(Συνάντηση νέων 2/Φεβ./2021)

Ὅλες οἱ ἑορτὲς καὶ ἰδιαίτερα οἱ Δεσποτικὲς καὶ οἱ Θεομητορικὲς ἑορτές, ἀλλὰ καὶ κάθε λειτουργία εἶναι ἐπιβεβαίωση τῆς σωτήριας παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀνακαίνησις τῆς προσωπικῆς μας πνευματικῆς ζωῆς μας καὶ συνεχὴς ἐπιβεβαίωσις ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν ἀρχαία κατάρα, ἀπὸ ἐκείνη τὴν προγονικὴ κατάρα καὶ καταδίκη τὴν πρὸ Χριστοῦ ποὺ τὴν εἴχαμε ὅλοι κοινὴ καὶ ἴδια, ἐκχυμένη σὲ ὅλους ἀπὸ τὸν προπάτορα Ἀδάμ, ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ γένους μας καὶ ἦταν συνημμένη μὲ τὴ φύσι.Ὁ καθένας, μὲ ὅσα ἔπραττε προσωπικῶς, ἐπέσυρε ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν ὑπόστασί του ἀπλῶς ἤ τὴν μομφὴ ἤ τὸν ἔπαινο, ἐνῶ δὲν μποροῦσε νὰ κάμη τίποτε ἀπέναντι σ’ ἐκείνη τὴν κοινὴ κατάρα καὶ καταδίκη καὶ ἀπέναντι στὸν πονηρὸ κλῆρο ποὺ κατέβαινε ἀπὸ ἐπάνω σ’ αὐτόν καὶ δι’ αὐτοῦ στοὺς ἀπογόνους του.

Ἀλλ’ ἦλθε ὁ Χριστὸς ἐλευθερωτὴς τῆς φύσεως «τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν», ποὺ μετέβαλε τὴν κοινὴ κατάρα σὲ κοινὴ εὐλογία, ἀφοῦ ἀνέλαβε τὴν ἔνοχη φύσι μας ἀπὸ τὴν ἀκήρατη Παρθένο καὶ τὴν ἤνωσε στὴν ὑπόστασί Του τὴν κατέστησε ἀθώα καὶ δικαιωμένη, ὥστε καὶ οἱ γεννώμενοι πνευματικὰ ἀπὸ Αὐτὸν ἔπειτα, νὰ μένουν ὅλοι ἔξω ἀπὸ τὴν προγονικὴ ἐκείνη κατάρα καὶ καταδίκη. Γιὰ νὰ παράσχη δὲ τελεία ἀπολύτρωσι ὄχι μόνο στὴ φύσι τὴν ὁποία ἔλαβε ὁ ἴδιος ἀπὸ ἐμᾶς σὲ ἀδιάσπαστη ἕνωση, ἀλλὰ καὶ στὸν καθένα ἀπὸ τοὺς πιστεύοντας σ’ Αὐτόν καθόρισε καὶ θεῖο βάπτισμα κι’ ἔθεσε σωτηρίους νόμους, ἐκήρυξε μετάνοια σὲ ὅλους καὶ μεταδίδει τὴ χάρι του μὲ τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα Του καὶ ἔτσι ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς πιστεύοντας ποὺ δέχεται τὸ βάπτισμα καὶ πολιτεύεται κατὰ τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ γίνεται μέτοχος τοῦ Θεουργοῦ Ἄρτου καὶ τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, θεοῦται κατὰ χάριν. Διὰ τῶν μέσων τούτων ὁ Χριστὸς μᾶς ἐδικαίωσε ὑποστατικῶς καὶ μᾶς ἐπανέφερε στὴν ὑπακοὴ τοῦ οὐρανίου Πατρός. Τὴν ἴδια δὲ τὴ φύση ποὺ προσέλαβε ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ἀνανέωσε, τὴν ἔδειξε ἁγιασμένη καὶ δικαιωμένη καὶ σὲ ὅλα ὑπήκοο στὸν Πατέρα, δι’ ἐκείνων ποὺ ἔπραξε καὶ ἔπαθε ἑνωμένος μὲ αὐτὴν ὑποστατικῶς.

Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς λέγει:

«ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τοῦ καθαρισμοῦ κατὰ τὸν νόμο τοῦ Μωϋσέως, «καθαρσιῶν κοινωνεῖ ὁ καθαρώτατος Θεός». Περιτέμνεται κατὰ τὸν νόμο, προσφέρεται θυσία κατὰ τὰ λεγόμενα στὸν νόμο καὶ γίνεται καθ’ ὅλα ὑπήκοος στὸν νόμο, καθιστώντας καθ’ ὅλα ὑπήκοο τὴν φύσι μας στὸν Πατέρα, θεραπεύοντάς την ἀπὸ τὴν παρακοή μας καὶ μετατρέποντάς την ἀπὸ κατάρα σ’ εὐλογία. Ἀξιωθήκαμε μυστικῶς «ἡ ζωὴ μας μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ νὰ εἶναι στὸν Θεὸׄ ὅταν δὲ ὁ Χριστὸς φανερωθῆ κατὰ τὴν δευτέρα ἐπιφάνεια καὶ παρουσία, τότε καὶ ἡμεῖς ὅλοι θὰ φανερωθοῦμεν σὲ δόξα» ὅσοι υἱοποιήθηκαμε καὶ θὰ ἀποδειχθοῦμε πνευματικά τέκνα Τούτου.

Πιστεύομε στὸν Θεό σημαίνει ὅτι θεωροῦμε βέβαιες κι' ἀληθινὲς τὶς ἐπαγγελίες ποὺ μᾶς ἔδωσε. Πιστεύουμε δὲ τὸν Θεὸ σημαίνει ὅτι φρονοῦμε περὶ Αὐτοῦ ὀρθῶς. Πρέπει δὲ νὰ τὰ ἔχωμε καὶ τὰ δύο.
Ὅτι λοιπὸν πιστεύομε ἀληθινὰ στὸν Θεό, δηλαδὴ ἀναγνωρίζομε ἀληθινὲς καὶ βέβαιες τὶς ἐπαγγελίες ἤ ἀπειλὲς Του πρὸς ἐμᾶς, καὶ περιμένομε μὲ βεβαιότητα νὰ ἐκδηλωθοῦν, δεικνύεται διά τῶν ἀγαθῶν μας ἔργων καὶ τῆς τηρήσεως τῶν θείων ἐντολῶν. Ἡ ἀπόδειξις δὲ ὅτι ὀρθῶς πιστεύομε τὸν Θεό, δηλαδὴ καλῶς καὶ ἀσφαλῶς καὶ εὐσεβῶς φρονοῦμε γι' Αὐτόν, προέρχεται ἀπὸ τὴν συμφωνία τῆς ζωῆς μας πρὸς τοὺς θεοφόρους πατέρες μας. Ὅτι δὲ τὸ νὰ ἐμπιστευόμαστε ἀδιαψεύστως τὸν Θεὸ προκαλεῖ τὴν ἀντίθεσι ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν παθῶν μας καὶ ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τοὺς ἐμπαθεῖς ἀνθρώπους, ποὺ μᾶς θέλγουν καὶ μᾶς παρασύρουν κάτω πρὸς τὶς ἐμπαθεῖς ἡδονές.

