Δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀναφερθῆ εἰς τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸ ἀπολυτρωτικό Του ἔργο, καθὼς καὶ τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς παράλληλα νὰ ἀναφέρει καὶ τὴν Εὐλογημένη, τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ μητέρα ὅλων μας, τὴν Παναγίαν, ἀφοῦ τὰ πάντα συνδέονται τόσο μεταξύ τους.

Σὲ ὁποιαδήποτε ἔκφραση λατρείας στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ κυρίως τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς ἀκολουθίες αὐτῆς τῆς περιόδου γίνεται ἰδιαιτέρα ἀναφορὰ εἰς τὴν Παναγίαν μας, μὲ δεσπόζουσα κάθε ἑβδομάδα τὴν πολὺ σεβαστὴ καὶ ἀγαπητὴ ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν.
Ἀλλὰ ἡ πλέον κυρίαρχος ἑορτὴ αὐτῆς τῆς περιόδου πρὸ τοῦ Πάσχα εἶναι ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ποὺ εἶναι Δεσποτικοθεομητορικὴ ἑορτή, ἐπειδὴ ἀναφέρεται καί στὸν Δεσπότη Χριστὸ καί στὴν Παναγία, Μητέρα Του καὶ μητέρα ὅλων μας.

 

Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου εἶναι ἡ ἀρχὴ ὅλων τῶν ἑορτῶν. Ἡ λέξη «εὐαγγελισμὸς» ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο ἐπὶ μέρους λέξεις, ἤτοι εὖ καὶ ἀγγελία, καὶ δηλώνει τὴν καλὴ εἴδηση, τὴν καλὴ ἀγγελία, τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὅπως δηλώνουμε ψάλλοντας τὸ ἀπολυτίκιον τῆς ἑορτῆς: «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον καὶ τοῦ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις…».. Οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία λέγεται πρωτευαγγέλιο.

Ὁ Χαιρετισμὸς τοῦ Ἀρχάγγελου Γαβριήλ, «Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ, εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί», ἔγινε εἰς τὴν Παναγία μας ὡς ἔχουσα τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, συγκριτικὰ μὲ τοὺς λοιπούς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ διότι θά ἐλάμβανε τὸ πλήρωμα τῶν Χαρίτων τοῦ Υἱοῦ της.

Παραμένοντας μέσα στὰ ἅγια τῶν ἁγίων νέκρωσε ὅλες τὶς δυνάμεις ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν αἴσθηση καὶ βίωσε μιὰ ἰδιαίτερη Θεογνωσία καὶ Θεοκοινωνία, , καὶ διὰ τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἐνεργοποίησε τὸν νοῦ καὶ ἔφθασε στὴν ἔλλαμψη καὶ τὴν θέωση, ὅπως ἑρμηνεύει θεόπνευστα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.

Ἡ πτώση τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας καὶ οἱ συνέπειες αὐτῆς, ἡ ροπή πρός τά πάθη, ἡ φθορά καί ὁ θάνατος κληρονομήθηκαν σὲ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀλλά ἐνῶ καί ἡ Παναγία μας δέν ἦτο ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ἐν τούτοις, εἶναι ἡ μόνη ἠθελημμένης ἁμαρτίας ἀπηλλαγμένη (Ἅγ. Νικόλαος Καβάσιλας).
Σ’ ἕνα θεοτοκίο ψάλλουμε: «Τοῦ Γαβριὴλ φθεγξαμένου σοὶ παρθένε τὸ χαῖρε σὺν τῇ φωνῇ ἐσαρκοῦτο ὁ τῶν ὅλων Δεσπότης».

