Στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας θεμέλιο εἶναι ἡ πίστη στὴν παντοδυναμία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ μαρτυρικὸ φρόνημα ποὺ ἐκφράζει τὴν ἀγαπητικὴ ἀπάντηση τοῦ πιστοῦ στὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ. Ἡ μαρτυρία πού, οἱ μάρτυρες ἔδωσαν γιὰ τὸ Χριστὸ διὰ τοῦ αἱματηροῦ θανάτου τους, συνεχίζεται μὲ τὴ μαρτυρία τῆς συνειδήσεως ποὺ ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουμε νὰ δίνουμε, μὲ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ μας.

Ὁ Χριστός ζήτησε ἀπό τούς μαθητές Του νά γίνουν μάρτυρές Του «ἔως ἐσχάτου τῆς γῆς». Νά δίδουν τή μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο. Τό ἴδιο ζητᾶ καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπό τό μαθητή καί πνευματικό του παιδί, τόν Ἀπόστολο Τιμόθεο, τό ἴδιο ζητᾶ ὁ Χριστός καί ἀπό τόν κάθε ἄνθρωπο πού πιστεύει σ’ Αὐτόν. «Ὅποιος μέ ὁμολογήσει μπροστά στούς ἀνθρώπους, θά τόν ὁμολογήσω καί ἐγώ μπροστά στόν οὐράνιο πατέρα μου».

Ἡ μαρτυρία δίδεται μέ τὸ νὰ εἶναι ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, νὰ εἶναι Χριστοζωὴ. Ἐκτός ἀπό τήν ἁγία ζωή του, ἡ μαρτυρία τοῦ πιστοῦ δίνεται καί μέ τόν λόγο γιά τό Χριστό, ἀρκεῖ βέβαια ὁ λόγος νά εἶναι «ἔνσαρκος λόγος», δηλαδή λόγος τῆς καρδιᾶς, ὄχι τῶν χειλέων.
Ὑπάρχει ὅμως μιά βασική προϋπόθεση, χωρίς τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀληθινή μαρτυρία Χριστοῦ. Ἡ προϋπόθεση αὐτή εἶναι ἡ ἐμπειρία. Δέν μπορεῖ νά δώσει τή μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ αὐτός πού δέν ἔχει τήν ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν ζωή του. Γνώση τοῦ Θεοῦ δέν ἐννοοῦμε μιά ἐξωτερική πληροφόρηση γιά τόν Χριστό, ἀλλά τή ζωντανή σχέση μαζί Του μέσῳ τῶν ἁγίων Μυστηρίων. Ἡ πραγματική ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνας νοσηρός συναισθηματισμός. Ἀποκτᾶται μέ τήν παραμονή τοῦ πιστοῦ στήν Ἐκκλησία καί τόν πνευματικό ἀγώνα γιά τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη. Ὅταν ἡ ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ λείπει ἀπό τήν ζωή μας, καί ὅταν ἐπίσης, ἀπουσιάζει ἡ μετάνοια, τότε, ἀντί γιά μαρτυρία Χριστοῦ, ἡ πίστη καταντᾶ ἰδεολογία. Ὁ Χριστός δέν χρειάζεται ὑπερασπιστές, ἐνδιαφέρεται γιὰ μάρτυρες καὶ ὁμολογητές.

Καὶ ἐδῶ ἄς μείνει γιὰ λίγο ὁ νοῦς καὶ ἄς ψάξουμε νὰ βροῦμε ὁ καθένας, ὅταν θεωρεῖ ὅτι δίδει μαρτυρία ἤ ὅ,τι θεωρεῖται ὅτι ἐκφράζει μαρτυρία, εἶναι μάρτυρας καὶ ὁμολογητὴς ἤ ἰδεολόγος ἤ τὸ χειρότερο αὐτοπροβαλλόμενος ἤ τὸ κάκιστον -μὴ γένοιτο- γιὰ τὸν καθένα μας, ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ συμβῆ γιὰ ὅλους μας, τὸ νὰ ἀναφερόμεθα εἰς τὴν πίστη μας, εὶς τὸν Χριστὸν μας γιὰ λόγους σκοπιμότητος, γιὰ λόγους συμφέροντος, δηλαδὴ πουλάει ἡ ὁμολογία μας -Χριστέμποροι.