Τὸ νὰ πιστεύωμε ὀρθῶς τὸν μόνο Ἀληθινό Θεό προκαλεῖ τὴν ἀντίθεσι ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ἀπροσπάθειαν, τὴν ἄγνοιαν καὶ ἀπὸ τὶς ὑποβολὲς τοῦ Ἀντικειμένου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ ποὺ ὑφιστάμεθα ἀπὸ τοὺς δυσσεβεῖς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς ρίπτουν μαζὶ τους κάτω πρὸς τὴν δικὴ τους ἀπώλεια.
Εἶναι ὅμως στὴ διάθεσί μας, γιὰ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς περιπτώσεις, μεγάλη βοήθεια, ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν βοήθεια ποὺ δεχόμεθα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀπὸ Αὐτὸν δοσμένη σ' ἐμᾶς γνωστικὴ δύναμι, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγαθοὺς ἀγγέλους καὶ ἀπὸ τοὺς θεοσεβεῖς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Γι' αὐτὸ ἡ πνευματικὴ τροφὸς καὶ κοινὴ μητέρα ὅλων μας, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀφ' ἑνὸς μὲν ἀνακηρύσσει ἀκόμη καὶ σήμερα ὁλοφανέστερα καὶ δημοσιώτερα αὐτοὺς ποὺ ἔλαμψαν κατὰ τὴν εὐσέβεια καὶ ἀρετὴ καὶ τὶς πανίερες συνόδους των καὶ τὰ θεῖα Δόγματα ποὺ διατυπώθηκαν σ' αὐτές, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἀποκηρύσσει ἐπισημότερα τοὺς ὀπαδοὺς τῆς δυσσεβείας καὶ τὰ πονηρὰ διδάγματα καὶ φρονήματά τους, ἔτσι ὥστε ἐμεῖς, αὐτοὺς μὲν ἀποστρεφόμενοι, τοὺς δὲ ὀρθοδόξους ἀκολουθώντας, νὰ πιστεύωμε σ' ἕνα Θεό, Πατέρα, Υἱὸ καὶ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο καὶ διὰ τοῦ Ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα, ὁ Ὁποῖος ὑπάρχει πρὶν ἀπὸ ὅλα καὶ ἐπάνω ἀπ’ ὅλα καὶ ὑπεράνω τοῦ παντός, Μονὰς σὲ Τριάδα καὶ Τριὰς σὲ Μονάδα, ἀσυγχύτως ἐνουμένη καὶ ἀμερίστως διαιρούμενη. Μονὰς ἡ Ἴδια καὶ Τριὰς παντοδύναμη, ἐξ οὗ καὶ ἡ κοινωνικότητά μας καὶ ἡ ἱκανότητα τοῦ ἀγαπᾶν καθ’ ὅτι πλασμένοι ἀπὸ τὸν ἐν Τριάδι Θεὸν «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν».

Ἡ ψυχὴ ποὺ περπατᾶ στὶς στράτες τῆς εὐσεβείας καὶ στοὺς δρόμους τῆς πίστεως, καὶ κατώρθωσε νὰ βαδίσει καλὰ σ’ αὐτοὺς τοὺς δρόμους πορεύεται μὲ ἁπλότητα σὲ ὅλα, γιατὶ ἡ ψυχὴ ποὺ παρέδωσε μιὰ φορὰ τὸν ἑαυτὸ της μὲ πίστι στὸν Θεό, καὶ ποὺ δοκίμασε τὴ γεῦσι τῆς φροντίδος Του, δὲν νοιάζεται πάλι γιὰ τὰ δικὰ της πράγματα, ἀλλὰ κάθεται κατάπληκτη καὶ σωπαίνει, ἀπολαμβάνουσα τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποσκεπάζει τὴν ψυχὴ ἀδιάκοπα καὶ φροντίζει γι’ αὐτὴν καὶ τὴν παρακολουθεῖ ὁλοένα σὲ κάθε τί.

Ἡ πίστις ζητᾶ μόνον φρόνημα καθαρὸ καὶ ἁπλό καὶ τὸ νὰ στέκεσαι μακρυὰ ἀπὸ πᾶσα πανουργία καὶ ἀπὸ τὸ νὰ ζητᾶς συστήματα. Γιὰ νὰ κατοικήσει μέσα σου ἡ πίστις πρέπει νὰ εἶσαι ἀπλὸς καὶ ταπεινὸς σὰν νήπιο καὶ νὰ ἔχεις ἁπλὴ καρδιά. Τὰ ἱερὰ βιβλία λένε πὼς «μὲ ἁπλὴ καρδιὰ δοξάζανε τὸν Θεό» καὶ πὼς «ἄν δὲν γυρίσετε πίσω στὴν ἀθωότητα καὶ δὲν γίνετε σὰν τὰ παιδιά, δὲν θὰ μπεῖτε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».
Ἡ πίστις περπατᾶ τὸν δρόμο της ἀπάνω ἀπὸ τὴ φύσι. Ἡ πίστις ὅμως ἀφήνει νὰ τὴ σιμώσουνε, νὰ τὴν πλησιάσουνε δίχως φόβο, καὶ λέγει: «ἀπάνω στὴν ὀχιὰ καὶ στὴ δεντρογαλιὰ θὰ πατήσεις καὶ θὰ καταπονέσεις, θὰ κατανικήσεις τὸ λιοντάρι καὶ θὰ σὲ φοβηθεῖ ὁ δράκοντας». Καὶ κοντὰ ἀπὸ τὴν πίστι, ἔρχεται ἡ ἐλπίδα καὶ ἐπομένως ὅποιος ἀκολουθεῖ τὴν πίστι, γίνεται παρευθεῖς ἐλεύθερος κι αὐτεξούσιος, καὶ ὅλα τὰ πράγματα τὰ μεταχειρίζεται μὲ ἐλευθερία καὶ μὲ ἐξουσία σὰν Υἱός τοῦ Θεοῦ.

Ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀγαπᾶ μὲ πόθο τὴν πίστη, ἐπικοινωνεῖ μὲ ὅλα τὰ κτίσματα ἐλεύθερα σὰν τὸν Θεὸ, ἐπειδὴ μονάχα στὴν πίστη δόθηκε ἐξουσία νὰ εἶναι πάνω ἀπὸ τὰ κτίσματα, μοιάζοντας σὲ τοῦτο μὲ τὸν Θεό. Γιὰ τοῦτο λέγει ἡ Γραφή: «Μονάχα θέλησες, κι ὅλα τὰ πράγματα παρουσιαστήκανε μπροστὰ σου». Καὶ πολλὲς φορὲς μπορεῖ νὰ πλάσει πράγματα ἀπὸ τὸ τίποτα.
Ἡ πίστις διαβαίνει ἀνάμεσα στὸ νερὸ καὶ τὴν φωτιὰ μὲ ἐξουσία καὶ λέγει πὼς ἄν περάσεις μέσα ἀπὸ τὴ φωτιά, δὲν θὰ σὲ κάψει, καὶ τὰ ποτάμια δὲν θὰ σὲ καταποντίσουνε. Τέτοια πράγματα τὰ ἔκανε ἡ πίστις πολλὲς φορὲς, μπροστὰ σὲ ὅλη τὴν κτίση, πολλοὶ μπήκανε στὶς φλόγες καὶ βάλανε χαλινάρι στὴ δύναμι τῆς φωτιᾶς καὶ περάσανε ἀπὸ μέσα της δίχως νὰ πειραχτοῦνε ὁλότελα (ὁ Δανιὴλ καὶ οἱ τρεῖς παῖδες) κι ἀπάνω στὴ ράχη τῆς θάλασσας περπατήσανε σὰν νὰ εἴτανε στεριά.

Σήμερα ἔχει θεοποιηθεῖ ἡ γνώσις. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει γνῶσις, ποὺ νὰ μὴν εἶναι φτωχή, ὅσο κι ἄν φαίνεται πὼς βρῆκε μεγάλα πλούτη ὅμως τοὺς θησαυροὺς τῆς πίστεως, δὲν τοὺς χωρᾶνε μήτε ὁ οὐρανὸς μήτε κ’ ἡ γῆ. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει στήριγμα μέσα στὴν καρδιὰ του τὴν ἐλπίδα τῆς πίστεως, δὲν ἔχει στέρησι ἀπὸ τίποτα ποτέ, δίχως νὰ μεταχειρίζεται τρόπους καὶ συλλογισμοὺς. «Ὅσα ζητήσετε στὴ προσευχὴ σας μὲ πίστι, θὰ τὰ πάρετε». Κι ἀλλοῦ πάλι εἶναι γραμμένο: «Ὁ Κύριος εἶναι κοντὰ μας, μὴ φροντίζετε γιὰ τίποτε».
Ἡ γνῶσις αἰωνίως καὶ συνεχῶς ζητᾶ μηχανεύματα γιὰ νὰ φυλάξει αὐτὴ τὴν ἴδια καὶ αὐτοὺς ποὺ τὴν κατέχουνε· ἡ δὲ πίστις λέγει: «Ἄν δὲν θεμελιώσει τὸ σπίτι ὁ Κύριος κι ἄν δὲν φυλάξει τὴν πολιτεία, ἄδικα κοπιάσανε οἱ κτίστες κι ἀνώφελα ξαγρυπνήσανε οἱ καστροφύλακες». Ἡ γνῶσις στὸ κάθε τὶ, ἔχει ἀμφιφολία καὶ παινεύει τὸν φόβο, ὅπως εἶπε ἕνας σοφός, λέγοντας, πώς, ὅποιος φοβᾶται εἶνε μακάριος. Ἡ πίστις ὅμως τὶ κάνει; λέγει πῶς ὅταν φοβήθηκε, εὐθὺς ἄρχισε νὰ καταποντίζεται·κι ἀλλοῦ πάλι λέγει: «Δὲν σᾶς δόθηκε πνεῦμα δουλείας γιὰ νὰ φοβόσαστε, ἀλλὰ γινήκατε υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδος τοῦ Κυρίου». Κι ἀλλοῦ εἶναι γραμμένο: «Μὴ δειλιάσεις, κι οὔτε νὰ φύγεις ἀπὸ μπροστὰ τους».