Μ. Βασίλειος, ἑρμηνεύοντας τὴν φράση «τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἐστίν», λέγει ὅτι κάθε πρᾶγμα ποὺ προέρχεται ἀπὸ κάτι ἄλλο, δηλώνεται μὲ τρεῖς λέξεις: «δημιουργικῶς», «γεννητῶς» καὶ «φυσικῶς».
Γιὰ τὴν σύλληψη τοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἡ ἀληθινὴ ἔκφραση εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς συνελήφθη μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «δημιουργικῶς», συνεργείᾳ τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώθηκε μὲ τὴν θεία φύση ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως, ἀμέσως ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς συλλήψεως.
Αὐτὸ ποὺ οἱ Μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ γεύθηκαν κατὰ τὴν Πεντηκοστή, καὶ ἐμεῖς μετὰ τὸ Βάπτισμα καί ὅταν κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ αὐτὸ ποὺ θὰ ζοῦν οἱ ἅγιοι στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, τὸ ζοῦσε ἡ Παναγία μας ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.

Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ἡ κίνηση τῆς σαρκὸς πρὸς γέννηση-πρὸς ἀπόκτηση τέκνων, δὲν εἶναι ἀπηλλαγμένη τελείως τῆς ἁμαρτίας, «ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου», γιατί, ἐνῶ ὁ νοῦς ἔχει ταχθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἡγεμονεύῃ τὸν ἄνθρωπο, συμπεριφέρεται «ἀνυποτάκτως» κατὰ τὴν διάρκεια τῆς κινήσεως τῆς σαρκός.
Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, δόθηκε ἡ δυνατότητα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ θεοθοῦμε, ἐπειδὴ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα γινόμαστε δυνάμει μέλη τοῦ θεωθέντος καὶ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ.

ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, μιλῶντας γιὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου, προχωρεῖ, ἐπικαλούμενος καί σχετικά χωρία πλείστων ἁγίων, ἀναφέρεται ἐπιμόνως μὲ σὲ μιὰ προσωπικὴ καὶ ὑπαρξιακὴ προσέγγιση τῶν γεγονότων τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως καί μᾶς προτρέπει λέγοντας νὰ μήν ἑορτάζουμε μόνο ἐξωτερικὰ, ἀλλὰ νὰ τὰ πλησιάζουμε ὑπαρξιακὰ καὶ πνευματικά.

Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων, σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅταν σπείρεται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν καθιστᾶ «ἔγκυο» καὶ μὲ τὴν διάθεση νὰ μὴ μείνη ὁ ἄνθρωπος μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀρχίζει ὁ ἀγῶνας γιὰ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν.
Ἡ μόρφωση τοῦ Χριστοῦ μέσα μας γίνεται μὲ πνευματικὲς ὠδῖνες ὡς λέγει: «ἄχρις οὐ μορφωθῆ Χριστὸς ἐν ἡμῖν» (Γαλ. δ’, 19). Ὠδῖνες εἶναι ὁ ἀσκητικὸς ἀγῶνας, καὶ μόρφωση εἶναι ἡ κατάνυξη ὁ ἁγιασμός, καὶ ἡ θέωση.
Κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρας (ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητή, ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο κ.λπ.), αὐτὸ ποὺ συνέβη σωματικὰ στὴν Παναγία, αὐτὸ γίνεται πνευματικὰ σὲ καθέναν τοῦ ὁποίου ἡ ψυχὴ παρθενεύει, δηλαδὴ καθαρίζεται ἀπὸ τὰ πάθη.
Ὁ Χριστός, ποὺ γεννήθηκε κατὰ σάρκα, θέλει νὰ γεννᾶται κατὰ πνεῦμα, μέσα σ’ αὐτούς ποὺ τὸ ἐπιθυμοῦν, «νὰ μορφωθῆ ὁ Χριστὸς ἐν αὑτοῖς», καὶ ἀγωνίζονται διὰ τῶν ἀρετῶν.

