡγάπα τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία ἀνταπέδωκε εἰς αὐτὸν πλουσίως θαυμασμόν, σεβασμόν, ἀγάπην».
Ἡ ὡραία μορφὴ, ὁ ἁρμονικὸς συνδυασμὸς τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ τοῦ λόγου, τῆς εὐαγγελικῆς οἰκοδομῆς καὶ τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, τοῦ προφητικοῦ κηρύγματος καὶ τῆς λογίας χάριτος, τῶν Ἐλικωνιάδων μουσῶν καὶ τῆς πληρότητος τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἀγάπης. Ἀποτελεῖ ἡ ἐμπνευσμένη μορφη του μίαν λαμπρὰν εἰς τὰς ἡμέρας μας ἀναβίωσιν τοῦ μεγάλου ἐγχειρήματος τῶν Οἰκουμενικῶν Πατέρων τοῦ χρυσοῦ διὰ τὰ Χριστιανικὰ Γράμματα αἰῶνος καὶ μάλιστα τῶν θείων ἐκείνων τριῶν φωστήρων τῆς τρισηλίου θεότητος.
Οὔτε τυχαίως ἐπελέγη τὸ μοναχικὸ ὄνομα Ἰουστῖνος, διότι εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ μάρτυρος ἐκείνου τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ, διασταυροῦνται κατὰ τρόπον, ὁ ὁποῖος βαθύτατα συγκλονίζει τὸν μελετητήν, ὁ φιλοσοφικὸς χιτὼν καὶ τὸ τριβώνιος τοῦ μοναχοῦ. Ἀμφότερα χιτὼν καὶ τριβώνιον ἐλούσθησαν καὶ ἐξυγιάσθησαν μὲ τὸ τίμιον αἷμα τοῦ ἀνδρὸς ἐκείνου, διὰ τὸν ὁποίον γράφει ὁ ἱερὸς Συναξαριστής:

«Ἰουστῖνος. Ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς».
Καὶ ὁ νεώτερος Ἅγιος Ἰουστῖνος ἠγάπησε ὅλῃ καρδίᾳ, ἀλλὰ καὶ κατενόησε καὶ ἐβίωσε ὅσον ἐλάχιστοι Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι τῶν ἡμερῶν μας τὸ «φιλοσοφεῖν» καὶ τὸ «μαρτυρεῖν». Καὶ τοῦτο καταδεικνύεται ἐκ τοῦ πόσον ἁρμονικὴ ὑπῆρξε πράγματι εἰς τὰ βάθη τοῦ εἶναι του ἡ φιλίωσις τῆς πίστεως καὶ τοῦ λόγου, ἀφοῦ ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου ἀπετέλει δι’ αὐτὸν τὴν ὑψίστην φιλοσοφίαν, τὸ «φιλοσοφεῖν», ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ μαρτυρικῶς ζεῖν, ὁ ὅλος τρόπος ζωῆς του, τὸ «μαρτυρεῖν» (μαρτυρία-ὁμολογία-μαρτύριον) πρὸς τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ ὄχι μόνον.
Εἰς τὴν ἄδολον ἡλικίαν τῶν πρώτων παιδικῶν χρόνων ἔζησε τὰς πρώτας ἐξάρσεις κατανυκτικῆς μυσταγωγίας εἰς τὴν ἱερὰν μονὴν τῆς γενέτειρας του καὶ τὰ χαράγματα αὐτῶν τῶν μοναστικῶν βιωμάτων οὐδέποτε ἀπεσβέσθησαν. Τοὐναντίον εἰς τὴν ἁγίαν ὀρθόδοξον βιωτήν του τὸν εἴλκυσαν «τὰ Ὄροι, ὅθεν ἤξη βοήθεια», «ταῖς αὐλαῖς τοῦ Κυρίου. Τριάκοντα καὶ ἕν ὁλόκληρα ἔτη παρέμεινε εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Τσέλιε ἀσκῶν τὴν λειτουργίαν τοῦ πνευματικοῦ πατρός, τοῦ καθ’ ἡμέραν λειτουργοῦ καὶ διδασκάλου, καὶ παραλλήλως μελετῶν καὶ συγγράφων. Τοιουτοτρόπως ἔφθασε εἰς τὸ ἀπόγειόν της ἡ δίδυμος ἀναζήτησις τοῦ φιλοσοφεῖν καὶ μαρτυρεῖν.
Οὐδεμίαν ὑπερβολὴν θὰ εἴπωμεν, ἐὰν χαρακτηρίσωμεν τὸν κοιμηθέντα Γέροντα τῆς ἀδελφῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ὁποίου τὸ πνευματικὸν μέγεθος πρὸ πολλοῦ διέσπασε τὰ σύνορα τῆς μαρτυρικῆς πατρίδος του ὡς μίαν ἀπὸ τὰς μεγαλυτέρας συγχρόνους Πατερικὰς μορφὰς τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας. Τὰ σχόλια του διὰ τὴν προσεχῆ μέλλουσαν νὰ συνέλθῃ Οἰκουμενικὴ Ὀρθόδοξος Σύνοδον καὶ διὰ τὸν Οἰκουμενισμόν, αὐτὸν τὸν σύγχρονον πειρασμὸν καὶ θανάσιμον κίνδυνον, ἀποτελοῦν ὀρθόδοξον οἰκουμενικὸν σήμαντρον ἰδιαιτέρως ἐπίκαιρον καὶ ἐξόχως ἀναγκαῖον εἰς τὰς κρισίμους ἡμέρας τῆς ἐποχῆς μας».