Οἱ μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό καύχημα καί ἡ δόξα της. Εἶναι αὐτοί πού μέ τόν πιό συγκλονιστικό τρόπο ἔδωσαν Μαρτυρία Χριστοῦ, τή φανέρωση τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ. Πίσω ὅμως ἀπό τό μαρτύριο τοῦ αἵματός τους καί προϋπόθεσή του, ἦταν τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεώς τους. Ἴσως τό μαρτύριο τοῦ αἵματος εἶναι γιά λίγους, τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως ὅμως εἶναι γιά ὅλους καί παραμένει ἡ βασική προϋπόθεση γιά μιά αὐθεντική μαρτυρία Χριστοῦ γιὰ κάθε ἐποχὴ καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἐποχή μας.
Μαρτύριο τῆς συνειδήσεως εἶναι ὁ σταυρός τόν ὁποῖον καλεῖται ὁ κάθε πιστός νά σηκώσει γιά νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό. Τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως εἶναι ἡ ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος, ἡ νέκρωση τοῦ «ἐγώ», ἡ ἐκρίζωση τῶν παθῶν, ἡ ὑπακοή στόν πνευματικό πατέρα, ἡ ἀποδοχή ὅλου τοῦ κόπου «μέχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ἡμῖν». Εἶναι ἀκόμη ἡ ἀποδοχή τῆς θλίψεως καί τῆς περιφρονήσεως ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰδιαίτερα γιά τήν πίστη μας. Κάποτε τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως ἐπισφραγίζεται μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματος.

Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος προέτρεπε ὅλους τοὺς πιστοὺς νὰ γίνουν μάρτυρες τὴ προαιρέσει, χωρὶς διωγμοὺς καὶ μαστιγώσεις, μαρτυρώντας-φανερώνοντας τὴν πίστη τους, τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν ἐλπίδα τους στὸ Χριστὸ μὲ ὅλη τους τὴ ζωή, ὅπως οἱ μάρτυρες φανέρωσαν-μαρτύρησαν αὐτὲς τὶς ἀρετὲς καὶ διὰ τοῦ θανάτου τους.
Νὰ εἶναι ὅλη ἡ ζωὴ μας μὲ διακονικὴ διάθεση, μὲ μαρτυρικὸ, ἡρωϊκὸ φρόνημα, ἡρωϊκὴ διάθεση μέχρι μαρτυρίου. Οἱ χριστιανοί, κατὰ τὴν πορεία τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, νὰ ἐπιδεικνύουμε παντοῦ καὶ πάντοτε αὐτὸ τὸ μαρτυρικό, θυσιαστικό, ἡρωϊκὸ φρόνημα κατὰ τὸ παράδειγμα καὶ τὴν παραγγελία τοῦ Κυρίου μας: «Οὐκ ἦλθον δικονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι».

Καλούμεθα νὰ ζοῦμε αὐτὸ τὸ διακονικὸ-μαρτυρικὸ βίωμα στὴν καθημερινότητά μας, στὶς ὅποιες σχέσεις μας ἀκόμη στὰ προβλήματα καὶ στὶς δοκιμασίες τοῦ βίου μας, οἱ ὁποῖες εἶναι πολλὲς σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ σὲ κάθε ἐποχὴ διότι δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς νὰ δοκιμάζεται σὲ αὐτὴ τὴ ζωή, πόσο μᾶλλον αὐτὸ τὸν καιρὸ ποὺ τὰ προβλήματα διογκώνονται καὶ οἱ ἀνάγκες αὐξάνονται.
Ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν λέει ποτὲ ὅτι μὲ ἐγκατέλειψε ὁ Θεὸς ἤ τὸ χειρότερο, ἀκόμη, ὅτι Θεὸς δὲν ὑπάρχει. Ο πνευματικὸς ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ἀποδείξει αὐτὸ τὸ ἡρωϊκὸ καὶ μαρτυρικὸ του φρόνημα, ἀναγνωρίζοντας τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὶς δοκιμασίες καὶ δοξάζοντας τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ γιατὶ τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ μέσα ἀπὸ τὰ προβλήματα τοῦ βίου.