ἅγιος Συμεὼν ἀναφέρεται στὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς δύο Ἠθικοὺς Λόγους του, ποὺ περιλαμβάνουν πραγματεῖες ὁλόκληρες σχετικὰ μὲ τὴ θέση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, στηριζόμενος στὴ παλαιὰ παραδοσιακὴ ἄποψη, τῶν δύο Ἀδάμ καὶ ποὺ συναρτᾶται καὶ μὲ τὴν ἄποψη τῆς Παναγίας ὡς Νέας Εὔας.
«Καθάπερ οὖν ἐν τῇ πλάσει πάλαι τῆς προμήτορος Εὔας τὴν τοῦ Ἀδὰμ πλευρὰν ἐψυχωμένην ἔλαβεν ὁ Θεὸς καὶ εἰς γυναῖκα ταύτην ἀνῳκοδόμησε εἰς ψυχὴν ζῶσαν τελείαν, πεποίηκε, τὰ ἀμφότερα, ἄνθρωπον, (ἐπομένως ἄνθρωπος ἐστὶ σάρκα καὶ πνεῦμα) (καὶ ἐδῶ ἔχομεν τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἱσοτιμίας ἀνδρὸς καὶ γυναικός), τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον καὶ ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας ἐψυχωμένην σάρκα (ὁλόκληρον τὸν ἄνθρωπον, «σαρκὶ καὶ πνεύματι») λαβὼν ὁ πλαστουργὸς καὶ κτίστης Θεὸς, ἥνωσε τῇ ἑαυτοῦ ἀκαταλήπτῳ καὶ ἀπροσίτῳ θεότητι, τῇ ἡμετέρᾳ οὐσίᾳ ὅλην τὴν ὑπόσταση τῆς θεότητος Αὐτοῦ, ἀμίκτως τε μίξας, ᾠκοδόμησε τὸν ὄντως Θεάνθρωπον».
Μέσῳ λοιπὸν τῆς Παρθένου Μαρίας, τῆς Θεοτόκου, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος, ὅμοιος κατὰ πάντα καὶ μὲ τὸν πρῶτο Ἀδάμ.
Κατὰ τὴ σάρκωση ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ δέχεται οὐσιαστικὰ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ οἱ Ἅγιοι καὶ ἡμεῖς τὸ δεχόμεθα ἀπὸ αὐτήν, διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν.
«Ὁ Θεός ἐκ τῆς Παρθένου σάρκα ἔννουν καὶ ἐψυχωμένην ἔλαβεν καὶ δέδωκεν αὐτῇ τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ τὸ ἅγιον καὶ ἀνεπλήρωσεν ἣν οὐκ εἶχεν αἰωνίαν ζωήν ἡ ψυχὴ αὐτῆς».
Ἡ Παναγία ἐδέχθη οὐσιαστικὰ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἀπ’ εὐθείας ἐκ τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ Ἅγιοι καὶ ὁ κάθε βαπτισμένος τὸ λαμβάνει δι’ αὐτῆς. (Ἐξ οὑ ἡ μεγάλη λατρεία τῶν Ἁγίων εἰς τὴν Παναγίαν μας).
Ἔτσι μπορεῖ νά πεῖ κανεὶς πὼς (ὁ Λόγος) γεννιέται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους ποὺ Τὸν συλλαμβάνουν πνευματικὰ μέσα τους, ταῖς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μητρός μας.
Ἡ βασικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς δύο γεννήσεις βρίσκεται στὸ γεγονὸς πὼς ἡ σωματικὴ γέννησις τοῦ Λόγου -ἡ Ἐνανθρώπησις- εἶναι ἡ μόνη σωστικὴ παγκόσμια δύναμη καὶ συγχρόνως πηγὴ τῆς μυστικῆς γεννήσεως.

Ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι ὅμως καὶ δική μας Μητέρα, συνεπῶς ὁ Χριστὸς εἶναι Ἀδελφός μας:
«Καὶ καθάπερ υἱὸς αὐτῆς καὶ Θεὸς ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν γέγονεν, ἀδελφὸς δὲ ἡμῶν ἐχρημάτισεν, οὕτω καὶ ἡμεῖς ... υἱοὶ τῆς Θεοτόκου μητρὸς Αὐτοῦ καὶ ἀδελφοὶ Αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ γινόμεθα.
Ἐπεὶ ἡ ἐν φθορᾷ γέννησις ἡμῶν διὰ τῆς γυναικὸς Εὔας ἐγένετο, ἡ πνευματικὴ γέννησις ἡμῶν καὶ ἀνάπλασις, γίνεσθαι διὰ τοῦ δευτέρου Ἀδὰμ καὶ ἀφθάρτου καὶ ἀθανάτου Λόγου, ὅθεν ἀθάνατα καὶ ἄφθαρτα τέκνα ἀπεγέννησε καὶ ἀεὶ γεννᾷ (ἡ ἔνωσις μας μὲ τὸν Χριστόν)».

