Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών, καὶ τὰ πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, καὶ ζωῆς χορηγός, ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος, καὶ σῶσον, Ἀγαθέ, τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Καλησπέρα σέ ὅλους.
Ἡ διά ζώσης, ἡ ἐν σώματι ἐπικοινωνία μας, ἡ ἐπικοινωνία τῆς συντροφιᾶς τῆς Δευτέρας, ἔχει διακοπεῖ πλέον τῶν τριῶν μηνῶν.
Ὅλον αὐτόν τόν καιρόν κατά τήν διάρκεια τοῦ τριμήνου ζήσαμε, ἀλλά καί τώρα ἀκόμη ζοῦμε πρωτόγνωρα καί δυσερμήνευτα γεγονότα τρόμου και τρομοκρατίας, ὄχι μόνον ἀπό τόν φόβο τῆς λεγομένης πανδημίας, πού ὅλοι μας ἄς ὁμολογήσουμε, ἔμμεσα, βιώσαμε -ἔστω καί ἄν συγκεκριμένα γεγονότα δέν ὑπῆρξαν κοντινά μας, ἀλλά καί κάποια ἁπλή δυσκολία νά βιώσαμε (ἁπλή ἀδιαθεσία, κάποιο βῆχα), ἐμεῖς ἤ κάποιος διπλανός μας, διερωτηθήκαμε τρομαγμένοι μήπως συμβαίνει καί κοντινά μας κάτι;- ἀλλά καί ἀπό τόν φόβο μιᾶς γενικότερης, δυσανάλογης τρομοκρατίας ἀπό τίς διεθνεῖς εἰδήσεις καί τά Μ.Μ.Ε. (μέσα μαζικής ἐνημέρωσης).

Καί δυστυχῶς δέν σκεφθήκαμε καί δέν εἴπαμε καί λοιπόν, γιατί τόσος τρόμος; Ἀνάσταση ἔχουμε. Τί σημαίνει γιά τόν καθένα μας τό «Χριστός Ἀνέστη»;

Μόνο μαγειρίτσα, ψησταριά χαρές καί γλέντια; Τό Πάσχα εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό μιά ἑορτή, ἀπό μιά ἀνάμνηση ἑνός γεγονότος. Εἶναι φανέρωση ζωῆς αἰωνίου, εἶναι τρέλλα κατά τόν Ἅγιον Πορφύριο, εἶναι θεῖος ἔρωτας πού τόν βίωσαν καί τόν βιώνουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι, καί ὅποιοι τήν ἁγιότητα ἐπιθυμοῦντες ἐπιδιώκουν.
Ἄν τό «Χριστός Ἀνέστη» δέν μᾶς βεβαιώνει καί γιά τήν δική μας καθολική Ἀνάσταση, «ματαία ἡ πίστις ἡμῶν».

Ἐάν δέν ζοῦμε τά γεγονότα τῆς Ἐκκλησίας ὡς ὁ Ἱερός Χρυσόστομος οὐσιαστικά μᾶς προτρέπει, ὡς παρόντα-ἐνεστῶτα ὡς πραγματικά, σημαίνει, ἤ ὅτι ἡ Ἐκκλησία οὔ «συνίσταται», ἤ ὅτι ἐμεῖς ζοῦμε ὡς νεκρά μέλη της, ὅτι δυστυχῶς ἔχουμε πεθάνει ἀπολελυμένοι ψυχῇ καί σώματι πρίν πεθάνουμε, ὄχι πεθαίνοντας τόν ἑαυτό μας, νεκρώνοντας τά πάθη μας ὥστε νά μήν πεθάνουμε ὅταν πεθάνουμε.

Καί ἀπό τήν ἄλλη ζῶντας τό πρωτόγνωρο κλείσιμο τῆς Ἐκκλησίας, ἀντί νά κατανοήσουμε τό νόημα τοῦ κανόνος, νά μετανιώσουμε καί νά ἀναζητήσουμε τό μέγεθος τῆς ἀποστασίας μας, ἀναλωθήκαμε σέ συζητήσεις καί ἀντιπαραθέσεις.