Τὸ μαρτυρικὸ αὐτὸ φρόνημα καλούμαστε νὰ τὸ ἐπιδείξουμε πολεμώντας διαρκῶς μὲ τὸν κακὸ ἑαυτὸ μας, μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ φύση μας, ἡ ὁποία ἐπιμένει καὶ ἐπιδιώκει νὰ μᾶς κρατᾶ γαντζωμένους στὰ κοσμικὰ καὶ δὲν ἀφήνει τὴν ψυχὴ μας νὰ ἀναπτυχθεῖ πνευματικὰ καὶ νὰ ἐνωθεῖ μὲ τὸ Χριστὸ.
Ἕνα ἄλλο πεδίο στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἐπιδεικνύουμε μαρτυρικὸ καὶ ἡρωϊκὸ φρόνημα, εἶναι στὴν σημερινὴ κοινωνία, μιὰ κοινωνία ἡ ὁποία θέλει νὰ μᾶς πείσει ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει τελειώσει, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ξεπερασμένος, ὅτι ἀνήκει στὸ χθές, ὅτι δὲν Τὸν χρειαζόμαστε, πλὲον, στὴ ζωὴ μας, ὅτι μποροῦμε νὰ ζὴσουμε, νὰ προοδεύσουμε καὶ νὰ προκόψουμε χωρὶς Αὐτόν. Σὲ μιὰ τέτοια κοινωνικὴ ἀτμόσφαιρα πνευματικῆς ἀποστασίας καὶ ἡθικῆς ἔκπτωσης, ὁ πνευματικὸς κατὰ Χριστὸν ἄνθρωπος καλεῖται νὰ δείξει μαρτυρικό . ἡρωϊκὸ φρόνημα, νὰ ἀντισταθεῖ καὶ νὰ κάνει τὸν Χριστὸ τρόπο τῆς δικῆς του ζωῆς καὶ, ἄν αὐτὸ κατορθώσει, θὰ Τὸν μεταδώσει σὲ ὅλη τὴν κοινωνία καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.

Ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτο στοιχεῖο ἡρωϊκοῦ μαρτυρικοῦ φρονήματος τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θέλει νὰ ζεῖ πνευματικὴ ζωὴ πρέπει νὰ ἀναζητεῖ τὸ Χριστὸ, ὅπως ἔκανε ἡ Μαρία. Δὲ Τὸν ἄφησε γιὰ ν’ ἀσχοληθεῖ μὲ δευτερεύοντα καὶ ἀνούσια πράγματα, ἀλλὰ στάθηκε κοντὰ Του, κάθισε στὰ πόδια Του καὶ Τὸν ἄκουσε. Ὁ Χριστὸς εἶπε στὸ Εὐαγγέλιο: «Ζητεῖτε καὶ εὐρήσετε». Νὰ μὲ ἐπιζητεῖτε, νὰ μὲ ψάχνετε καὶ θὰ μὲ βρεῖτε. Καὶ μποροῦμε νὰ ἀναζητήσουμε καὶ νὰ βροῦμε τὸ Χριστό, παντοῦ κυρίως μέσα μας καὶ στὴν ὅποια ἐπικοινωνία μας εἴτε μὲ τὸν ἑαυτὸ μας, εἴτε μὲ τὸν πλησίον μας καὶ κατ’ ἀρχὴν, μέσα στὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστὸς εἶναι παρὼν ἐδῶ, μέσα στὸ λειτουργικὸ γεγονὸς, ὅπου ὅλοι γινόμαστε ἕνα, μαζευόμαστε στὸ ὄνομά Του γιὰ νὰ Τὸν λατρέψουμε καὶ νὰ καταθέσουμε στὸ θρόνο τοῦ οὐρανοῦ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς ἱκεσίες μας. Ἡ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶναι ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἡ μία χωρὶς τὴν ἄλλη.

Τὸν Χριστὸ Τὸν ἀναζητοῦμε, ἐπίσης, μέσω τῆς προσευχῆς. Εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ μᾶς χάρισε γιὰ νὰ ἐπικοινωνοῦμε μαζὶ Του, ὄχι τόσο γιὰ νὰ ἀκούσει Ἐκεῖνος τὶ θέλουμε ἐμεῖς ἀπὸ Αὐτόν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀκούσουμε ἐμεῖς τί θέλει Ἐκεῖνος ἀπὸ ἐμᾶς. Γι’ αὐτὸ γίνεται ἡ προσευχή. Τὸν Χριστὸ καλούμαστε νὰ ἀναζητήσουμε παντοῦ, μέσα μας καὶ στὴν ὅποια ἐπικοινωνία μας, εἴτε μὲ τὸν ἑαυτὸ μας, εἴτε μὲ τὸν πλησίον μας, ἀδιαλλείπτως, πάντοτε, μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης.
Μιὰ πολὺ ἐκφραστικὴ φανέρωσις τοῦ Μαρτυρικοῦ φρονήματος εἶναι οἱ περιπτώσεις σοβαρῶν ἀσθενειῶν καὶ μεγάλων πόνων, ὅταν ἡ ὑπομονὴ μας γίνεται μαρτυρία καὶ ὁ πόνος μας λογίζεται μαρτύριο.