Οἱ συχνὲς καὶ ἐκτεταμένες ἀναφορές στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο δείχνουν τὴ σημασία ποὺ εἶχε ἡ Παναγία στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου Συμεών.
Παντοῦ στὰ ἔργα του, μέσα στὰ ὁποῖα θίγει θέματα σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὁ ἅγιος Συμεὼν ἐπικαλεῖται ἄπειρες φορὲς μὲ εὐλάβεια καὶ ἀγάπη τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Εἶναι ἡ Νύμφη τοῦ Θεοῦ, ἡ Νέα Εὔα, ποὺ μὲ τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεσή της ἔκανε δυνατὴ τὴ Σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινε ὁ Ναὸς τοῦ Θεοῦ, ἡ Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ.
Εἶναι Ἄσπιλος καὶ παραπάνω ἀπὸ Ἁγία, ὅμως σὰν ἀπόγονος τῆς πρώτης Εὔας ἔχει κι αὐτὴ ἀνάγκη τῆς ἀπολυτρώσεως καὶ ἀκριβῶς κατὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ, ἡ ψυχή της ἐλευθερώθηκε ἐκ τοῦ θανάτου, διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐξαγιάσθηκε πλήρως. Δι᾿ αὐτῆς ὁ Υἱός της γίνεται Ἀδελφός μας καὶ ἐκείνη γίνεται Μητέρα τοῦ Χριστοῦ καὶ Μητέρα ὅλων τῶν πιστῶν, ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀφοῦ μὲ τὶς πρεσβεῖες της μᾶς ἀξιώνει νὰ οἰκειοποιηθοῦμε τὴν σωτηρία ποὺ παρέχεται ἀπὸ τὸν Μονογενῆ Υἱό της, τὸν σαρκωμένο Λόγο καὶ Σωτῆρα μας.

Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου εἶναι εὐαγγελισμὸς ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ἑπομένως, πρέπει νὰ γίνῃ καὶ προσωπικὸς εὐαγγελισμὸς τοῦ καθενός μας διὰ πρεσβειῶν τῆς Παναγίας Μητέρας μας, ὥστε μὲ τὴν κατάθεσιν τῆς προαιρέσεώς μας πρωτίστως καὶ τὴν προσπάθεια ἐφαρμογῆς τῶν θείων ἐντολῶν, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή καὶ τὴν μετὰ ἀγάπης καὶ χαρᾶς ταπείνωση, νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ καταστοῦμε ναὸς τοῦ Παναγίου Πνεύματος καὶ υἱοθετημένα τέκνα τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ εἶναι δικαίωμα-προνόμιο, ἀλλὰ καὶ χρέος ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰδιαίτερα τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν.

Γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἔχει καὶ ἕνα πρόσθετο μήνυμα: Τὸ μήνυμα νὰ κρατήσουμε τὴν ἐλευθερία μας ὄχι μόνον ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴν δουλεία τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἐθνική μας, τὴν κοινωνικὴ, ἀκόμη καὶ τὴν προσωπική μας ἐλευθερία, ποὺ μᾶς χαρίσθηκε καὶ ἀπὸ τοὺς ἡρωϊκοὺς προγόνους μας, ἀγωνιστὲς τοῦ 1821, οἱ ὁποῖοι, ὡς ἄλλοι Μάρτυρες, θυσίασαν καὶ τὴν ζωὴν τους «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν Ἁγίαν καὶ τῆς Πατρίδος τὴν ἐλευθερίαν».
Εἴθε γιὰ ὅλους μας. Ἀμήν.

Ἐπιμέλεια-Διασκευή κειμένων π. Γεώργιος Καλαντζῆς