Ἀπὸ τὴν κόλαση τῆς ἀποστασίας-ἀνελευθερίας στὸν παράδεισο τῆς ἐν ἐλευθερίᾳ ἐπικοινωνίας καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως
Αὐτὸν τὸν παράδεισο τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως τὸν ζοῦν μέσα τους κάποιοι ἄνθρωποι, οἱ ἅγιοι, τὸν διδάσκουν παντοῦ καὶ πρὸς ὅλους μὲ τὸ ἄκρως μαρτυρικό τους παράδειγμα.
Πολὺς λόγος, θαυμασμοῦ, ἀλλὰ καὶ φόβου, γίνεται γιὰ τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης. Παραδείγματα:
1) Ἄνθρωπος: Τὸ θαυμαστὸν καὶ ἄπειρον ψυχοσωματικὸν εἶναι οἱ γενικώτερες δυνατότητές του, ἡ διερεύνηση τοῦ ἀνθρωπίνου DNA καὶ ἡ ἐλευθερία του, προκαλοῦν θαυμασμό.
2) Φύσις: Ἡ τελειότης, ἡ νομοτέλεια, ἡ ἑνότης καὶ κυρίως ἡ δεκτικότητα, ἀνοχή, ἡ δυνατότητα, ἡ ἐλευθερία τῶν μηχανισμῶν τῆς ὅλης δημιουργίας, στὴν ἀνθρώπινη διερεύνηση, ἐπίσης προκαλοῦν ἰδιαίτερο θαυμασμό.
Ἡ ἐπιστημονικὴ διαπίστωση ὅτι τὰ χρωματοσώματα ποὺ χαρακτιρίζουν τὸ DNA τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς δέσμες πληροφοριῶν, οὔτε κἄν βιβλία ἀλλὰ βιβλιοθῆκες ὁλόκληρες πληροφοριῶν, ὑποδηλώνει τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ ἑρμηνεύει τὸ τῆς Γραφῆς ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ», ἄρχοντας τῆς ὅλης δημιουργίας μὲ προορισμὸ καὶ εὐθύνη νὰ συμβάλλει στὴν ἐν ἐλευθερίᾳ ἀρμονικὴ λειτουργία ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς ὅλης κτίσεως.
Περιγραφὴ βιωμάτων ἑνὸς ποὺ ἔπαθε τὰ θεῖα καὶ ὄχι ἁπλῶς τὰ ἔμαθε.
«Ὅτι ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον. Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς πλαστουργῇ τὸ τελειότερον δημιούργημά Του, φαντασθῆτε τί πρέπει νὰ εἶναι αὐτό.
Στρέφεται ὁ νοῦς μου, εἰς τὴν πλάσιν τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ μένω ἔκθαμβος καὶ ἐκστατικός! Ὁ Θεὸς πλάθει τὸν ὅμοιόν Του! Τὴν κτίσιν δημιουργεῖ μὲ ἕνα πρόσταγμα. Ἐμένα ὅμως μὲ πλάθει, μὲ προσέχει, μὲ κάμνει τέλειον, ὅμοιόν Του, κατὰ χάριν. Μοῦ δίδει ἀθανασίαν, ἐλευθερίαν, νοῦν, λόγον καρδίαν. Βλέπω, αἰσθάνομαι, σκέπτομαι, κρίνω, θεωρῶ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ μου... Εἶμαι ἕνας μέγας κόσμος, μὲ τὰς ψυχοπνευματικὰς δυνάμεις μου, μέσα εἰς ἕνα μικρόκοσμον. Γίνομαι ἐπόπτης τῆς αἰσθητῆς κτίσεως καὶ μύστης τῆς νοουμένης καὶ ἀοράτου. Γίνομαι θεότευκτος εἰκὼν ὁμοίωμα Θεοῦ. Χαίρομαι τὴν ὕπαρξήν μου καὶ ἡ εὐφροσύνη τῆς καρδίας μου εἶναι ἀδιάλειπτος. Εἶμαι μυστικῶς ἡνωμένος μὲ τὸν Θεόν μου.