Καί τώρα ὁ λόγος εἰδικῶς γιά τήν συνάντηση τῆς Δευτέρας.
Διερωτῶμαι καί ἐρωτῶ ὅλους σας, τούς παρόντες, τούς διαδικτυακῶς ἀκούοντες, τούς δι’ εὐλόγους αἰτίας ἀπόντες, ἀλλά καί πάντας τούς ἐνδιαφερόμενους γιά αὐτήν τήν συνάντηση, ἐάν χρειάζεται αὐτή ἡ ἐπικοινωνία-συνάντηση. Φρονῶ, μιά ἀπάντηση θά ἦτο πολύ ἐνδιαφέρουσα γιά αὐτή τήν ἴδια τήν συνάντηση, τόν καθένα ξεχωριστά καί ὄχι μόνον. Ἐπεκτείνοντας τή σκέψη μου/μας, ἄς διερωτηθοῦμε γιά τίς τόσες καί ποικίλες ἐπικοινωνίες πού ἔχουμε δημιουργήσει, ἐάν εἶναι ὠφέλιμες ἤ ἄσκοπες ἤ κουραστικές ἤ δύσκολες ἤ ἀκόμη καί ἐπικίνδυνες (ὅλες οἱ συναντήσεις-ἐπικοινωνίες, εἴτε μέ τούς γύρω μας εἴτε μέ τόν ἑαυτό μας).

Εὐτυχῶς ὁ Θεός μᾶς ἔχει προικίσει καί πολύ πέραν τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων, ὥστε μποροῦμε νά ἐπικοινωνοῦμε μέ τόν νοῦν καί τήν καρδία, καί αὐτή ἡ ἐπικοινωνία εἶναι οὐσιαστικότερη ὅταν καλεῖται νά γίνεται στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, πού τότε εἶναι καί Αὐτός παρών, πού οὐσιαστικότερη ἔκφρασις εἶναι ἡ λατρεία καί γενικότερα ἡ προσευχή, ἀλλά καί τό νοιάξιμο μετά ἀληθινοῦ ἐνδιαφέροντος, μέ ἀγάπη καί πόνο (ἡ εὐχή, ὁ καλός καί ὁ κακός λογισμός φθάνουν παντοῦ· ἅγιος Πορφύριος).

Νά λειτουργοῦμε κατ’ αὐτόν τόν τρόπον, μέ τήν συναίσθηση τῆς ἀπανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ, σέ ὅλες μας τίς ἐπικοινωνίες εἴτε ἐπί τῷ αὐτῷ φυσική συνάντηση, εἴτε τηλεφωνικά, εἴτε διαδικτυακά ὅπως ἀπόψε, εἴτε νοητικά-σκεπτόμενοι-φανταζόμενοι, ὥστε οἱ συναντήσεις, ὅποιες καί ὅπως εἶναι, νά εἶναι τέτοιες πού νά προσελκύουν τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ γιά νά εἶναι οὐσιαστικές-χαρούμενες-εὐλογημένες αἰώνιες.

Ἡ ζωή μας ἀπαρτίζεται ἀπό ἕνα σύνολο στιγμῶν, γεγονότων χαρούμενων καί λυπητερῶν, εὐχάριστων-εὐλογημένων συναπαντήσεων, ἀλλά καί ἀπροσδόκητων δυσκολιῶν, δυσβάστακτου πόνου, λαθῶν καί ἀποτυχιῶν ἐξουθενωτικῶν, ἀκόμη καί ἀπογοητεύσεων ἀπό πτώσεις καί ἁμαρτίες.
Σ’ ὅλες αὐτές τίς στιγμές ὁ «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν» παρίσταται διακριτικά σεβόμενος τό μεγάλο μας δῶρο, τήν ἐλευθερία μας, τήν ὁποίαν μακάρι νά τήν σεβόμασταν κι ἐμεῖς γιά τούς ἑαυτούς μας μέν περιφρουρόντας την καί γιά τούς ἄλλους μέ τό νά τήν σεβόμαστε καί νά μήν τήν παραθεωροῦμε.

Ἐάν ἐν ἐλευθερίᾳ καί ἐν ταπεινώσει καί ἐν ὅλῃ καρδίᾳ εἴπωμεν «ἐλθέ καί σκήνωνσον ἐν ἡμῖν καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πᾶσης κηλῖδος», θά εἶναι ὅλη μας ἡ ζωή παραδείσια καί ὅλες μας οἱ στιγμές, ὅλα μας τά γεγονότα, χαρούμενα ἤ λυπηρά, ὅλες μας οἱ ἐνέργειες, ὅλες μας οἱ ἀποφάσεις, ὅλα μας τά αἰσθήματα ἀληθινά καί εὐλογημένα. Καί ἐνῶ ἡ ζωή ὁλόκληρη ἀπαρτίζεται ἀπό ἄπειρες στιγμές-γεγονότα-συναπαντήσεις, συγχρόνως κάθε στιγμή, κάθε γεγονός εἶναι ἀπόλυτα σημαντικό καί καθοριστικό καί θά πρέπει ἔτσι νά ἀντιμετωπίζεται καί μπορεῖ νά καθορίσει καί ὅλη μας τήν ζωήν.