Σήμερα ὅλος ὁ κόσμος τρέμει μπροστὰ σ’ ἕναν νάνο ἰὸ λὲς καὶ εἶναι ὁ πρῶτος ἤ θὰ εἶναι ὁ τελευταῖος. Ὁ κόσμος πανικοβλήθηκε, λὲς καὶ ἦλθε ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου, μὲ ἀποτέλεσμα ἀπὸ τὴν μιὰ νὰ ἐπιστρατεύονται ποικίλα πρωτόγνωρα ἔκτακτα μέτρα στὸ ὄνομα τῆς προστασίας μας ἀπὸ τὸν ἱὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μιὰ ἀντίδραση ἐξ αἰτίας τῆς ἐπιβολῆς, ὥστε ἡ ζημία ἀπὸ τὸν διχασμὸ καὶ τὸ φόβο, νὰ εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς ἀσθένειας. Ἀντὶ λοιπὸν ἀπελπισίας, τρόμου, φόβου καὶ διχασμοῦ, ἄς ἐνωθοῦμε μὲ ἀλληλοκατανόηση ἐν ἀγάπη καὶ ἀλληλοσυμπαράσταση στὸ ὄνομα τοῦ Κοσμοκράτωρος Θεοῦ τὴς Ἀγάπης, μὲ αἰσιοδοξία καὶ ἐλπίδα, ἀντὶ τῶν ἀντιπαραθέσεων τῆς τρομάρας καὶ τοῦ φόβου. Διότι πάντα κοντὰ ἀπὸ τὸν φόβο ἔρχεται ἡ ἀμφιβολία, καὶ κοντὰ ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία ἔρχεται ἡ ἀνάγκη νὰ ἐξετάσεις καὶ νὰ ψάξεις·καὶ κοντὰ στὴν ἐξέταση ὁ συλλογισμὸς καὶ κοντὰ στὸν συλλογισμὸ ὑποθέτουμε ὅτι ἔρχεται ἡ γνῶσις. Καὶ μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἐξέταση καὶ στὸ ψάξιμο, βρίσκεται πάντα ὁ δισταγμός καὶ ὁ διχασμὸς, γιατὶ ἡ γνῶσις δὲν τὰ βγάζει πέρα καὶ σ’ ὅλα τὰ πράγματα. Ἐπειδὴ πολλὲς φορές, βρίσκουνε τὴν ψυχὴ μας πράγματα καὶ περιστάσεις γεμάτες κινδύνους, στοὺς ὁποίους ἡ γνῶσις καὶ τὰ συστήματα τῆς σοφίας δὲν μποροῦνε νὰ βοηθήσουνε ὁλότελα. Καὶ πάλι στὰ δύσκολα, ποὺ δὲν τὰ καταλαβαίνει ὁ ἄνθρωπος, κι ἄν βάλει ὁλάκερη τὴ δύναμί του, καὶ ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς ἀνθρώπινης γνώσεως, καὶ σ’ αὐτὰ ἀκόμα ἡ πίστις δὲν νικιέται ποτὲ ἀπὸ τίποτα. Γιατί, τί μπορεῖ νὰ κάνει ἡ ἀνθρώπινη γνῶσις καὶ σὲ τί μπορεῖ νὰ βοηθήσει στοὺς φοβεροὺς πολέμους ἤ στὸν ἀγώνα κατάπανω στὶς ἀόρατες δυνάμεις ἤ σὲ πολλὰ ἄλλα; Ἔχει λεχθῆ ὅτι οἱ λόγοι καὶ τὰ συνέδρια περὶ εἰρήνης εἶναι προαγγελίες πολέμου. Ἡ γνῶσις ἐμποδίζει τοὺς μαθητὰς της νὰ πλησιάσουνε σὲ ὅσα εἶναι ξένα πρὸς τὴ φύσι, πάνω καὶ πέρα ἀπὸ τὴν παρατήρηση καὶ τὸ πείραμα. Γι’ αὐτὸ τρέμουμε μπροστὰ στὸ θάνατο.