Ἡ καθαρότης μου εἶναι ἀγγελική. Πλέω ὁλόκληρος μέσα εἰς ἀδημιούργητον, ἄκτιστον πνευματικὸν φῶς. Ὁ νοῦς μου εἶναι ἁπλοῦς, καθαρός, ὅλος ἀγάπην, ἀθανασίαν, ἐλευθερίαν, δημιουργηκότητα. Εἶμαι ἕνας μικρὸς, κατὰ χάριν, Θεός, ἄρχων τῆς κτίσεως. Θαυμάζω τὸ πνευματικόν μου κάλλος, καὶ βυθίζομαι εὶς τὴν ἀγάπην Του, διὰ νὰ Τὸν ἀγαπήσω...».
Ἡ φύση -οἱ πολυσύνθετοι μηχανισμοὶ τῶν φυσικῶν νόμων- δείχνη μιὰ γενικὴ σύμπτωση σὲ ἀναφορὰ πρὸς τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύει ὅτι δημιουργήθηκε γιὰ νὰ ὑπηρετήση, νὰ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἐλευθερίαׄ πεποίθηση τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι αὐτοὶ οἱ μηχανισμοὶ ἐξαρτώνται ἀπὸ τὴν ὑψίστη Ἐλεύθερη Προσωπικότητα ποὺ τοὺς δημιούργησε, τὸν Θεόν, καὶ ὅτι οἱ ἄνθρωποι κατ’εἰκόνα Αὐτοῦ πλασμένοι ἐν ἐλευθερίᾳ ἀπαντοῦν στὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ζητώντας διὰ τῆς προσευχῆς τὴν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ καὶ βεβαιώνουν τὴν ἰδιαίτερη ἐπικοινωνία φροντίδα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ὅλη δημιουργία.
Γνωρίζοντας τὸ θαυμαστὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐπίσης θαυμαστὴ καὶ νομοτελειακὴ λειτουργία τῶν νόμων τῆς φύσεως, ἀναπόφευκτα ὁδηγούμεθα εἰς τὴν πηγὴ αὐτῆς τῆς Θαυμασιότητας, τῆς Νομοτέλειας, τῆς Ἀρμονίας, τῆς Ἑνότητας, τὸν Τριαδικὸν Θεόν, τὸν Πανελεύθερον Δημιουργὸν τῆς ὅλης δημιουργίας καὶ Πλάστη τοῦ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» πλασθέντος ἀνθρώπου.
Ἐνῶ εἴμεθα «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλασμένοι, μὲ προοπτικὴ τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», μὲ τὴν «πτώση» – τὴν ἀποστασία μας ἀμαυρώθηκε τὸ «κατ’ εἰκόνα» καὶ ἐχάθη «τὸ καθ’ ὁμοίωσιν».
Ἀλλὰ «ὁ τοῦ Ἀνάρχου Πατρὸς συνναΐδιος Υἱός, δι’ ὑπερβολὴν ἀγαθότητος, σάρκας φορέσας καὶ σταυρωθεὶς ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἀχαρίστων τῷ οἰκείῳ Aὐτοῦ αἵματι, ἀναπλάσας τὴν φθαρεῖσαν ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας φύσιν ἡμῶν» κατέστησε ἡμᾶς θεοὺς κατὰ χάριν.
Νὰ πῶς περιγράφει τὴν ἀνακαίνησιν τοῦ νέου Ἀδάμ ἕνας ἄλλος ποὺ ἔχει «πάθει τὰ θεῖα».
«Μπῆκε τόσο πολὺ μέσα μας μὲ τὴν ἀγάπη Του, τὴν κένωσή Του, τὴν ταπείνωσή Του. Μᾶς δέχτηκε τόσο πολὺ μέσα Του μὲ τὴν κακότητά μας, τὴν μικρότητά μας καὶ τὴν ἀφιλοτιμία μας.
Ἐμεῖς ἐγκληματήσαμε ὅσο μᾶς ἦταν δυνατό. Αὐτὸς μᾶς εὐεργέτησε ὅσο δὲν γίνεται ἄλλο: «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τὶς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ».
Μπῆκε στὰ ἄγνωστα βάθη μας. Καὶ τὰ γέμισε ὅλα φῶς, συγχώρηση, παράκληση. Κατέβηκε μόνο μὲ ἀγάπη καὶ σεβασμὸ πρὸς τὴ φύση μας, τὴν κεκρυμμένη καὶ θεοειδή, ποὺ τὴν κακοποιήσαμε μὲ τὴν ἀνταρσία μας».