Ἀκόμη θὰ ἠδυνάμεθα νὰ κρατήσουμε ὡς κανόνα, ὅλοι μας καὶ γιὰ ὅλα, τὸν παρακάτω ἀποφθεγματικόν του λόγον:
«Μόνον ὁ αἰωνίως ζῶν Κύριος δίδει δυνάμεις, ὥστε νὰ εἶναι ὁ Χριστιανισμὸς ζωὴ καὶ πίστις, ζωὴ καὶ ἀγάπη, ζωὴ καὶ προσευχή, ζωὴ καὶ νηστεία, ζωὴ καὶ αἰωνιότητα… Ἐμπνέει τοὺς μάρτυρας εἰς τὸ μαρτύριον, τοὺς ἀσκητὰς εἰς ἄσκησιν, τοὺς Ἀποστόλους εἰς τὴν ἀποστολήν των, τοὺς ἐλεήμονας εἰς τὴν ἐλεημοσύνην, τοὺς σοφοὺς εἰς τὴν ἕρευνάν των, ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν εἰς τὰ παλαίσματά των».

Ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο π. Χερουβείμ, ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου Ὠρωποῦ, μὲ εὐκαιρία τῆς ὁσίας κοίμησης τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, ἀναφερόμενος σὲ μοναδική του ἐπίσκεψη στὴ Σερβία καὶ τὴ συνάντηση μὲ τὸν ἅγιο Ἰουστῖνο, γράφει:

«Διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν μου διέβην τὰ ἑλληνικὰ σύνορα καὶ εὑρέθην ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος. Σοβαροὶ λόγοι ὑγείας μὲ ἠνάγκασαν πρὸς τοῦτο. Τὸ πρῶτον ποὺ ἐσκέφθην ἦτο νὰ πραγματοποιήσω μίαν παλαιάν μου ἐπιθυμίαν: διερχόμενος ἀπὸ τὴν Γιουγκοσλαυίαν νὰ συναντήσω δύο σεβαστὲς καὶ ἀξιόλογες μορφὲς τῆς ἀδελφῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, τὸν Ἐπίσκοπον Παῦλον τῆς Πριζρένης καὶ τὸν Γέροντα Ἰουστῖνον Πόποβιτς. Διὰ τὸν δεύτερον εἶχα ἀκούσει ἀπὸ τὰ πνευματικά του παιδιά, εἶχα δὲ καὶ διαβάσει πολλὰ ἀπὸ τὰ βιβλία του. Εἶχα σχηματίσει τὴν ἐντύπωσιν ὅτι πρόκειται περὶ ἐκλεκτῆς πατερικῆς μορφῆς, ἡ ὁποία ἔζη εἰς τὸν αἰῶνα μας.
Τὰς ἀπογευματινὰς λοιπὸν ὥρας τῆς 18 Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1978 εὑρισκόμεθα πλησίον τοῦ ἀγωνιστοῦ αὐτοῦ Ἱεράρχου. Τὴν ἀγωνιστικήν του ζωὴν τὴν μαρτυροῦσαν τόσα καὶ τόσα πράγματα ποὺ εἴδαμε καὶ ἀκούσαμε. Ἡ ἐνδυμασία του καὶ τὸ οἴκημα (ἡ Μητρόπολίς του) ἐφανέρωνε ὅτι ἀλλοῦ κρύβεται τὸ μεγαλεῖον τοῦ Ἐπισκόπου καὶ δὲν εἶχε τὴν ἀνάγκην νὰ ἐνδυθῆ ὅπως συνηθίζεται εἰς ἕνα Ἐπίσκοπον. Ἡ καλωσύνη του, ἡ ἁπλότης καὶ ἡ ἀγάπη του ὡλοκλήρωναν τὴν εἰκόνα τῆς ψυχικῆς του ὑγείας. Ὁμολογῶ ὅτι εὑρέθην ἐνώπιον ἑνὸς πραγματικοῦ Ἐπισκόπου, τὸ γεγονὸς ὅτι ὠμίλει θαυμάσια τὴν ἑλληνικήν, αὐτὸ μᾶς διευκόλυνε πάρα πολὺ εἰς τὴν γνωριμίαν μας.
Διαμαρτυρόμενος ἐδέχθη κάποια ἑλληνικὰ δῶρα μας καὶ ἀφοῦ ἐπήραμε τὴν εὐχήν του, ἐξεκινήσαμε διὰ νὰ συναντήσωμεν τὸν Γέροντα Ἰουστῖνον. Εἰς τὰς 19 τοῦ μηνός, τὸ βράδυ, κατόπιν ἑπταώρου κοπιώδους ταξειδίου, εἰσερχόμεθα εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Τσέλιε, ὅπου ἡσύχαζεν ὁ μεγάλος αὐτὸς θεολόγος καὶ ἐκκλησιαστικὸς πατήρ.
Ἐτύχομεν τῆς μεγάλης μοναστηριακῆς φιλοξενίας ἀπὸ τὰς ἀδελφὰς τῆς Μονῆς καὶ συνεχόμενοι ἀπὸ τὸ ἰδιάζον κλῖμα, ποὺ δημιουργοῦσαν καὶ τὰ πρόσωπα καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ μοναστήρι, ἀπεσύρθημεν πρὸς ἀνάπαυσιν.
Τὴν ἑπομένην, μετὰ τὴν Ἀκολουθίαν, ὡδηγήθημεν εἰς τὴν τράπεζαν τοῦ ἀρχονταρικίου, διὰ τὸ πρόγευμα. Τὰ πάντα ἐχαρακτήριζε ἡ γνησία μοναχικὴ νοικοκυροσύνη. Πρὸ τοῦ προγεύματος, κατῆλθε ἀπὸ τὸ δωμάτιόν του καὶ ὁ σεβαστὸς πατήρ. Ἀντικρύσαμε μίαν φυσιογνωμίαν ποὺ μᾶς προξένησε ἀμέσως βαθείαν συγκίνησιν. Ἐχαιρετήθημεν ἐγκαρδιώτατα. Ὁ ἀσπασμὸς του εἰς τὸ μέτωπόν μας, μᾶς ἐφάνη ὡς ἀσπασμὸς ἀποστολικός.