Δὲς ὅμως καὶ τὴ δύναμη τῆς πίστεως τὶ ἐξουσία δίνει στοὺς μαθητευομένους της. «Στ’ ὄνομά μου, λέγει, δαιμόνια θὰ βγάλετε, τὰ φίδια θὰ τὰ κάνετε ἀβλαβῆ, κι ἄν πιεῖτε φαρμάκι τίποτα δὲν θὰ πάθετε» καὶ πέρα ἀπὸ τὸν θάνατο, εἶναι ἡ Ἀνάστασις.
Ἡ γνῶσις, σ’ ὅλους ποὺ βαδίζουνε στὸν δρόμο της, στέργει κατὰ τοὺς νόμους της, νὰ ἐξετάσουνε τὸ τέλος, πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχή, σ’ ὅλα τὰ πράγματα, καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ν’ ἀρχίσουνε μὴν τύχει κ’ εἶναι δυσκολόβρετο τὸ τέλος ἐκείνου τοῦ πράγματος καὶ πέρα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη δύναμη ἤ ἀσύμφερο διὰ τὰ ἀναμενόμενα καὶ κοπιάσουνε ἀνώφελα.
Ἡ πίστις ὅμως τί λέγει; «Ὅλα εἶναι δυνατὰ σὲ κεῖνον ποὺ πιστεύει·γιατὶ γιὰ τὸν Θεὸ τίποτα δὲν εἶναι ἀδύνατο».
Ἡ πίστις εἶναι πλοῦτος ἀνείπωτος γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ πέλαγος πλούτου ποὺ μὲ τὰ κύματά του καὶ μὲ τοὺς θαυμαστοὺς θησαυροὺς του, ποὺ ξεχειλίζουνε ἀπὸ τὴ δύναμι τῆς πίστεως νὰ φθάνουν παντοῦ! Μὲ πόσο θάρρος εἶναι γεμάτη καὶ μὲ πόση ἀγαλλίαση καὶ μὲ πόση ἐλπίδα εἶναι συντροφευμένη ἡ ὁδοιπορία ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος μαζί της! Καὶ τὸ φορτίο της πόσο ἐλαφρὺ εἶναι! Κ’ ἡ δούλεψίς της, πόση γλυκύτητα ἔχει καὶ πόσο ὄφελος προκαλεῖ στὸν καθένα μας καὶ σὲ ὅλο τὸν κόσμο.

Μὲ τὴν πίστη προγευόμεθα τὴν μακαριότητα τοῦ Παραδείσου κάθε στιγμή!

Εἴθε νὰ ἀποφασίσουμε νὰ συνοδοιπορήσουμε μαζὶ της.

Ἀποσπάσματα ἀπὸ Λόγους τῶν Ἁγίων Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
καὶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου περὶ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου καὶ περὶ Πίστεως καὶ Γνώσεως.
Διασκευὴ κειμένων π. Γεώργιος Καλαντζῆς