Ὅλα ὅσα ἔχουμε προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ τὰ δωρίζουμε σ' Ἐκεῖνον καὶ στοὺς ἄλλους. Θὰ ἔπρεπε, μὲ τὰ λόγια καὶ τὶς πράξεις μας νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ τὸν ἐγκωμιάζουμε συνεχῶς γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του. Γι' αὐτὸ ἡ μετάνοιά μας πρέπει νὰ εἶναι ἀδιάκοπη, καθὼς καὶ ἡ ἀναζήτηση τῆς συγγνώμης καὶ τοῦ ἐλέους Του, ἐκ βάθους καρδίας διὰ τῆς προσευχῆς.
Μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ «κατ’ εἰκόνα» πλασθέντος ἀνθρώπου – «τοῦ διπλανοῦ τοῦ Θεοῦ», βεβαιώνεται καὶ πραγματοποιεῖται, μέσα σὲ πνεῦμα ἐλευθερίας:
1) Ἕνας τετραπλὸς διάλογος ἀνάμεσα α) στὸν Θεό καὶ τὸν ἄνθρωπο (ὕψιστο προνόμιο γιὰ τὸν ἄνθρωπο), β) μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων (σὲ ἄπειρα ἐπίπεδα), γ) μὲ τὴν κτίση (κυριαρχικὴ ἐπικοινωνία) καὶ δ) πέρα ἀπ’ τὴν κτίση μὲ τὸν πνευματικὸ κόσμο (τοὺς ἀγγέλους καὶ ὄχι μόνον).
2) Πραγματοποιεῖται καὶ ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου α) ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸν πεπτωκότα ἑαυτό του καὶ β) ἀπὸ τὴν ἔξω φύση καὶ τοὺς σύνθετους μηχανισμούς της.
Ἡ προσευχὴ μᾶς βοηθάει νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὰ πάθηׄ ν’ ἀνυψωθοῦμε πάνω ἀπὸ τὶς ἀνελεύθερες ροπὲς τῆς πεπτωκυίας φύσεώς μας.
Μόνον ἐλευθερωμένοι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας γινόμαστε ἐλεύθεροι μὲ τὴν πραγματικὴ σημασία τῆς λέξεως. Ἔχουμε κερδίσει τὴν ἐλευθερία μας ἀπέναντι στὸν ἑαυτό μας καὶ ἀπέναντι στὴ φύση, γιατὶ βρισκόμαστε σὲ ἄμεση σχέση μὲ τὸν Θεό, ὡς πρόσωπα, ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὴ φύση κι ἀπὸ κάθε πάθος. Ἡ λέξις πρόσωπο ἐτυμολογικὰ σημαίνει ἵσταται κατέναντι (πρὸς-ὄψιν) καὶ ἀποδίδεται ὡς χαρακτηριστικόν τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Μόνο μὲ τὴν γεμάτη μὲ ἀνόθευτη ἀγάπη συνομιλία-ἐπικοινωνία-προσευχὴ μὲ τὸν Θεὸ, μποροῦμε ἀληθινὰ καὶ μὲ τρόπο διαρκῆ, νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τοὺς ἑαυτοὺς μας καὶ τὶς ὅποιες ἐπιρροὲς τῆς φύσης καὶ νὰ γίνουμε ἱκανοὶ νὰ ἐκφράζουμε αὐτὴ τὴν αὐθεντικὴ ἐλευθερία στὴ συνομιλία-ἐπικοινωνία μας μὲ τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα καὶ νὰ αἰσθανόμαστε τοὺς ἑαυτούς μας «υἱοὺς τοῦ Θεοῦ» καὶ τοὺς ὅποιους συνανθρώπους μας «ἀδελφούς».
Στὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ αἰσθανόμαστε τελείως ἐλεύθεροι, γιατὶ ἀφοῦ ὁ Θεὸς δὲν κυριαρχεῖται ἀπὸ τίποτε, δὲν ζητάει νὰ κυριαρχήση ἀπάνω μας. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ ὑπερασπίση τὴν ἐλευθερία Του κυριαρχώντας.
Κανείς, ποτέ, δὲν ἐξασφαλίζει τὴν ἐλευθερία του στὴ κυριαρχία καὶ στὴ μόνωση.
Μόνο μιὰ ἄλλη ἐλευθερία ποὺ ὁπωσδήποτε δὲν θέλει νὰ κυριαρχήση, βεβαιώνει καὶ συγκροτεῖ, δίνει ὑπόσταση στὴ δική μου ἐλευθερία.