Ἡ ἀκτινοβολία τοῦ προσώπου καὶ ἡ γλυκήτητα τῶν λόγων του, μᾶς ἔκαναν νὰ παραμερίσουμε καὶ πρόγευμα καὶ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, τὴν στιγμὴν ποὺ εὐρισκόμεθα ἐμπρὸς σ’ ἕνα τόσο μέγαν ἄνθρωπον. Τὸ πρόσωπό του μαρτυροῦσε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦτο πλήρως εὐθυγραμμισμένος μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι πραγματικὰ ἦτο ἕνας μεγάλος – μεγάλος θεολόγος. Δὲν μπορούσαμε νὰ τραβήξουμε τὸ βλέμμα μας ἀπὸ τὸ πρόσωπόν του· ἀκτινοβολοῦσε κάτι τὸ ὑπερκόσμιον· δὲν ἦτο δυνατὸν ὁ πατήρ Ἰουστῖνος νὰ εἶναι ἕνας ἁπλοῦς, ὅπως ἐμεῖς, ἄνθρωπος. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε χαριτώσει καὶ ἡ ἐντρύφησις εἰς τὴν θεολογίαν τὸν εἶχε κάνει ἕνα ἄνθρωπον ξεχωριστὸν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.

Καθίσαμε γιὰ λίγο σὲ μία ξύλινη βεράντα. Μερικὲς ἐρωτήσεις μας τὸν προκαλοῦσαν, γιὰ νὰ μᾶς ἀναπτύσση μὲ πρωτότυπον τρόπον τὰς θείας ἀληθείας· αἰσθανόμεθα ὡς μειράκια ἐνώπιον ἑνὸς γίγαντος. Ἡ συζήτησίς μας περιεστράφη γύρω ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐξ ἀφορμῆς τῶν «Συγχρόνων Ἁγιορειτικῶν μορφῶν», τὰς ὁποίας τοῦ προσεφέραμε καὶ διεκρίναμε ὅτι ἔτρεφε βαθύτατον σεβασμόν πρὸς τὸν Ἄθωνα, τὸν ὁποῖον μάλιστα καὶ ὠνόμασε Κέντρον τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἔπειτα μᾶς ἐξενάγησεν εἰς ὅλα τὰ ἀξιοθέατα τῆς Μονῆς των καὶ τελευταία μᾶς ἀνέβασε καὶ μᾶς ἔδειξε καὶ τὸ ἁπλοῦν καὶ μοναχικὸν κελλίον του. Εἰς τὸν ἐξώστην τοῦ κελλίου καθίσαμε ἐπ’ ὀλίγον καὶ τότε μᾶς ἐρώτησε διὰ τὸ πολυπόθητόν του θέμα, πῶς ἔχουν τὰ πράγματα τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Ἐμεῖς ὅμως μὴ ἔχοντες τί νὰ τοῦ εἴπωμεν, τὸν ἀφήσαμε νὰ μᾶς ὁμιλήση ἐκεῖνος καὶ νὰ μᾶς ἐκθέση τὰς ὀρθὰς ἀπόψεις καὶ θέσεις του.
Δυστυχῶς, ἡ ὥρα παρήρχετο καὶ ἔπρεπε νὰ ἀναχωρήσωμεν, καὶ ἀφοῦ ἠσπάσθημεν ἀλλήλους, τὸν ἀπεχαιρετήσαμε, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ τὸν ξαναβλέπαμε. Ὁ Θεός ὅμως ἐσκέπτετο διαφορετικὰ ἀπὸ ἡμᾶς καὶ ἔτσι ὁ ἀσπασμὸς αὐτὸς ἦτο καὶ ὁ τελευταῖος μὲ τὸν ἄνθρωπον καὶ φίλον τοῦ Θεοῦ Ἰουστῖνον.
Τὴν ὥρα ποὺ ἑτοιμαζόταν τὸ αὐτοκίνητό μας νὰ ξεκινήση γύρισα καὶ τὸν ἐκοίταξα γιὰ τελευταία φορά, ἐκοίταξα μὲ ἔνταση, γιὰ νὰ ξαναδῶ καὶ νὰ ἐντυπώσω μέσα μου τὸ φωτεινόν του πρόσωπον, ποὺ μαρτυροῦσε ἀναμφισβήτητα ἁγιότητα καὶ θεολογίαν».

Καὶ θὰ τελειώσουμε ἀκούγοντας τὸν ἀείμνηστο π. Ἀθανάσιο Γιέφτιτς, σὲ ἕνα ἀπόσπασμα ὁμιλίας του γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς.
Χριστὸς Ἀνέστη! Καληνύχτα.

Διασκευὴ κειμένων π. Γεώργιος Καλαντζῆς