Πολὺ συχνὰ ὁ ἄνθρωπος ἐκτὸς ἀπὸ τὰ «γιατὶ» παραπονεῖται πὼς εἶναι ἀβάστακτακτος καὶ ἀσήκωτος ὁ πόνος του καὶ πὼς δὲν εἶναι ἰκανὸς νὰ τὸν ἀντέξει. Ἐντούτοις αὐτὸς ὁ μεγάλος πόνος τελικὰ ἀντέχεται καὶ ἀποκαλύπτει πολὺ σπουδαῖα πράγματα, ποὺ φανερώνουν τὴν ποιότητα καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς ζωῆς μας.
Ἡ πίστη στὸν Κύριο ἀνοίγει δρόμους, καὶ κατανοοῦμε τότε μετὰ τοῦ θείου καὶ κορυφαίου ἀποστόλου Παύλου ὅτι ἡ δύναμή μας, στὴν ἀσθένεια φανερώνεται καὶ ὁλοκληρώνεται καὶ κατανοοῦμε ὅτι δὲν ἔχουμε ἐδῶ μένουσα πόλη, ἀλλὰ τὴ μέλλουσα ἐπιζητοῦμε.
Ὁ πόνος μπορεῖ νὰ γίνει ἐφαλτήριο γιὰ τὴν ἐκτίναξὴ μας ἀπὸ τὴ στείρα μετριότητα, τὴ μονότονη στασιμότητα, τὸ κουραστικὸ πνευματικὸ σημειωτόν, στὴ γνωριμία μας μὲ τὸν πραγματικὸ ἑαυτὸ μας. Νὰ δοῦμε τὴν κρυμμέμη ἄγνωστη διάστασή μας -ὅτι δὲν ὑπάρχουμε γιὰ νὰ τρῶμε καὶ νὰ κοιμόμαστε- καὶ νὰ γίνουμε περισσότερο ἀληθινοὶ ἄνθρωποι καὶ πραγματικὰ πιστοὶ χριστιανοὶ.

Ἡ καλύτερη παρηγοριὰ τῶν πικρῶν ὡρῶν τοῦ πόνου εἶναι ἡ διὰ τῆς ταπεινῆς καὶ θερμῆς προσευχῆς ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν πολυεύσπλαχνο, ἐπουράνιο Πατέρα, ποὺ ὑπάρχει γιὰ ν’ ἀκούει καὶ νὰ προστρέχει πάντοτε στοὺς πόνους τῶν ἀγαπητῶν παιδιῶν Του.
Τὸ νόημα τοῦ πόνου συνοψίζει/περιγράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς χαρακτηριστικὰ: Ἡ παράνομη, παράλογη, ἐγωϊστικὴ, ἐφάμαρτη ἡδονὴ καταλήγει σὲ ὁδύνη πικρότατη.

Γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὁδύνη, τὴν πικρότητα, ποὺ τὸν κουράζει καὶ ταλαιπωρεῖ, χρειάζεται νὰ κοπιάσει, νὰ πονέσει, ν’ ἀγωνισθεῖ, γιὰ νὰ ξεπεράσει τὸν πόνο καὶ νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν ὁδύνη ποὺ τοῦ πρόσφερε ἡ γεύση τῆς παράλογης ἡδονῆς. Τοῦτο θὰ πραγματοποιηθεῖ διὰ τοῦ ὑπομονετικοῦ, ἐπίμονου, ἐπιμελοῦς, δοκιμασμένου καλὰ καὶ παραδεδομένου, γνησίου ἀσκητικοῦ ἀγώνος τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος γιὰ διαφόρους λόγους δὲν ἀγαπᾶ, δὲν προσλαμβάνει καὶ δὲν ἐνστερνίζεται τὸ ἀπαραίτητο, ἀσκητικό, μαρτυρικὸ φρόνημα τῆς Ἁγίας μητέρας μας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τότε ὁ Πανάγαθος Θεός, ποὺ θέλει ὅλους νὰ μᾶς σώσει καὶ νὰ ἔλθουμε σ’ ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας, δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει, δὲν μᾶς ξεσυνερίζεται, ἀλλὰ ἐπιτρέπει καὶ μᾶς ἐπισκέπτεται ὁ πειρασμὸς τῶν πόνων, τῶν δυσκολιῶν, τῶν ἀσθενειῶν. (Ἀπὸ τὴν ἐμπειρὶα τοῦ πατρὸς Μωϋσῆ, πραγματικὸ μάρτυρα καὶ ὁμολογητὴ μὲ ἁγία ζωὴ καὶ ἔνσαρκο λόγο, ἀλλὰ καὶ μὲ πρωτόγνωρη ὑπομονὴ στὸ πόνο).