Κάθε παρεχόμενη ἀπὸ τὸν καθένα μας ἐλευθερία γίνεται ἕνα εἶδος ὑποστηρίγματος τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄλλου. Ἡ προσφερόμενη ἐλευθερία ἐπιτρέπει νὰ γεννηθῆ, νὰ πραγματοποιηθῆ καὶ νὰ διατηρηθῆ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἄλλου.
Ἡ προσοχὴ κι ἡ ἀγάπη ἔρχονται σὲ μένα, ὅταν κληθοῦν ἀπὸ τὴν ἐλευθερία μου. Κι’ ὅταν ὁ ἄλλος μοῦ δίνη αὐτὴ τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ἀγάπη χωρὶς νὰ ἐπιδιώκη νὰ μοῦ ἐπιβληθῆ, ζῶ ἐλεύθερα μὲ τὸ δῶρο τῆς ἀγάπης του καὶ τῆς προσφερόμενης ἐλευθερίας του ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε θέληση κυριαρχίας.
Ἔτσι, ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία τοῦ ἄλλου, ὑποστηρίζει τὴν δικὴ μου ἀληθινὴ ἐλευθερία. Μόνο μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα μιᾶς ἄλλης ἐλευθερίας πραγματώνεται ἡ ἐλευθερία μου. Μόνο μιὰ ἄλλη ἐλευθερία τρέφει τὴν ἐλευθερία μου. Ὅταν καὶ ἔξω βεβαιώνω τὴν ἐλευθερία κάποιου ἄλλου, ἡ ἐλευθερία τουτροφοδοτεῖται ἀπὸ μένα καὶ τροφοδοτεῖ μὲ τὴ σειρά της καὶ τὴν δική μου ἐλευθερία.
Στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἄκτιστης Ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ μποροῦν νὰ ἐπιβεβαιωθοῦν καὶ νὰ τροφοδοτηθοῦν ὅλες οἱ κτιστὲς ἐλευθερίες, ποὺ συγκροτοῦνται ἀμοιβαῖα μεταξύ τους, μὲ τὴν ἀναζήτηση καὶ τὴ δωρεὰ τῆς ἀγάπης.
Στὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεό, ὑπάρχει ὅμως μιὰ ἰδιαίτερη ἀμοιβαιότητα δωρεᾶς. Ὁ ἄνθρωπος πραγματοποιεῖ τὴν ἐλευθερία του, ὄχι μόνο παίρνοντάς την ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς Πανελευθερίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνανεώνεται διὰ τῆς προσευχῆς, ἀλλὰ δίνοντας, προσφέροντας κι ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του στὸν Θεό (Ἐδῶ κρύβεται τὸ μεγαλεῖο τῆς ὑπακοῆς). Ὁ ἄνθρωπος μόνο ἔτσι ἐλευθερώνεται ἀπέναντι στὸν ἑαυτό του, διότι ἐὰν θελήση νὰ κρατήση γιὰ τὸν ἑαυτό του τὴν ὕπαρξη ποὺ πῆρε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, χάνει τὴν ἐλευθερία του: θέλοντας νὰ κυριαρχήση πάνω στὴν ὕπαρξή του, γίνεται σκλάβος της. Ὀφείλει νὰ δεχτῆ νὰ ζῆ πάντοτε ἀπὸ τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ εἶναι ἀπελευθερωμένος ἀπ’ ὅλα καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐλεύθερος, παρὰ μόνο ὅταν ζῆ «ἐν τῷ Θεῷ».
Πρέπει νὰ δοθῆ κανεὶς σὲ μιὰν ἄλλη ἀληθινὴ ἐλευθερία γιὰ νὰ πάρη τὸ δῶρο τῆς ἐλευθερίαςׄ καὶ ἡ μόνη ἀνεξάτλητη ἐλευθερία εἶναι αὐτὴ τοῦ ὕψιστου προσώπου τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μὲ αὐθεντικὴ ὲπικοινωνία-συνομιλία-προσευχὴ ἀπευθύνεται στὸν Θεό, συναντᾶ τὴν ἀπόλυτη Ἐλευθερία, τὴν Αὐτοελευθερία, τὴν ἀπεριόριστη Ἐλευθερία, τὴν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ ποὺ τίποτε δὲν τὴν ἀπειλεῖ καὶ γι’ αὐτὸ καὶ ἐκείνη δὲν ἐξασκεῖ καμμία ἀπειλή.