Τότε μόνον καί οἱ παρέες μας - καί οἱ ὅποιες συναπαντήσεις μας, εἰδικές ἤ γενικές, θά εἶναι αὐθεντικές, πραγματικές καί τῷ ὄντι διαχρονικές.
Δέν ὑπάρχει νεκρά ζώνη στή ζωή, συνυπάρχουμε ἤ μέ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ ἤ μέ τήν ἐπήρεια τοῦ διαβόλου. Παρών ὁ Χριστός διά τοῦ βαπτίσματος, παροῦσα ἡ ροπή πρός τον πειρασμό ὡς πεπτωκότες.

Ἡ πνευματική ἐργασία τῆς συναίσθησης-τῆς γνώσεως τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἤ τῆς ἐπήρειας τοῦ διαβόλου εἶναι ἐπίπονη καί σοβαρή καί περιγράφεται στούς νηπτικούς Πατέρες ὡς ἐγρήγορση, ὡς Νήψη.
Εἰς τήν καθημερινότητα, μέ τήν ταχύτητα καί τήν προχειρότητα πού διακρίνει τήν ἀλληλοδιαδοχή τῶν γεγονότων, δέν καταφέρνουμε νά διερωτηθοῦμε «τώρα μέ ποιόν εἶμαι;».
Ἕνας ἀπολογισμός τῆς ἡμέρας μας, μέ ψυχραιμία καί μακριά ἀπό τήν ἐν θερμῷ ἀντιμετώπιση, θά βοηθοῦσε νά διαπιστώσουμε σέ γενικές γραμμές τήν πνευματική μας πορεία.

Μόνον ἡ παρουσία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καθιστᾶ τά πρόσωπα, τά πράγματα, τά γεγονότα, τά αἰσθήματα, αὐθεντικά, ἀνεξίτηλα, αἰώνια. [Ἕνα περιστατικό μέ τόν Ἅγιο Πορφύριο πού ἐπιβεβαιώνει τήν πραγματικότητα τῆς διαχρονικότητας τῶν γεγονότων. (Ἅγιος Πορφύριος – φῶς – πολιτεία)]
Καί ὅταν ἡ ψυχὴ γνωρίση τὸν Κύριον διψᾷ συνεχῶς τὸν Κύριον καὶ ἐπιποθεῖ ἀπλήστως ἡμέρας καὶ νυκτὸς νὰ ἴδῃ τὸν Ἀόρατον, νὰ ψηλαφήσῃ τὸν Ἀψηλάφητον, καί ἐκ τῆς χαρᾶς αὐτῆς ἐπιλανθάνεται τοῦ ἡλίου καὶ πάσης τῆς κτίσεως, ἐγκαταλείπει τὴν ἐγωιστικὴν μέριμναν τῆς ἐπιγείου γνώσεως καὶ ποθεῖ πρωτίστως τὰ οὐράνια. Ἡ δίψα, ἡ ἐπιπόθησις, ἡ αἰσθησις, τό ψηλάφισμα τῆς παρουσίας τοῦ Ἀοράτου διακριτικά Παρόντος, ἄς ἀναζητηθῇ σέ κάθε συνάντηση, σέ κάθε πρόσωπο, σέ κάθε γεγονός, σέ κάθε βίωμα χαρᾶς ἤ λύπης, πόνου καί ἀπογνώσεως-ἀπελπισίας, ἀκόμη καί ἁμαρτίας καί τότε τά δάκρυα χαρᾶς ἤ πόνου θά μετατραποῦν σέ δάκρυα μετανοίας καί κατανύξεως.

Αὐτά τά βιώματα διαπιστώνονται σέ ὅλους τούς βίους τῶν ἁγίων, καθώς καί στούς συχρόνους ἁγίους.
Τότε θά δυνάμεθα ὡς ὁ Ἅγιος Σιλουανός νά κράζουμε γιά μᾶς αὑτούς, γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί γιά ὅλους τούς λαούς τῆς γῆς:
«Κύριε Ἐλεῆμον, δίδαξον πάντας ἡμᾶς διὰ τοῦ Πνεύματός Σου τοῦ Ἁγίου νὰ ζῶμεν κατὰ τὸ θέλημά Σου, ὥστε πάντες ἡμεῖς ἐν τῷ Φωτί Σου νὰ γνωρίσωμεν Σὲ τὸν ἀληθινὸν Θεόν. Φώτισον ἡμᾶς διὰ τῆς χάριτός Σου, καὶ αὕτη θὰ θερμάνῃ τὰς καρδίας ἡμῶν, ἵνα Σὲ ἀγαπῶμεν».

Ἔτσι θά βιώνουμε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν παροῦσα ζωή κι ἔτσι ἡ παροῦσα ζωή μας θά γίνῃ προέκταση τῆς παρούσης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γένοιτο.