Οἱ διάφοροι πειρασμοὶ, οἱ πολλὲς δοκιμασίες, οἱ καθημερινὲς θλίψεις, οἱ ἔκτακτες ἀσθένειες, σωματικὲς καὶ ψυχικές καὶ ἀκόμη καὶ οἱ τυχὸν διχόνιες στὶς σχέσεις μας μὲ πολὺ ἀγαπητὰ μας πρόσωπα, δὲν πρόκειται γιὰ ἀτυχία, γιὰ κακὴ ὥρα, γιὰ δυστυχία καὶ τραγωδία, ὅπως λέγεται, ἀλλὰ εὐκαιρία γιὰ νὰ τὴν μετατρέψουμε σὲ εὐλογία, τρόπο καὶ ὁδὸ πρὸς Ἁγιασμό, σωτηρία καὶ λύτρωση, μὲ τὸ νὰ ζοῦμε τὶς δυσκολίες μας, μὲ ὑπομονὴ καὶ εἰ δυνατὸν μὲ εὐγνωμοσύνη.

Ὁ Γέροντας Αἰμιλιανὸς λέγει ὅτι μαρτυρικό φρόνημα στὴν καθημερινότητά μας ἀποτελεῖ τὴν ἀσφαλέστερη προϋπόθεση γιὰ ὅλη μας τὴ ζωή, ἀκόμη καὶ γιὰ ἕναν ἐπιτυχημένο γάμο. Τὸ μαρτυρικό σου φρόνημα καλεῖσε νὰ δείξεις ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ καθημερινὸς σου στίβος, στὸ σπίτι σου, στὸν ἄνδρα σου, στὴν γυναίκα σου. Ὅταν ὁ ἄνδρας ἔρχεται ἀπὸ τὴν δουλειὰ κουρασμένος καὶ σοῦ μιλᾶ χωρὶς εὐγένεια, ἐσὺ μὴ θυμώνεις. Ὅταν ἐκεῖνος σὲ βρίσει, ἐσὺ μὴ βγάλεις γλώσσα. Δεῖξε του ἀγάπη, ἀνοχή, ὑπομονή. Ἄν ἡ γυναίκα σου σοῦ ἔκαψε τὸ φαγητό, μὴ φωνάξεις ἐσὺ: φάτο. Βάλε λίγο λεμόνι μέσα νὰ γίνει πιὸ νόστιμο καὶ πὲς της, ὡραῖο εἶναι τὸ φαγητό, ὥστε νὰ νομίζει ὅτι δὲν κατάλαβες ὅτι τὸ φαγητό ἦταν καμένο. Νὰ βασιλεύει ἡ ἀγάπη μέσα στὸ σπίτι. Ὅταν βλέπεις ὅτι σὲ ἀδικεῖ ὁ σύντροφος τῆς ζωῆς σου, μὴ φωνάζεις ὅτι ἔχεις δίκαιο. Δὲν ἔχει σημασία ἄν ἔχεις δίκαιο ἤ δὲν ἔχεις. Δὲν ἔχει σημασία ποιὸ εἶναι τὸ ὀρθό. Βγάλε τὸν ἑαυτὸ σου, ἀρνήσου τὸν ἑαυτὸ σου, βάλε μπροστὰ τὸν ἄλλον. Αὐτὸ εἶναι ὑπέρβαση τοῦ ἐγὼ μας, αὐτὸ εἶναι μαρτύριο.

Τὸ μαρτυρικὸ φρόνημα εἶναι καὶ ἐξόχως δημιουργικὸ καὶ ἐφευρετικὸ. Δημιουργεῖ προϋποθέσεις ἀναζήτησης καὶ ἐφευρετικότητας στὴν πορεῖα τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Εἶναι ἄπειρα καὶ θαυμαστὰ τὰ γεγονότα καὶ τὰ παραδείγματα.
Σὲ καιροὺς διωγμῶν καὶ ποικίλους δύσκολους καιρούς ἀνακαλύφθηκαν οἱ καταμόμβες καὶ ἡ τέλεσις Θείων Λειτουργιῶν μέσα σὲ φυλακὲς μὲ Ἁγία Τράπεζα ζῶντα ὑποψήφιο μάρτυρα καὶ ἀντὶ ἀμφίων ἀπὸ ἁπλὸ κομποσχοίνι.

Σὲ δύσκολες καιρικὲς συνθῆκες χιόνια, πελαγικὲς θαλασσοταραχὲς («Στὸ Χριστὸ στὸ κάστρο» τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη).
Μεταμεσονύκτιες Θείες Λειτουργίες κεκλεισμένων τῶν θυρῶν.
Μαρτυρικὲς ἀποφάσεις γιὰ ξεκίνημα ἐγρήγορσης ἤ μαρτυρικὲς συνθῆκες.