Ἡ προσευχὴ ὡς ἔκφραση τῆς ἐλεύθερης σχέσεως μὲ τὸν Θεό, ἔχει ἤδη μέσα της τὴν δύναμη τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, τὸ ἴδιο τὸ Πνεῦμα προσεύχεται γιὰ μᾶς «ἀλάλήτοις στεναγμοῖς» (Ρωμ. η΄, 26).
Ἡ ἐλευθερία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἐλευθερία μας. Μέσα στὴν προσευχή, δινόμαστε τελείως στὸν Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς δίνεται τέλεια σ’ ἐμᾶς. Κι ἔχουμε μέσα μας τὴν ἐλευθερία τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ. Δὲν αἰσθανόμαστε σὰν σκλάβοι, ποὺ κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ἐλεύθεροι καὶ κληρονόμοι τῆς ἐλευθερίας Του, γεννημένοι ἀπὸ τὴν ἐλευθερία Του καὶ ζώντας μέσα στὴν ἐλευθερία Του, στὴν ὄντως παν-ἐλευθερία στὸν παράδεισο τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως.
Σὲ κάθε ζωντανὴ ὁμάδα-φιλία-συνεργασία-οἰκογένεια (κυριολεκτικά, κοινοτικά, ἐθνικά, παγκόσμια) σὲ κάθε κοινότητα, παρουσιάζονται κάθε στιγμὴ δυσχέρειες, δυσκολίες, ἀλλὰ πρέπει νὰ ξεπερνιόνται μέσα στὸ κλίμα τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης καὶ ἀλληλοκατανόησης τῶν μελῶν της. Ὅλοι ἁμαρτάνουν, ἀλλά καὶ ὅλοι συμβάλλουν στὴν κάθαρση, μὲ τὴν αἴτηση συγγνώμης, μὲ τὴν προσφορὰ τῆς συγχώρησής τους, μὲ τὴν κοινὴ καὶ ἀμοιβαία θέληση γιὰ προσοχή, συγγνώμη καὶ ἐπικοινωνία, καὶ ἑπομένως ἡ κατάσταση τῆς ἁμαρτίας τοῦ χωρισμοῦ τῆς κολάσεως δὲν γίνεται μόνιμη.
Ἡ ἀμοιβαία ἀλληλοπεριχώρηση, συνύπαρξη -συγχώρηση- διὰ τῆς προσευχῆς ὅλων γιὰ ὅλους ὁδηγεῖ στὴν ἀγάπη, στὴ ζωή, στὴν ἐλευθερία. Ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία συνδέεται πάντοτε μὲ τὴν ἀγάπη, διὰ τῆς περιχώρησης καὶ ἀλληλοκατανόησης.
Μὲ τὴν ἀμοιβαία ἐπικοινωνία - κατανόηση - προσευχή, διὰ τῆς συγγνώμης, τῆς συγχώρησης καὶ τῆς ἀγάπης, ἡ Ἐκκλησία, ὅλος ὁ κόσμος, σύμπασα ἡ ἀνθρωπότης καὶ ἡ κτίση συνεχῶς ἀνανεώνεται σὲ ἑνότητα, ἁρμονία καὶ καθολικότητα, στὸ παράδεισο «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως».
Μόνον ἔτσι καλλιεργεῖται καὶ κατορθώνεται ἡ συναλληλία – τὸ φιλότιμο, ἡ εἰρήνη καὶ ἡ συνύπαρξη τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν λαῶν καὶ τὸ ξεπέρασμα καὶ ἡ κατάργηση τοῦ τρόμου τοῦ θανάτου, ἡ κόλαση τοῦ χωρισμοῦ καὶ ἔρχεται ὁ παράδεισος τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως, μὲ τὸ νὰ σταυρωθοῦμε μὲ τὴν συναίσθηση - αὐτογνωσία τῆς προσωπικῆς εὐθύνης τοῦ καθενός μας γιὰ ὅλα καὶ πρὸς ὅλους καὶ μὲ τὸ νὰ δεχθοῦμε νὰ κατανοήσουμε ὅτι ἡ κάθε χαρά, ἡ κάθε ἀνάσταση, «πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ κάθε δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἐκ τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων».
Τὸν τελευταῖο ὅμως καιρὸ γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα φαίνεται νὰ εἶναι κοινὸς παρονομαστὴς καὶ σημεῖον ἑνότητος ὁ κορωνοϊὸς καὶ τὰ ἐπακολουθοῦντα μέτρα ὑγείας - προστασίας, ὁ τρόμος τοῦ θανάτου ἐκ τοῦ κορωνοϊοῦ -λὲς καὶ δὲν ὑπάρχουν ἄλλες αἰτίες θανάτου- ἡ τρομοκρατία τῶν μέτρων καὶ κυρίως ἡ ὑποχρεωτικότητα τῶν self test, μὲ συνέπεια τὸ ἄγχος, τὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀπόγνωση, χωρὶς νὰ μένει ἰκμάδα ζωῆς καὶ διάθεσις γιὰ ἀνάπτυξη τοῦ φιλοτίμου – τῆς καλῆς προαιρέσεως τῆς χαρᾶς καὶ τῆς αἰσιοδοξίας.
(Ἡ περιγραφὴ τοῦ διαλόγου τοῦ ἀειμνήστου Παπαζάχου μὲ τὸν Ἅγιο Πορφύριο).
«Ἀντὶ ἄλλης Πασχάλιας εὐχῆς, θὰ σᾶς μεταφέρω τὰ χαρμόσυνα ἀναστάσιμα βιώματα τοῦ μακαριστοῦ γέροντα Πορφυρίου, ὅπως τὰ ἔζησα μία Τρίτη Διακαινησίμου στὸ κελλάκι του. Πῆγα νὰ τὸν δῶ σὰν γιατρός. Μετὰ τὴν καρδιολογικὴ ἐξέταση καὶ τὸ συνηθισμένο καρδιογράφημα μὲ παρεκάλεσε νὰ μὴ φύγω. Κάθισα στὸ σκαμνάκι κοντὰ στὸ κρεβάτι του. Ἔλαμπε ἀπὸ χαρὰ τὸ πρόσωπό του. Μὲ ρώτησε:
-Ξέρεις τὸ τροπάριο ποὺ λέει «Θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν»;
-Ναί, γέροντα, τὸ ξέρω.
-Πές το.
Ἄρχισα γρήγορα-γρήγορα, «Θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχὴν καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον, τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν πατέρων Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον».
-Τὸ κατάλαβες;
-Ἀσφαλῶς τὸ κατάλαβα. Νόμισα πὼς μὲ ρωτάει γιὰ τὴν ἑρμηνεία του. Ἔκανε μία ἀπότομη κίνηση τοῦ χεριοῦ του καὶ μοῦ εἶπε:
-Τίποτε δὲν κατάλαβες, βρὲ Γιωργάκη! Ἐσὺ τὸ εἶπες σὰν βιαστικὸς ψάλτης… Ἄκου τί φοβερὰ πράγματα λέει αὐτὸ τὸ τροπάριο: Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Ἀνάστασή Του δὲν μᾶς πέρασε ἀπέναντι ἀπὸ ἕνα ποτάμι, ἀπὸ ἕνα ρῆγμα γῆς, ἀπὸ μία διώρυγα, ἀπὸ μία λίμνη ἤ ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα. Μᾶς πέρασε ἀπέναντι ἀπὸ ἕνα χάος, ἀπὸ μία ἄβυσσο, ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ τὴν περάσει ὁ ἄνθρωπος μόνος. Αἰῶνες περίμενε αὐτὸ τὸ πέρασμα, αὐτὸ τὸ Πάσχα. Ὁ Χριστὸς μᾶς πέρασε ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ σήμερα «θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν, ἅδου τὴν καθαίρεσιν». Χάθηκε ὁ θάνατος. Τὸ κατάλαβες; Σήμερα γιορτάζουμε τὴν «ἀπαρχὴ» τῆς «ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου» ζωῆς κοντά Του.
Μίλαγε μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ βεβαιότητα. Συγκινήθηκε. Σιώπησε λίγο καὶ συνέχισε πιὸ δυνατά:
-Τώρα δὲν ὑπάρχει χάος, θάνατος, νέκρωση, ἅδης. Τώρα ὅλα χαρά, χάρις στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀναστήθηκε μαζὶ του ἡ ἀνθρώπινη φύση. Τώρα μποροῦμε καὶ μεῖς νὰ ἀναστηθοῦμε, νὰ ζήσουμε αἰώνια κοντὰ Του… Τί εὐτυχία ἡ Ἀνάσταση! «Καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον». Ἔχεις δεῖ τὰ κατσικάκια τώρα τὴν ἄνοιξη νὰ χοροπηδοῦν πάνω στὸ γρασίδι, νὰ τρῶνε λίγο ἀπὸ τὴ μάνα τους καὶ νὰ χοροπηδοῦν ξανά; Αὐτὸ εἶναι τὸ σκίρτημα, τὸ χοροπήδημα. Ἔτσι ἔπρεπε καὶ μεῖς νὰ χοροπηδοῦμε ἀπὸ χαρὰ ἀνείπωτη γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας καὶ τὴ δική μας.
Διέκοψε πάλι τὸ λόγο του. Ἀνέπνεα μιὰ εὐφρόσυνη ἀτμόσφαιρα.
-Μπορῶ νὰ σοῦ δώσω μιὰ συμβουλή; συνέχισε. ὲέ κάθε θλίψη σου, σὲ κάθε ἀποτυχία σου νὰ συγκεντρώνεσαι μισὸ λεφτὸ στὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ λὲς ἀργὰ-ἀργὰ αὐτὸ τὸ τροπάριο. Θὰ βλέπεις ὅτι τὸ μεγαλύτερο πράγμα στὴ ζωή σου – καὶ στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου ὅλου - ἔγινε. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ σωτηρία μας. Καὶ θὰ συνειδητοποιεῖς ὅτι ἡ ἀναποδιὰ ποὺ σοῦ συμβαίνει εἶναι πολὺ μικρὴ γιὰ νὰ χαλάσει τὴ διάθεσή σου.
Μοῦ ’σφίξε τό χέρι, λέγοντας:
-Σοῦ εὔχομαι νὰ «σκιρτᾶς» ἀπὸ χαρά, κοιτάζοντας πίσω σου τὸ χάος ἀπὸ τὸ ὁποῖο σὲ πέρασε ὁ Ἀναστᾶς Κύριος «ὁ μόνος εὐλογητὸς τῶν Πατέρων»… Ψάλε τώρα καὶ τὸ «Χριστός Ἀνέστη».
Δρ. Γεωργίου Παπαζάχου»
Ἑορτάζοντες-βιοῦντες καὶ ἐμεῖς τὴν ἀπαρχὴν τῆς ἄλλης βιοτῆς, νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι:
«Φτάνομε σὲ πανηγύρι ἀρχινημένο. Βρίσκομε τραπέζι στρωμένο («ἡ τράπεζα γέμει»)· κρασὶ δυνατό («οἶνον κατανύξεως»). Ὅσο πίνεις, δροσίζεσαι καὶ διψᾶς. Ὅσο διψᾶς, ξαναπίνεις καὶ μεθᾶς. Καὶ ὅσο μεθᾶς, τόσο γρηγορεῖς καὶ νήφεις.
Νῆψις καὶ μέθη, κούραση καὶ ἀνάπαυση, ἀπώλεια καὶ εὕρεση, γοερὸς θρῆνος, καὶ ἐπινίκιος ἰαχή, γίνονται ἕνα «πάντοτε χαίρετε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε».
Τραγούδι, ὕμνος, χορός: «Πάντα τὰ ἔθνη κροτήσατε χεῖρας», χορεύσατε «ἐν ἀγαλλιάσει». Σκιρτάτω ἡ κτίσις· χορευέτω ἡ ἀνθρωπότης.
Τὰ πάντα συγχορεύουν. Τὰ «πάντα ἀναμὶξ ἐγένετο».
Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος, ἐδῶ μόνο εὐγνωμονεῖς, μόνο εὐχαριστεῖς καὶ μένεις.
Μένοντας στὴ Θεία Εὐχαριστία βρίσκεσαι στὸ κέντρο. Ὑφίστασαι τὰ πάντα καὶ χαίρεσαι τὰ πάντα. Γίνεται ἡ ὕπαρξή σου κατὰ χάριν, ἀπὸ ἄλλη Δύναμη, χωρίον τοῦ Ἀχωρήτου».
Καλὴ πορεία πρὸς τὴν ἄλλην βιοτήν». Καλὴ Μετάνοια, Καλὴ Ἀνάσταση γιὰ ὅλους καὶ πρὸς ὅλους.
Ἐπιμέλεια κειμένου: π. Γεώργιος Καλαντζῆς